Ο Γιώργος Λέντζας και ο Άγγελος Γιακουμίδης είναι δύο παιδιά που καθώς τα κοιτάζω σε φωτογραφίες, νιώθω ότι θα περάσω τις πιο ουσιαστικές στιγμές της ζωής μου μιλώντας μαζί τους για όσα έζησαν με το Football Stories που προβάλλεται στο ΑΝΤ1+.
45 λεπτά αργότερα το συναίσθημα είναι γνώση, η εικασία βεβαιότητα. Η 2η σεζόν του Football Stories που είναι διαθέσιμη στο ΑΝΤ1+ (βρες την εδώ) ένωσε τις πορείες της καθημερινότητας μας για 45 λεπτά μέσω τηλεφώνου και στο τέλος σκεφτόμουν ότι έχω αφήσει έναν ανοιχτό λογαριασμό για να βρεθούμε μια μέρα από κοντά και να τους ρωτήσω όλα όσα δε χώρεσαν σε αυτή τη συνέντευξη.
Για όσους μπορεί να έχετε διαβάσει συνεντεύξεις που κάνω με ανθρώπους, θα έχετε αντιληφθεί τον ενθουσιασμό με τον οποίο προσπαθώ να αποτυπώσω την συναναστροφή μας. Αυτή τη φορά δεν είναι εφικτό κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω αν μπορώ να χωρέσω τον ενθουσιασμό.
Κυρίως δεν ξέρω αν μπορώ να χωρέσω τη συγκίνηση που διατρέχει κάθε μου κύτταρο μέχρι τα δάχτυλα που πληκτρολογούν τις λέξεις, από το τελικό αποτέλεσμα αυτής της συνέντευξης κι από την ανταλλαγή εμπειριών που είχαμε. Αυτοί δηλαδή μου μετέφεραν τις εμπειρίες τους κι εγώ κατάφερα με κάποιον απρογραμμάτιστο τρόπο να τους χτίζω τις γέφυρες για να γίνει αυτή η μεταφορά.
Αν μπορούσα να πω τα υλικά αυτής της συνταγής και να πατήσω το μίξερ, τότε θα έβαζα μέσα ένα σάπιο χοτ ντογκ, μια απώλεια, ένα ηλιοβασίλεμα στο Ελ Σαλβαδόρ, ένα βράδυ στη Φλωρεντία, τον Χάρλεϊ από το Τέξας υπό τον ήχο της Μάρθας Φριντζήλα, τις κραυγές του παρελθόντος στo Estadio Nacional Julio Martínez Prádanos της Χιλής και τον Άντονι Μπουρντέν. Μοιάζει με θεοπάλαβη διαδρομή. Επιβιβαστείτε.
Πώς ξεκινάει το στήσιμο του Football Stories; Τι απαιτείται, με πόσους ανθρώπους επικοινωνήσατε για να το κάνετε;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΕΝΤΖΑΣ: Δεν έχεις ιδέα…Αδιανόητη η επικοινωνία με άπειρους ανθρώπους. Τέτοιες εκπομπές έχουν μια λογική Γουόλ Στριτ. Όσο περισσότερα τηλέφωνα, τόσο περισσότερες οι πιθανότητες. Κι όσο περισσότερες οι πιθανότητες, τόσο περισσότερες οι ιστορίες. Αν έπρεπε να στο δώσω με μέσο όρο, θα σου έλεγα ότι φεύγουν εκατοντάδες επικοινωνίες ανεξαρτήτως πλατφόρμας για κάθε επεισόδιο.
Προσαρμόζουμε κάθε τρόπο επικοινωνίας στο άτομο που κυνηγάμε. Αλλιώς επικοινωνείς με έναν ποδοσφαιριστή world class που ανήκει σε μια ομάδα, έχει πίσω του μάνατζερ κλπ., κι αλλιώς με έναν οπαδό που θα του στείλεις ένα μήνυμα στο Instagram και θα σου ανοίξει μια πόρτα για έναν σύνδεσμο και μετά θα πάει αλυσιδωτά.
Αυτή είναι η δεύτερη σεζόν της εκπομπής, σωστά;
ΑΓΓΕΛΟΣ ΓΙΑΚΟΥΜΙΔΗΣ: Ναι, είναι η δεύτερη και όσο προχωράμε και έχουμε βρει ένα μοτίβο επικοινωνίας, τόσο λίγο πιο εύκολο γίνεται για να φτάσεις κάπου. Έχουν πλέον αρκετοί και μια εικόνα του πώς δουλεύουμε και μπορούν να δουν ένα κομμάτι του υλικού.
