Πώς είναι το ταξίδι ανάμεσα στο «θα τα παρατήσω όλα» και στο «κοίτα τον που τα κατάφερε κι έγινε ένα από τα κορυφαία ονόματα της ελληνικής μουσικής»; Αυτό μπορεί να το απαντήσει μόνο ο Θοδωρής Φέρρης.
Μέχρι το 2018 το όνομά του ήταν ελάχιστα γνωστό. Η τότε συνεργασία του με τον Νίνο τον έφερε στον αφρό και από εκείνη τη στιγμή δεν κοίταξε πίσω. Για εμάς που τον βλέπαμε και τον βλέπουμε, αυτή η πορεία η ανοδική, φάνηκε σαν ένας πύραυλος. Εκτόξευση.
Ο ίδιος ο Θοδωρής Φέρρης όμως το ξέρει καλά μέσα του και το εξηγεί στη συνέντευξη, ότι κάθε άλλο παρά εκτόξευση ήταν. Μέσα από τη συνεργασία του με την Panik βάδισε με αργά βήματα.
Έχοντας καταγωγή από δύο μέρη της Ελλάδας, έχοντας ζήσει στη Θεσσαλονίκη, ζώντας στη Γλυφάδα και έχοντας περάσει αρκετά χρόνια στη Νέα Υόρκη, ο Θοδωρής Φέρρης είναι μάλλον όλα όσα δεν μπορεί να φανταστεί κάποιος ακούγοντας για λαϊκό τραγουδιστή. Μόνο και μόνο που στο ξεκίνημα του είχε ασχοληθεί με soul και gospel, τα λέει όλα.
Μερικά μικρά infos για τον Θοδωρή είναι πως γυμνάζεται όσο μπορεί, αλλά θα την θυσίαζε τη γυμναστική αν ήταν να πάει για καφέ έξω. Κι αυτό είναι αναγκαίο στην κάθε ημέρα του, συνήθεια που την απέκτησε στη Θεσσαλονίκη. Αν δεν περάσει ένα τρίωρο για καφέ με παρέα, δεν προχωράει η διάθεση του μες στην ημέρα.
Έχει επίσης κολλήσει ως συνήθειες, από τη ζωή στις ΗΠΑ, διάφορες ασχολίες, όπως το θαλάσσιο σκι που κάνει. Ή το τένις.
Θεωρεί εαυτόν ρομαντικό και ρεαλιστή, στα όρια του πεσιμισμού, αλλά θέλει και τα όμορφα ψέματα που έχουν οι ανθρώπινες σχέσεις.
Το μυαλό του κάνει διαρκώς σκέψεις εκτός πραγματικότητας και πολλά σχέδια. Όπως το να κάνει πρώτος συναυλία σε ένα ταξίδι με διαστημόπλοιο προς έναν άγνωστο πλανήτη. Πλέον, τα τρελά σχέδια δεν τα επικοινωνεί. Τα αφήνει μέσα στο κεφάλι του να τρέχουν.
Ακριβώς όπως θα αφήσω κι εγώ την κουβέντα μας να…τρέξει μόνη της. Ένας Θοδωρής Φέρρης αρκετά αλλιώτικος απ΄αυτό που μπορεί να τον φαντάζεται κανείς. Ή και ακριβώς όπως τον βλέπουν όσοι τον γουστάρουν. Αυθεντικός.
Όταν μου λένε ότι με θεωρούν πολύ καλό τραγουδιστή, νιώθω ευτυχισμένος, γιατί ο κόσμος μου επιβεβαιώνει… την ανασφάλεια μου
«Κατάγομαι από την Ξάνθη και την Καλαμάτα από τους γονείς μου, αλλά έχω γεννηθεί στη Νέα Υόρκη και πέρασα εκεί τα πρώτα της ζωής μου. Τότε ήρθα στη Γλυφάδα όπου είναι το πατρικό μου και ερχόμασταν από την Αμερική τα καλοκαίρια. Έχω ζήσει κάποια χρόνια και στη Θεσσαλονίκη, τα εφηβικά μου.
Ο πατέρας μου κι η μητέρα μου έφυγαν πολύ μικροί από την Ελλάδα. Στην Ξάνθη έχω πάει κάποιες φορές, στην Καλαμάτα δεν πήγα όσο ήμουν παιδί. Δεν έζησα καθόλου το μέρος του πατέρα μου.