Από τα μέρη που έχετε επισκεφθεί σε αυτές τις δύο σεζόν, ποιο μέρος θα λέγατε ότι είναι αυτό που σας άφησε με τις πιο έντονες συναισθηματικά αναμνήσεις;
Γ.Λ: Αυτή είναι μια καλή και ταυτόχρονα δύσκολη ερώτηση γιατί όλη η σεζόν είναι ένα rollercoaster συναισθημάτων. Εγώ θα σου πω ότι στη 2η σεζόν είναι το πρώτο επεισόδιο το πιο προσωπικό μου, βρίσκω εκεί περισσότερο τον εαυτό μου σαν αφήγηση. Πιστεύω ότι αν καταστρεφόταν ο κόσμος και μου έλεγε ένας ψυχασθενής ότι έχει 50 λεπτά χρόνο για να δει ένα επεισόδιο, θα του πρότεινα να δει τη Χιλή.
ΑΓΓ.Γ: Εγώ το σκεφτόμουν πρόσφατα αυτό. Είμαι στην ευχάριστη θέση να έχω συναισθηματικό δέσιμο με διάφορες χώρες, αλλά νομίζω το πιο συναισθηματικό ήταν το Ελ Σαλβαδόρ. Ο λόγος είναι ότι όσο ήμασταν εκεί, πέθανε η γιαγιά μου με την οποία ήμασταν πολύ κοντά.
Η γιαγιά μου, παραδόξως λόγω ηλικίας, ενδιαφερόταν πάρα πολύ να μάθει τι κάνω στη δουλειά και την κρατούσα σχεδόν σε κάθε διαδρομή ενημερωμένη. Μετά από κάθε ταξίδι της έφερνα κι ένα δωράκι. Όταν το έμαθα ότι πέθανε, κάναμε ένα διάλειμμα για να το επεξεργαστώ. Θυμάμαι να κάθομαι για ένα δίωρο κάτω από ένα δέντρο με τον Γιώργο και να μιλάμε.
Αυτό που λες μου φέρνει στο μυαλό μια αναλογία που ίσως να είναι χαζή. Ο αθλητισμός ανά τον κόσμο δεν είναι και μια επαφή με τη συνθήκη της απώλειας; Δηλαδή όπως μου το λες, ότι πέθανε η γιαγιά σου και μετά συνέχισες την πορεία σου, κάπως έτσι μου κάθεται…
Γ.Λ: Εγώ νομίζω ότι η ζωή η ίδια είναι για την απώλεια. Από ένα σημείο της ζωής σου μικρό ηλικιακά, μαθαίνεις να διαχειρίζεσαι την απώλεια. Αυτό που έχει περάσει ο Άγγελος, εγώ το πέρασα στο World Party με τον παππού μου. Πάλευα τότε να γυρίσω πίσω για να προλάβω να πω το τελευταίο αντίο. Οπότε, πέραν του ότι κατάλαβα πως ένιωθε ο Άγγελος, δεν ήταν μια στιγμή πένθους εκείνο το δίωρο. Ήταν περισσότερο μια γιορτή αναμνήσεων.
Στην Ελλάδα έχουμε έντονη την έννοια του πένθους μέσα από τη μαυρίλα. Εκεί όμως, είχε την διαχείριση μιας ευλογίας, μιας συνύπαρξης. Έτσι το βίωσα εγώ τουλάχιστον για λογαριασμό του. Ήταν τρομερό το πώς ο Άγγελος έκανε το snap out και συνέχισε τα γυρίσματα. Γι΄αυτό και αφιερώσαμε όλο το επεισόδιο στη γιαγιά του.
Ο τόπος που ήσασταν εκείνη τη στιγμή έπαιξε τον ρόλο του; Το ρωτάω γιατί στη Λατινική Αμερική ο θάνατος, η απώλεια, αντιμετωπίζεται με εορτασμό, όχι με σκοτάδι. Συνομιλήσατε με τους ντόπιους γι΄αυτή την απώλεια για παράδειγμα;
ΑΓΓ. Γ: Δεν το συνέδεσα ποτέ στο μυαλό μου έτσι. Αυτό που σκεφτόμουν, είναι ότι είχαμε την ευλογία να βρεθούμε σε ένα ταξίδι και ένιωσα πως όφειλα σε όλα τα παιδιά, να τιμήσουμε τη γιαγιά μου κάνοντας όλα όσα είχαμε προγραμματίσει. Θεωρώ ότι το υποδέχτηκα όπως έπρεπε. Παρόλα αυτά, έχεις δίκιο σε αυτό που λες. Στη Λατινική Αμερική ο θάνατος δε σημαίνει το τέλος. Το είδαμε και το δείξαμε στο επεισόδιο της Χιλής που κάνουν τελετουργικά στο γήπεδο όταν έχουν μια απώλεια ενός φιλάθλου.
Από αυτά που είδατε στη Λατινική Αμερική, αυτή η αντίληψη που έχουμε πως εκεί σκοτώνονται για πλάκα οι οπαδοί μεταξύ τους, είναι πραγματική ή μύθος;
Γ. Λ: Γενικά, στη Λατινική Αμερική, λόγω και του παρελθόντος σε πολλές χώρες, η ζωή, όσο κυνικό κι αν ακούγεται, δεν κοστίζει το ίδιο. Είναι πολλοί οι τρόποι με τους οποίους μπορείς να πεθάνεις. Αυτό ερμηνεύεται κοινωνικά στο γήπεδο, γιατί είναι ο καθρέφτης της κάθε χώρας. Υπάρχει ένα σαν ρητό ότι αν θες να δεις μια χώρα, δύο πράγματα πρέπει να κάνεις: να πας στα McDonalds και στο γήπεδο. Αυτά είναι, αν θες, τα δύο παγκόσμια νομίσματα.
Αυτό που αντιλαμβάνομαι για τη Λατινική Αμερική είναι πως μια σπίθα ανάβει μια τεράστια πυρκαγιά δίχως σταματημό. Κι αυτό είναι κάτι που ο εξορθολογισμός της Ευρώπης το έχει αποβάλλει. Στη Λατινική Αμερική μπορεί να γίνει ως και εμφύλιος μετά από ένα ματς. Εμείς δε νιώσαμε ότι κινδυνεύσαμε. Οι περισσότεροι ήταν φιλικοί, ευγενικοί, μας υποδέχτηκαν. Είχα την αίσθηση πως η κατάσταση μυρίζει μπαρούτι, αλλά δεν γίναμε μέρος κάποιας ανεξέλεγκτης συνθήκης.
ΑΓΓ. Γ: Από τη δική μου σκοπιά, αυτό που μπορώ να σου πω είναι ότι το ποδόσφαιρο είναι τόσο σημαντικό για τη ζωή τους και δε μπορούν να το διαχωρίσουν. Στην Ελλάδα το ποδόσφαιρο έχει μια περίεργη ταμπέλα γύρω από τα κοινωνικά στρώματα. Εκεί, στη Λατινική Αμερική, ό,τι προβλήματα έχουν, προσπαθούν να τα λύσουν.
Γ.Λ: Εκεί το ποδόσφαιρο συμβαδίζει με τη ζωή, θα δεις κόσμο από πολλά διαφορετικά backgrounds, δεν υπάρχει ο ελιτισμός που υπάρχει στην Ευρώπη. Παρόλα αυτά, ο τρόπος που αισθάνονται την ομάδα τους, είναι κατά βάση το κοινωνικό πλαίσιο όπου ανήκουν.
Μέσα από την ομάδα έχουν την αίσθηση του ανήκειν που δε μπορούν να έχουν αλλού γιατί σε όλες τις χώρες έχουν περάσει πολιτική αστάθεια και κοινωνικές ανισότητες που μοιάζουν ανυπέρβλητες. Οπότε το γήπεδο είναι το καταφύγιο των ανθρώπων που έχουν συνηθίσει όλη τους τη ζωή να χάνουν απ΄το σύστημα κι απλώς περιμένουν να πάρουν το αίμα τους πίσω μια Κυριακή, μέσα από την ομάδα. Είναι βαθιά κοινωνικό ζήτημα.
Στην Ελλάδα δεν το βλέπουμε αυτό. Κι είναι κι ένας λόγος που δεν έχουμε κανένα επεισόδιο για ντέρμπι στην Ελλάδα. Πρώτον, δε θέλουμε να μπλέξουμε, γιατί ξέρουμε καλά ότι ως χώρα δεν έχουμε χιούμορ για τις ομάδες μας.
Κυρίως όμως γιατί στην Ελλάδα οι ομάδες δεν εκπροσωπούν κάτι. Επιχειρηματίες έχουν από πίσω. Δεν υπάρχει καμία κοινωνική διαφορά. Δεν είναι τυχαίο ότι το ποδόσφαιρο χρησιμοποιήθηκε διαχρονικά από δικτάτορες για να ανεβάσουν τη δημοφιλία τους.
Στην Ελλάδα είμαι σίγουρος ότι αν κάποιος για παράδειγμα είναι ενάντια στον Μητσοτάκη για παράδειγμα γιατί θεωρεί πως η πολιτική του τον πλήττει, αν ο Μητσοτάκης αγοράσει την αγαπημένη του ομάδα, θα βρεθεί να τον στηρίζει και να τον επευφημεί.
Στη Λατινική Αμερική είναι κι ότι πολλά γήπεδα ποδοσφαίρου έχουν γίνει τόποι μαρτυρίου. Δηλαδή στη Χιλή που αναφέρατε, σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου συγκέντρωσε ο Πινοσέτ τους αντιφρονούντες και άρχισε να σκοτώνει αβέρτα κόσμο…
Γ.Λ: Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις. Πρέπει να δεις την εκπομπή γιατί πήγαμε σε αυτό το γήπεδο, καλύψαμε αυτή την ιστορία. Στη Λατινική Αμερική όσο παίζεται η μπάλα στο χορτάρι, ακούγονται κραυγές βασανιστηρίων από τα αποδυτήρια.