Στη Νέα Υόρκη έζησα τα πρώτα μου έξι χρόνια και την θεωρώ γενέτειρα μου. Υπάρχει οικογένεια εκεί, φίλοι μου, έχω στενή σχέση. Πηγαίνω κάθε χρόνο. Στο παρελθόν, πριν γίνω τραγουδιστής, πήγαινα και καθόμουν κανένα μήνα».
«Λόγω οικογένειας, επειδή η μητέρα μου ασχολείται με τη μουσική, δε χρειάστηκε πολύ να καταλάβω ότι μου αρέσει να τραγουδάω. Από όσο μπορώ να με θυμηθώ, τραγουδάω. Κι αν δεν τραγουδούσα εγώ, τραγουδούσε η μαμά μου. Έτσι μεγάλωσα. Από την πρώτη στιγμή που μίλησα, άρχισα να τραγουδάω. Και το σόι της μάνας μου είναι της μουσικής, και ο πατριός μου επίσης.
Ίσως ήταν κάπου στα 12-13 μου που το είπα και βαθιά μέσα μου ότι θέλω να τραγουδάω. Αλλά θεωρώ πως για να είσαι καλλιτέχνης, πρέπει να είσαι ανασφαλής. Οπότε δε μπορώ να σου πω ότι έλεγα μέσα μου “ααα, Θοδωρή έχεις ωραία φωνή”. Πάντα έχεις την ανασφάλεια, εγώ τουλάχιστον. Δεν μιλάω απλά για το ότι θα υπάρξουν μέρες που δε θα μου αρέσει η φωνή μου. Αυτό είναι σίγουρο.
Λέω ότι γενικά ένας τραγουδιστής, ένας καλλιτέχνης, δεν πιστεύει ποτέ μέσα του ότι είναι καλός. Αν ρωτήσεις τον Πάριο, που εγώ τον θεωρώ τον απόλυτο τραγουδιστή, φαντάζομαι ότι δεν πρόκειται να γυρίσει να σου πει ότι είναι.
Το αντίθετο πιστεύω. Θα το αρνηθεί. Προσφάτως έβλεπα συνέντευξη του Δημήτρη Χορν που τον ρωτούσε η Διγενή πώς νιώθει που ο κόσμος παραληρεί για χάρη του και απάντησε “θεωρώ ότι είναι τρελοί. Εγώ δεν θα πήγαινα ποτέ να με δω”. Αυτό στο λέω ως δείγμα. Δεν λέω ότι ταυτίζομαι απόλυτα με αυτό, αλλά ένας καλλιτέχνης έχει πάντα ανασφάλεια.
Γι΄αυτό κι όταν μου λένε καλά λόγια, ότι με θεωρούν πολύ καλό τραγουδιστή, νιώθω ευτυχισμένος, γιατί ο κόσμος μου επιβεβαιώνει… την ανασφάλεια μου. Εννοώ ότι όταν δε νιώθω καλός, έρχεται ο άλλος να με ηρεμήσει προς στιγμήν και να πω “δόξα τω θεώ, πάμε καλά”».
Ο κόσμος θεωρεί ότι έκανα απότομη μετάβαση από το 0 στο 10. Αν το δεις από τη δική μου θέση, δεν ήταν καθόλου απότομη. Κινήθηκα με πολύ αργά βήματα, πιο αργά πεθαίνεις.
«Προφανώς για να κάνω βήματα προόδου στη δουλειά μου, αποδέχτηκα το ταλέντο μου. Αναγνώρισα στον εαυτό μου πως είναι τραγουδιστής και οφείλει στον κόσμο να τραγουδάει. Δεν λέω ότι είμαι τέλειος. Μου είπα όμως ότι είμαι καλός, με έκανα να το καταλάβω και μέσα μου. Κι έτσι ξεκίνησα.
Ξεκίνησα όμως αρκετά παράδοξα για τους εδώ λαϊκούς. Στην Αμερική οι πρώτες μελέτες πάνω στη φωνή μου, ήταν κυρίως με soul μουσική και με εκκλησιαστική, γιατί έχουν πολύ δύσκολα γυρίσματα. Μελέτησα πάρα πολύ αυτά τα είδη. Και σε κάποια τραγούδια μπορείς να συναντήσεις soul στοιχεία. Τώρα πια δεν έχω στόχο να δοκιμάσω κάτι τέτοιο, αλλά μικρός όταν ήμουν, πειραματιζόμουν αρκετά».