Αυτή είναι και η ανάγκη μας για το Football Stories. Να πούμε ιστορίες εκτός ποδοσφαίρου που θέλαμε να ειπωθούν. Η εκπομπή δεν προσφέρει ποδοσφαιρική γνώση. Επιχειρεί με όχημα το ποδόσφαιρο να αποτυπώσει την κοινωνία.
ΑΓΓ.Γ: Οι πιο μεγάλοι φαν της εκπομπής να ξέρεις, είναι η μαμά μου, η θεία μου κι η νονά μου. Όλες μαζί 200 χρονών. Άρα, καμία σχέση με το ποδόσφαιρο.
Με βάση αυτό, εγώ θα το τολμήσω να σας αποκαλέσω Μπουρντέν του ποδοσφαίρου. Όπως αυτός έμεινε στη μνήμη ως σεφ, αλλά απλώς με όχημα τις γεύσεις, αποτύπωνε τις κοινωνίες, έτσι κάνετε κι εσείς με το ποδόσφαιρο.
Γ.Λ: Αυτή είναι και η οπτική μας. Αρχικά, είναι το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που μας έχουν κάνει από αρχής καριέρας. Έτσι το προσεγγίζουμε. Δε θα πάμε να δούμε μπάλα σε ένα γήπεδο, αλλά να ρωτήσουμε τους ανθρώπους πως είναι η ζωή τους. Γι΄αυτό και κάποια επεισόδια είναι δύσπεπτα για ψυχαγωγική εκπομπή. Όπως η Παλαιστίνη. Ή η Τουρκία.
Μια παρένθεση εδώ, το έχω ξαναπεί, τη φιλοξενία που έχουμε ζήσει από τους Τούρκους, δεν την έχουμε ζήσει πουθενά. Φάγαμε κράξιμο γι΄αυτό το επεισόδιο. Και μερικές απειλές στα social, αλλά αυτό το έχουμε ξεπεράσει.
Το επεισόδιο της Τουρκίας χάλασε το αφήγημα της πόλωσης. Και μιλάω εκατέρωθεν. Όταν σε μαθαίνουν να μην κοιτάς τα κατακάθια της ζωής σου, αλλά να ψάχνεις για εχθρό, η Τουρκία προσφέρεται γι΄αυτό. Όπως κι η Ελλάδα για τους Τούρκους. Εμείς εκεί βιώσαμε την πιο μεγάλη φιλοξενία στο πλαίσιο του Football Stories.
Μιας και ανέφερες την Παλαιστίνη…Όταν βρίσκεσαι σε μέρη όπου τα εδάφη ακόμα αναστενάζουν από βόμβες κτλ., πώς αλλάζει η θεώρηση σου γύρω από την έννοια της Ζωής;
Γ.Λ: Η αλήθεια είναι πως η εκπομπή στη 2η σεζόν είναι λίγο suicidal note. Οι διαδρομές που ακολουθήσαμε ήταν επικίνδυνες. Μιλώντας από την πλευρά μου, ήταν ένα γοητευτικό ρίσκο. Όταν ταξιδεύεις πολύ, πάντα ψάχνεις ένα επόμενο βήμα και θες να πεις τις ιστορίες στα πιο δύσκολα μέρη.
Εγώ μέσα από το Football Stories κάλυψα αυτή την ανάγκη, γιατί επαναπροσδιόρισα την θέση μου απέναντι στο ίδιο το ταξίδι και τον κόσμο. Όταν έχεις γυρίσει τον κόσμο μία φορά, γιατί να μην τον γυρίσεις και δεύτερη, προσπαθώντας να καταλάβεις για ποιον λόγο είναι έτσι και αυτό να μεταφέρεις; Οπότε, είναι σαν ένας ζωντανός οργανισμός.
Θα σου έλεγα ότι ο 6ος άνθρωπος που ταξιδεύει μαζί μας, έχει τη μορφή ενός συνεχόμενου ρίσκου, όπου ξέρεις ότι κάποιες φορές πρέπει να εκτονωθεί, κάποιες φορές πρέπει να το προβλέψεις, αλλά πάντοτε βρίσκεται εκεί. Κι αυτό σου δίνει ένα ερέθισμα να πεις με τον καλύτερο τρόπο που μπορείς, μια ιστορία.