«Γενικώς, όσον αφορά τη δουλειά μου – ίσως και την προσωπική μου ζωή – είμαι ρεαλιστής. Κι αυτό δεν το θεωρώ πάντα καλό. Είναι ανάγκη για τον άνθρωπο να ζει πού και πού σε ένα ροζ σύννεφο. Κάποιοι ζουν εκεί σε όλη τους τη ζωή και δεν πέφτουν ποτέ από το σύννεφο.
Εγώ δούλεψα πολύ με τον εαυτό μου και με θεωρώ ρεαλιστή. Δεν ήθελα να γίνω, αλλά μέσα από τη δουλειά έγινα. Γι΄αυτό και δεν θα με απασχολήσουν τα views που λες ή όλο αυτό το γύρω γύρω. Το ζήτημα είναι αν έχω ουσία ως καλλιτέχνης».
«Ο κόσμος θεωρεί ότι έκανα απότομη μετάβαση από την ανυπαρξία στην επιτυχία, από το 0 στο 10. Κι όντως, έτσι μπορεί να φαίνεται. Αν το δεις από τη δική μου θέση, δεν ήταν καθόλου από το ένα άκρο στο άλλο. Κινήθηκα με πολύ αργά βήματα, πιο αργά πεθαίνεις. Αργά και σταθερά ήταν τα βήματα μου. Επειδή είχα την ανασφάλεια πως δεν γίνεται να εκτεθώ στον κόσμο πριν είμαι καλός, δεν γίνεται, έλεγα μέσα μου, να βγω στον κόσμο και να είμαι μέτριος.
Ακόμα και σε αυτή τη συνέντευξη που μιλάμε, δε μπορώ να βγω να πω χαζά λόγια στον κόσμο. Ήθελα πρώτα λοιπόν, να είμαι έτοιμος να μιλήσω στον κόσμο. Οκ, τα δικά μου βήματα παραήταν αργά και πήρα ένα πολύ μεγάλο ρίσκο να μην φτάσω ποτέ στον στόχο. Περνάνε μετά τα χρόνια, υπάρχει η τύχη και η ατυχία στη ζωή κι εγώ πιστεύω αρκετά στην τύχη…
Για να εκτεθώ στον κόσμο, έπρεπε πρώτα να μάθω 10.000 τραγούδια. Δεν διανοούμουν να βγω να τραγουδήσω χωρίς να ξέρω απ΄έξω όλο τον δίσκο του Πάριου, του Καζαντζίδη, του Μπιθικώτση, του Τσιτσάνη, του Πλέσσα, του Σπανού κ.α. Αν δεν τα ξέρω αυτά κουπλέ-ρεφρέν, δεν δικαιούμαι να πληρώνομαι. Για να είσαι τραγουδιστής, πρέπει να…είσαι. Πρέπει να ζεις γι΄αυτό, να είναι το φυσικό σου, αυτό που βγαίνει από μέσα σου».
«Δε μπορώ να σου πω ότι έχω κάποιες συγκεκριμένες στιγμές της πορείας μου ως milestones, ως πιο εξέχοντα highlights. Θυμάμαι σαφώς τις πολύ σημαντικές στιγμές, δίνω αξία σε αυτές που θέλω, όπως στη συνεργασία με τον Νίνο, που είναι για μένα από τα πιο σημαντικά στην πορεία μου, ήταν το μπάσιμο μου, εκεί με αγάπησε ο κόσμος…Σε αυτά δίνω μεγάλη αξία. Αλλά δεν τα ξεχωρίζω».
«Απολαμβάνω τα τραγούδια μου που γίνονται επιτυχία. Όπως θα παραδεχτώ μέσα μου κι αυτά που δεν τράβηξαν, που ήταν μέτρια. Σε όλους τους τραγουδιστές είναι άπειρες οι περιπτώσεις που περιμένουν μια επιτυχία και δεν έρχεται και μια αποτυχία που τελικά είναι επιτυχία. Εγώ δεν περίμενα τίποτα απολύτως με τον Μεγάλο Έρωτα.
Και έγινε ένα τραγούδι που κοντεύει να γράψει ιστορία. Και με το Κάψε το ίδιο. Αλλά αυτό νομίζω συμβαίνει. Εδώ συμβαίνει στους σπουδαίους των τεχνών που παίζει να θεωρούν έργα τους αδιάφορα ή και άσχημα και τώρα να κοστίζουν εκατομμύρια».