Να σου πω ένα παράδειγμα. Είχαμε αποφασίσει να κάνουμε μια ιστορία για την Ουκρανία και είχαμε αποφασίσει να κάνουμε μια θεματική για τις Active War Zones, τις ενεργές ζώνες πολέμου όπου παίζεται ποδόσφαιρο. Κι είχαμε κλείσει τα πάντα, είχαμε πει θα πάμε στην Ουκρανία στις 15 Οκτωβρίου που πέρασε, για να καλύψουμε το Ντιναμό-Σαχτάρ. Μας πρόλαβε όμως ο πόλεμος.
Εκεί είναι το σημείο που, ανεξάρτητα από την ιστορία που θες να πεις, αν δεν είσαι καιροσκόπος, πρέπει να ξέρεις πότε θα κάνεις το πίσω βήμα. Εμείς δεν είχαμε την ανάγκη να υπάρξουμε σε αυτό το περιβάλλον. Θέλαμε απλά να απαντήσουμε σε ερωτήματα που είχαμε κι ενδεχομένως να είχε κι ένας θεατής της εκπομπής.
ΑΓΓ. Γ: Ξεκινώντας από την αρχή, νομίζω ότι πρέπει να έχεις μια αναζήτηση εσωτερική για να κάνεις κάτι τέτοιο, να προσπαθείς να διαβάσεις δηλαδή τον κόσμο έξω από τον στενό σου κύκλο. Οι πιο πολλοί άνθρωποι λόγω καταστάσεων και εποχών, δεν έχουν την πολυτέλεια αυτής της ανησυχίας. Δεν ενδιαφέρονται όλοι για παράδειγμα για την κλιματική αλλαγή, γιατί έχουν πιο άμεσα πράγματα να ασχοληθούν. Τη ζωή σου την ορίζεις με βάση τις ανάγκες σου.
Εγώ από προσωπική σκοπιά, είχα μια ανάγκη να δω πως ζει ο κόσμος σε άλλες χώρες γύρω από το ποδόσφαιρο και αισθάνθηκα πολύ τυχερός που το κατάφερα. Κάπως έτσι διαμορφώνεται η φιλοσοφία μου.
Ειναι μια ιδιοτελής ανάγκη, όχι ανιδιοτελής. Θέλω να δω πως είναι οι άνθρωποι στην καθημερινότητα τους, με βοηθάει επίσης να καταλάβω ότι η δική μου καθημερινότητα είναι μοναδική και δεν ισοφαρίζει την καθημερινότητα καθενός, γιατί ο καθένας κουβαλάει το δικό του βάρος. Όσον αφορά στον κίνδυνο που λες, ό,τι και να κάνεις στη ζωή σου, έχει έναν κίνδυνο.
Στην περίπτωση της Ουκρανίας, είχαμε με τον Γιώργο την ίδια αφετηρία και προσπαθήσαμε με ένα υπολογισμένο ρίσκο. Είπαμε μέσα μας ότι αυτό το πράγμα είναι μεγαλύτερο από εμάς και οφείλουμε να το κάνουμε. Δε μπορείς να τα έχεις όλα όμως υπό τον έλεγχο σου. Από κει και πέρα, η ζωή είναι ένα υπολογισμένο ή μη υπολογίσιμο ρίσκο. Κι αυτό που μετράει είναι το πώς θα παίξεις τα χαρτιά σου…
Κρατάτε ημερολόγιο στα ταξίδια σας;
Γ.Λ: Δομικά η εκπομπή είναι ένα ημερολόγιο, αλλά και οι δύο εκφραζόμαστε με το γράψιμο και γράφουμε αρκετά στα ταξίδια.
Αν κάποιος λοιπόν είχε πρόσβαση στο ημερολόγιο σας, ποιες 2-3 ιστορίες θα του δείχνατε από τα ταξίδια της 2ης σεζόν Football Stories;
Γ.Λ: Νομίζω ότι αυτό που θα σου απαντήσω δεν έχει να κάνει απαραίτητα με τη δυναμική της ιστορίας από μόνη της, αλλά από το πώς τοποθετείς εσύ τον εαυτό σου μέσα της. Γι΄αυτό θα σου έλεγα την ιστορία του Χάρλεϊ στο Τέξας (2ο επεισόδιο 2ης σεζόν), που είναι ο πιο avant guard τύπος που έχω γνωρίσει, ένα συγκλονιστικό άτομο.
Θα έλεγα επίσης, σε επίπεδο ενέργειας – υπάρχουν πολλές στιγμές που ένιωσα ότι δε μπορώ να κάνω γύρισμα και στενοχωρήθηκα ότι μπορεί να μην είμαι ακόμα στο endgame της ιδιότητας μου ως παρουσιαστής, αλλά ένιωσα ότι κρατάω ακόμα την ανθρώπινη μου ιδιότητα – ήταν όταν βρεθήκαμε στο Ουβάλντε, στο Τέξας, εκεί όπου έγινε το φονικό στο σχολείο πριν κάποιους μήνες. Ήταν πολύ δύσκολα ενεργειακά.
Και το τρίτο που θα σου έλεγα, επειδή όλα τα ταξίδια γίνονται πολύ γρήγορα, είναι το ταξίδι στη Σεβίλλη που είμαστε τώρα, γιατί καμιά φορά προσπαθώ να κρατήσω την εικόνα των παιδιών που ταξιδεύουμε μαζί, σκεπτόμενος ότι αυτή μπορεί να είναι η τελευταία σεζόν του Football Stories. Οπότε στο τέλος της διαδρομής, η 3η ιστορία είναι αυτή που ζούμε τώρα, όπου μέσα από κει μοιράζομαι το συναίσθημα πως καταφέραμε να το ζήσουμε παρέα.
ΑΓΓ. Γ: Κάθε φορά που ακούω αυτή την ερώτηση, να πω μια συγκεκριμένη ιστορία, ανακαλύπτω ότι όλα έχουν γίνει τόσο γρήγορα, που κάθε φορά βρίσκω και κάτι καινούργιο. Η πιο ασφαλής απάντηση που μπορώ να δώσω, είναι πως ένα βίωμα μπορείς να το αποδώσεις στο μέγιστο μόνο αναδρομικά. Να κάτσεις δηλαδή μετά από καιρό, να δεις πώς το βίωσες τότε και πώς στο τώρα, μπορείς να το αξιολογήσεις καλύτερα.
Οπότε εγώ θα σου πω ότι περιμένω να φύγει αυτό το πρώτο κύμα, να κάτσω τον Δεκέμβριο με την ησυχία μου να σκεφτώ τι συνέβη και πώς ένιωσα. Όσο απαντούσε ο Γιώργος, σκεφτόμουν ότι μια πάρα πολύ απλή ιστορία, που μπορεί για άλλον να μην έχει αξία, είναι ένα βράδυ στη Φλωρεντία.
Βγήκα να περπατήσω το βράδυ στη γειτονιά, στην πόλη, πήρα ένα ποτό στο χέρι και είχε μια ησυχία. Εκεί μπόρεσα για ένα λεπτό να καθίσω και να δω την πόλη, τα αξιοθέατα. Αυτή η στιγμή είναι τόσο τρυφερή για μένα, που θα δώσω όλον τον χρόνο του κόσμου για να την αξιολογήσω. Οπότε δε μπορώ να σου απαντήσω αυτή τη στιγμή.
Αυτό που λες μου φέρνει μια εμβόλιμη ερώτηση. Σκέφτομαι ότι κάθε τόπος έχει εκτός από αξιοθέατα και κτήρια και κάτι άλλο. Έχει ζωντανές ακόμα τις φωνές του παρελθόντος, των ανθρώπων που τους έζησαν, που τους περπάτησαν.
Θυμάμαι κι ένα τραγούδι της Κωνσταντίνας που λέει «Όλοι οι καιροί σκύβουν πάνω από τον Παρθενώνα μες στους αιώνες τα μάρμαρα ακόμα σκοπούς τραγουδούν» που μου εντείνει αυτή τη σκέψη.
Η ερώτηση μου λοιπόν είναι αν παίρνετε καθόλου χρόνο στα ταξίδια σας να αφουγκρατείστε με αυτή την οπτική τους τόπους, να δείτε τι έχει να σας πει η αύρα τους, η ενέργεια τους, το παρελθόν τους.
Γ.Λ: Αυτό θα μπορούσε να είναι και μια αυτοαναφορική σκηνή από τα Φτηνά Τσιγάρα, εκεί που ο Ρένος Χαραλαμπίδης ακούει τα ραδιόφωνα του κόσμου. Ενδιαφέρουσα οπτική. Χμ…Με πιάνεις πολύ εξ απήνης. Θέλω να το απαντήσει ο Άγγελος πρώτα, να δω τι θα πει. Καθώς η εκπομπή δεν είναι αμιγώς ταξιδιωτική, θα βρεις μια δεύτερη ανάγνωση σε κάθε μέρος που πηγαίνουμε.
Μπορεί να μην ξέρω να σε περιηγήσω στα βασικά αξιοθέατα ή τις πλατείες, αλλά έχουμε χωθεί σε αδιέξοδα στενά και σε τρύπες, που εκείνη τη στιγμή, αν προσπαθήσεις να αντιληφθείς ότι είσαι ένας ράντομ Έλληνας, είσαι σε μια ράντομ γειτονιά, σε ένα υπόγειο, σε πιάνει πανικός. Αυτή όμως είναι η φύση της εκπομπής.