Τελευταία σκέφτομαι αρκετά πώς θα ήμουν ως πατέρας, αν θα ήμουν καλός. Ξέρω πως για να συμβεί αυτό, το πιο σημαντικό είναι να δίνεις αγάπη. Και για να το κάνεις αυτό, πρέπει πρώτα να αγαπήσεις τον εαυτό σου.
«Όλος ο τρόπος ζωής μου είναι επηρεασμένος από την Αμερική. Κι η Γλυφάδα ήταν παλιότερα σαν αμερικάνικο προτεκτοράτο. Υπήρχαν τα Wendy’s, αλητεία αμερικάνικου τύπου, σκεϊτάδες, τρώγαμε βάφλες, φορούσαμε φαρδιά ρούχα, κάναμε μπιλιάρδο, μπόουλινγκ, τένις, θαλάσσιο σκι. Κι υπήρχε κι αυτή η αμερικάνικη νοοτροπία, πιο κουλ, πιο αεράτοι άνθρωποι, κάτι που το έχω ακόμα και κάποιες φορές – ίσως να το παράκανα – παρεξηγήθηκε αυτό».
«Θα σου φανεί παράξενο, αλλά στη ζωή μου έχω υπάρξει τόσο ανοργάνωτος τύπος, χωρίς πρόγραμμα. Κι αυτό το δείχνει η αργοπορία μου στη μουσική. Δεν θα βρεις σπίτι μου δίσκους, φωτογραφίες, αρχεία. Υπάρχει μια καλλιτεχνικά άναρχη κατάσταση.
Θα με έλεγα ρομαντικό, πεσιμιστή, ακόμα και drama queen. Νομίζω ότι ο ρεαλιστής με τον πεσιμιστή κάπου συναντιούνται. Ο ρεαλισμός στο τέλος σε οδηγεί στην αλήθεια κι αυτή πονάει. Οπότε εκεί, ίσως πάρεις τον δρόμο του πεσιμισμού.
Το ότι είμαι ρεαλιστής βέβαια, δε σημαίνει πως αποζητώ διαρκώς την αλήθεια και δη την απόλυτα επώδυνη. Φυσικά και θέλω κι εγώ το παραμύθι μου και σε μια σχέση όταν λες το “Σ΄αγαπώ”, αν το δεις ρεαλιστικά, η αγάπη είναι κάτι πολύ δύσκολο. Αν κάτσεις και το αναλύσεις, δεν αγαπάμε τον άλλον, αλλά κάτι άλλο που απλά το απευθύνουμε στο ταίρι μας. Αγαπάω τον μπαμπά μου ή τη μαμά μου, ή και εμένα τον ίδιο.
Η αγάπη είναι κάτι πολύ δύσκολο. Εννοείται, λοιπόν, πως ζούμε με το παραμύθι, είτε στη δουλειά είτε στις παρέες μας. Δες το χρηματιστήριο για παράδειγμα…Είναι απλά αριθμοί. Ένας άνθρωπος σπουδάζει και δουλεύει σε τράπεζα και παίρνει 3 χιλιάδες το μήνα. Ένας άλλος δίπλα του, σπουδάζει το ίδιο και παίρνει το 1/3. Γι΄αυτό ναι, εννοείται, είμαι κι εγώ μέρος, όπως όλοι, της ανάγκης για παραμύθι.
Τώρα τελευταία, που κάπως με ξέρει λίγο παραπάνω ο κόσμος, μου λένε αρκετοί ότι χαίρονται που είμαι ίδιος, που δεν με άλλαξε η επιτυχία, που παραμένω αυθεντικός. Και μου κάνει εντύπωση που το λένε. Πώς θα έπρεπε να είναι κάποιος δηλαδή που έχει μια αναγνωρισιμότητα στην Ελλάδα των 10 εκατομμυρίων; Τι να αλλάξω; Να νιώσω ότι είμαι βασιλιάς; Δεν είμαι και στην Κίνα του 1.5 δισ. ανθρώπων».
«Η μεγαλύτερη μου απόλαυση και δικαίωση, είναι όταν είμαι πάνω στην πίστα και βλέπω τον κόσμο να τραγουδάει τα τραγούδια μου. Εκεί παίρνω αγάπη. Δε με νοιάζει τίποτα. Τι αληθινός και ψεύτικος μου λες, αυτό είναι που θέλω. Είναι τα πάντα για μένα αυτό».