Αυτό που λες, στην πρώτη σεζόν δεν το έκανα, γιατί είχα το άγχος του performance της εκπομπής, άγχος για το πώς θα φτάσει το μήνυμα μας στον κόσμο. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι το industry δε μας καταλαβαίνει, γιατί το feedback που παίρνει η εκπομπή εκτός τηλεόρασης, είναι εξωπραγματικά μεγάλο σε σχέση με την ορατότητα που έχουμε εντός τηλεόρασης. Μιντιακά δεν υπάρχει.
Οπότε πρώτη σεζόν ήμουν τόσο απορροφημένος να αποδείξω ότι υπάρχει χώρος για το Football Stories στην τηλεόραση που δεν το απόλαυσα καθόλου. Στη δεύτερη φρόντισα να βρίσκω χρόνο, να κάνω ένα βήμα πίσω και να προσπαθήσω να ακούσω την πόλη. Αυτό το πετυχαίνω με δύο τρόπους. Ένα, με μια νυχτερινή γύρα στην πόλη, όταν δε μπορεί να σου κρύψει κάτι και βλέπεις όλη την αλήθεια της.
Ο δεύτερος τρόπος είναι το τρέξιμο. Σε κάθε πόλη που πηγαίνουμε, βγαίνω και τρέχω, είτε νωρίς το πρωί είτε αργά το βράδυ. Εκεί βλέπω την πόλη με ένα άλλο πρίσμα, τρέχω αρκετά χιλιόμετρα. Νομίζω εκεί είναι η στιγμή που παίρνω πράγματα από την πόλη.
Κάποιες φορές μπορεί να είναι και κάτι εντελώς ξέμπαρκο. Μπορεί ξαφνικά να βρούμε ένα μαγαζάκι που έχει ένα φαγητό που δεν καταλαβαίνεις τι είναι και δεν έχει τουρίστες, ή πίνουν κάτι που δεν έχεις ξαναδεί να πίνουν – αυτό ακούστηκε κάπως, μιλάω για αλκοόλ (γέλια) – και είσαι σε μια φάση που αποφασίζεις να το ζήσεις, να ανταλλάξεις μια ώρα ύπνου και να αρπάξεις αυτή την ευκαιρία όσο καλή ή κακή κι αν είναι.
ΑΓΓ. Γ: Για να σου απαντήσω κι εγώ, θα σου πω ότι η 2η σεζόν σίγουρα άλλαξε συμπεριφορικά μέσα μας, γιατί προσπαθούμε πρωτίστως να κάνουμε κάτι καλό για εμάς. Χρειάζεται η εκπομπή το βιωματικό στοιχείο. Στα ταξίδια παρατήρησα ότι σχεδόν σε όλες τις πόλεις λέγαμε μεταξύ μας, όσο κουρασμένοι κι αν ήμασταν, να πάμε για μια μπύρα. Κι η μια μπύρα γινόταν 3-4.
Δε μας απασχολούσε όμως που χάναμε ώρες ύπνου. Λέγαμε ότι οφείλουμε στους εαυτούς μας να το ζήσουμε, να βγούμε έξω να πιούμε μια μπύρα, να δούμε πώς ζουν οι άνθρωποι. Ένα δεύτερο turning point, είναι νομίζω στο Ντάλας που έπρεπε να αλλάξουμε αυτοκίνητα, να αφήσουμε αυτά που είχαμε, γιατί με αυτά δε μας άφηναν να πάμε στην επόμενη πόλη.
Έγινε εκεί ένα στράβωμα μετά από ταξίδι 3 ημερών στο Route 66 και το αυτοκίνητο που μας περίμενε, δεν ήταν διαθέσιμο. Κι έπρεπε να περιμένουμε ένα βράδυ σε μια πόλη που δεν είχαμε προγραμματίσει. Αυτό μας χάλασε τα logistics, έπεσε κούραση, στράβωμα, ήταν μια αναποδιά.
Αντί όμως να μας βγει σε στρες, με τον Γιώργο πήραμε το αμάξι που είχαμε από το μοτέλ που μέναμε για να πάμε να βρούμε ένα βενζινάδικο για να το φουλάρουμε γιατί έπρεπε να το επιστρέψουμε γεμάτο. Σταματάμε σε ένα περίεργο βενζινάδικο σε μια διασταύρωση, μπαίνουμε στο βενζινάδικο και παίρνουμε ένα πολύ περίεργο χοτ ντογκ που ήταν σαν ταρριχευμένο…
Γ.Λ: Στο παγκόσμιο index αυτό το χοτ ντογκ θα ήταν στην κορυφή για τα πράγματα που δείχνουν ότι δε σε αφορά πια η ζωή σου…
Ναι, ίσως είναι το πιο αυτοκτονικό που κάνατε στη 2η σεζόν όπως το ακούω (γέλια)
Γ.Λ: Ακριβώς. Αν είσαι οκ να φας αυτό, τότε πραγματικά δε σε νοιάζει η ζωή σου.