«Αντιλαμβάνομαι πως αλλάζω, βλέπω σημάδια ωριμότητας σε μένα, αλλά όχι ικανά για να προχωρήσω στη ζωή μου, να κάνω οικογένεια. Ικανά όμως για να είμαι συνεπής στις υποχρεώσεις μου, να συνομιλώ, να είμαι ένας σωστός ενήλικας. Αυτά τα βλέπω και τα χαίρομαι.
Θέλω ξεκάθαρα να φτάσω και στην ωριμότητα του να παντρευτώ και να κάνω οικογένεια. Η πολλή σκέψη θα με φάει όμως. Βλέπεις τον άλλον 26 χρονών, φίλος μου, ερωτεύεται μια κοπέλα, παντρεύεται, κάνουν παιδιά και αναρωτιέσαι “τι έγινε ρε; δεν το σκέφτηκε καθόλου αυτός;”. Εκεί εγώ νιώθω ότι μάλλον το πρόβλημα είναι στο δικό μου το κεφάλι.
Ως τώρα δεν υπήρχαν ποτέ στο λεξιλόγιο μου όλα αυτά. Εγώ μάλλον στο μυαλό μου είμαι ακόμα 12 χρονών. Δεν έχω ιδέα τι σημαίνει γάμος και οικογένεια.
Στον δρόμο σου δεν ξέρεις ποτέ πώς θα έρθουν τα πράγματα. Τελευταία σκέφτομαι αρκετά πώς θα ήμουν ως πατέρας, αν θα ήμουν καλός. Ξέρω πως για να συμβεί αυτό, το πιο σημαντικό είναι να δίνεις αγάπη. Και για να το κάνεις αυτό, πρέπει πρώτα να αγαπήσεις τον εαυτό σου. Τώρα που έχω ανακαλύψει τι σημαίνει αγάπη – πριν δεν είχα ιδιαίτερα καλή σχέση, μου ήταν άγνωστη λέξη, τι παιδί να σκεφτώ και τι οικογένεια».
«Το ότι νιώθω πως τώρα έχω καταλάβει τι σημαίνει αγάπη, δε σημαίνει πως θα μπω στη διαδικασία να αποσύρω τις φορές στο παρελθόν που είπα κάπου πως αγαπάω. Η αγάπη είναι κάτι σπουδαίο. Δεν το λες τώρα και παύει σε έναν χρόνο να ισχύει. Περνάει η αγάπη; Δεν μπορώ να το κατανοήσω αυτό. Πώς περνάει; Αγαπάς κάποιο άτομο και μετά φεύγει; Άρα, αν φύγει, το “Σ΄αγαπώ” είναι ανώριμο. Έχω πει κι εγώ ανώριμα “Σ΄αγαπώ”, όπως όλοι».
«Τα τραγούδια, η μουσική, ενδεχομένως η τέχνη γενικά, έχει αυτό το ότι αποθηκεύεις κάπου ένα συναίσθημα. Άλλος το αποθηκεύει για να το αναζητάει συνεχώς, άλλος για να θυμάται τι ένιωσε, άλλος για να το αφήσει εκεί, να ξαλαφρώσει και να το ξεχάσει.
Να σου πω ένα παράδειγμα. Το τραγούδι μου, το Φίλοι Δεν Ήμασταν Ποτέ, είχε γραφτεί μετά από έναν χωρισμό που η κοπέλα μου έλεγε ότι θέλει να μείνουμε φίλοι. Εγώ πίστευα ότι αυτό το τραγούδι δύσκολα θα γίνει επιτυχία γιατί είναι αρκετά βαρύ.
Κάθε φορά όμως που το έλεγα, ακόμα και τώρα, θυμάμαι αυτές τις στιγμές που έζησα με εκείνη την κοπέλα. Το τραγούδι τώρα έχει πάρει τον δρόμο του, έχει βρει νέα νοήματα. Τώρα, θυμάμαι με ηρεμία αυτό το συναίσθημα, σαν μια παιδική ανάμνηση».
«Δεν έχω παρεξηγηθεί ποτέ με κάποιον άνθρωπο. Τουλάχιστον δεν μπορώ να θυμηθώ κάτι. Δεν κρατάω ούτε κάτι μανιάτικο. Έχω φίλους που είμαστε αρκετό καιρό φίλοι, οπότε μου φαίνεται δύσκολο να παρεξηγηθώ ή να τσακωθώ τόσο ώστε να μην μιλάω στον άλλον.
Δε μου βγαίνει και να παρεξηγηθώ γιατί όσο ανασφαλής είμαι καλλιτεχνικά, τόσο ασφαλής και βέβαιος είμαι για τον εαυτό μου στις σχέσεις. Ξέρω πως έχω συμπεριφερθεί εγώ και γι΄αυτό δεν έχω ανάγκη να παρεξηγηθώ. Κι αν ποτέ υπάρξει λόγος, το βαριέμαι.
Το θεωρώ ταλαιπωρία, κάτι πολύ μικρό για να ασχοληθώ. Προσφάτως, ένας φίλος δε με κάλεσε στον γάμο του και πραγματικά δεν ένιωσα ενόχληση. Μου έλεγαν οι φίλοι μου αν με ενόχλησε και αναρωτιόμουν μέσα μου αν πρέπει να τσαντιστώ. Τίποτα. Συνεχίζει να είναι φίλος μου ο άνθρωπος».
«Από την δική μου μεριά, πάντοτε θα κάτσω να σκεφτώ αν μια δική μου συμπεριφορά ήταν απότομη ή λάθος. Αλλά και το λάθος είναι σχετικό. Αν με ακούσεις να μιλάω σε έναν σερβιτόρο στο μαγαζί, μπορεί να θεωρήσεις ότι είμαι απότομος. Αλλά μεταξύ μας, με αυτόν, έχουμε τέτοια σχέση που δεν θα παρεξηγηθεί.
Σε κάθε περίπτωση, αν ποτέ μου ξεφύγει κάτι που είναι απότομο, θα με τρώει μέσα μου και θα πάω αμέσως να βρω τον άνθρωπο να ζητήσω συγγνώμη. Και μια φορά που το έκανα σε αυτόν τον σερβιτόρο, με ρωτούσε γιατί ζητάω συγγνώμη, γιατί δεν είχε παρεξηγηθεί.
Ο καθένας μας κρίνει εξ ιδίων τις συμπεριφορές τις δικές του και των άλλων. Εγώ τώρα φτάνω να αντιληφθώ ότι κάποιες φορές, κάποιες συμπεριφορές ήταν από πονηριά, ήταν για τρικλοποδιά κτλ. Αλλά αυτά είναι πράγματα που γυρίζουν σε αυτόν που τα κάνει, όχι σε μένα που είμαι ο δέκτης τους».
«Είναι πολύ σημαντικό κεφάλαιο για όσους κάνουμε αυτή τη δουλειά, να διαχειριστούμε την μετάβαση από την ένταση και τα φώτα της σκηνής. Το έχω συνηθίσει, τώρα τελευταία επειδή παίρνω αγάπη από τον κόσμο, είμαι τόσο γεμάτος ώστε δε μπορώ να κοιμηθώ. Θέλω να πάω να τρέξω στον δρόμο. Μια φορά πήγα περπατώντας από τη Γλυφάδα μέχρι το Ψυχικό. 5 ώρες.
Είναι τέτοια η υπερένταση, γιατί άλλο να τραγουδάς για 20 άτομα που πίνουν ένα ποτό και σε κοιτάνε κι άλλο για 1000 ή 5000 άτομα. Η προσοχή που μου δίνει ο κόσμος, με γεμίζει, με κάνει χαρούμενο τόσο που δε γίνεται να γυρίσω στο σκοτεινό μου σπίτι και να κοιμηθώ. Στο παρελθόν ήταν πιο συχνό να νιώθω μια στενοχώρια, ένα άδειασμα, μια θλίψη. Είναι φυσικό κι επόμενο».
«Με φοβίζει που παύουμε να είμαστε νέοι. Είναι κάτι που το σκέφτομαι συνέχεια. Επίσης, δεν διαχειρίζομαι καλά τις απώλειες, τους χωρισμούς ή τους αποχωρισμούς. Δυσκολεύομαι πολύ».
«Το πιο σημαντικό αγαθό για μένα είναι η ηρεμία στην καθημερινότητα μου. Ηρεμία, στο σπίτι, στο μυαλό μου, στην ψυχή μου, στο περιβάλλον μου. Στο υψηλότερο σημείο του βάθρου μου είναι η ηρεμία. Κι η ηρεμία για μένα είναι κάτι αλληλένδετο με την αγάπη. Από τη γυναίκα που θα είναι μαζί μου δηλαδή, θέλω να μου προσφέρει και να της προσφέρω ηρεμία. Μόνο έτσι θα υπάρξει αγάπη».
* Φωτογραφίες: Δημήτρης Περιστέρης/Intime
** Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία τον χώρο Feedel Asador στη Γλυφάδα