ΑΓΓ.Γ: Οπότε, έτσι χωρίς να μιλάμε, καθόμασταν στο πορτ μπαγκάζ πίσω, τρώγαμε αυτό το σάπιο χοτ ντογκ και κάτι ζελεδάκια κι απλά γελούσαμε. Με αυτόν τον τρόπο καταφέραμε να αιχμαλωτίσουμε την αύρα του Ντάλας, μέσα από ένα σάπιο χοτ ντογκ.
Μετά από όλα αυτά, έχω μια τελευταία ερώτηση. Σε ποιον τόπο θα λέγατε ότι τα πόδια σας ηλεκτρίστηκαν λίγο παραπάνω, ότι νιώσατε σαν να έχετε ξαναϋπάρξει εκεί σε μια προηγούμενη ζωή, σαν να ανήκετε;
Γ.Λ: Έχω μεγάλη περιέργεια να δω τι θα απαντήσει το αμπελοκηπιώτικο κεφάλι του Άγγελου.
ΑΓΓ. Γ: Θα γίνω λίγο γραφικός, αλλά το θυμάμαι σαν χθες. Θα πω πάλι το Ελ Σαλβαδόρ. Έχει τελειώσει το γύρισμα, έχει τελειώσει το γήπεδο κι έχουμε πάει σε ένα ψαροχώρι που κοιτάζουν στον Ατλαντικό, είναι ηλιοβασίλεμα και έχουν μαζευτεί άνθρωποι να παίξουν beach soccer.
Σε εκείνο το σημείο κάποτε μια ομάδα έφτασε από το πουθενά να πάει στα ημιτελικά του παγκοσμίου κυπέλλου beach soccer και ο Πρόεδρος της χώρας τους αντάμειψε φτιάχνοντας ένα γήπεδο εκεί. Οπότε μαζεύονται πολλοί τα απογεύματα και παίζουν.
Είπαμε τότε να κάνουμε μια βουτιά στην παραλία και να φάμε όλοι μαζί. Έχει πεθάνει η γιαγιά μου που λες, και εγώ με το που βλέπω τον ήλιο να δύει κατά μήκος της ακτογραμμής, καθώς πατάω στην άμμο και με βρέχει το κύμα, που είναι τόσο ζεστό, δεν το περίμενα να είναι τόσο ζεστό, σκέφτομαι ότι αυτή τη στιγμή βλέπω τον πρώτο ήλιο που δύει μετά την απώλεια της και νιώθω την αγάπη της. Πάντοτε με αγάπη με μεγάλωνε.
Και μέσα μου μετέφρασα τη ζεστασιά της θάλασσας ως τη ζεστασιά της γιαγιάς μου. Κι αφήνομαι στο κύμα και νιώθω κάτι πολύ υπερβατικό εκείνη τη στιγμή. Δε μπορώ να στο περιγράψω.
Δε χρειάζεται, όποιος το αντιλήφθηκε με όσα είπες, το αντιλήφθηκε. Ας μην το χαλάσουμε με τις λέξεις.
Γ.Λ: Η μόνη μου ένσταση σε αυτό, είναι το «αγκαλιάζει το κύμα», γιατί μιλάμε για Ειρηνικό που σε καταπίνουν τα κύματα. Σε αυτή την ωραία εικόνα που έπλασε ο Άγγελος, θέλω να μεταφράσεις τη γαλήνια στιγμή του μπάνιου, ως μια κρίση πανικού μες στο νερό (γέλια).
Σειρά σου Γιώργο τώρα…
Γ.Λ: Εγώ έχω μια σχέση λατρείας και μίσους με τις ΗΠΑ. Όλα μου τα βιώματα, λογοτεχνικά, μουσικά, κινηματογραφικά, είναι όλα για κάποιο λόγο αμερικάνικα. Οπότε κάθε φορά που είμαι στην Αμερική, είμαι η πιο απελευθερωμένη εκδοχή του εαυτού μου αφηγηματικά. Το έχει αυτό η Αμερική. Μπορείς να είσαι όπως θες.
Κάθε φορά που πάω εκεί, έχω το συναίσθημα πως γράφω μια νουβέλα με πρωταγωνιστή εμένα. Κι αυτό νομίζω το μεταφέραμε στα σχετικά επεισόδια του Football Stories και κινηματογραφικά και αφηγηματικά, άρα αυτό θα ξεχώριζα. Ενδεχομένως να σου έβαζα λίγο πιο ψηλά το Βερολίνο. Είναι το πιο εύκολο μέρος που μπορώ να φανταστώ ότι θα προσγειωθείς σήμερα και αύριο δε θα νιώθεις ξένος. Είναι πολύ λίγα αυτά τα μέρη στον κόσμο.
* Βρες το Football Stories στο ΑΝΤ1+.