«Μα ποιος είσαι; Ο γιος του Τζίμι Λόντου;» έλεγαν οι παλαιότεροι όταν εντυπωσιάζονταν από την δύναμη κάποιου. Και αυτή η σύγκριση ήταν απολύτως ενδεικτική της έκτασης του μύθου που είχε δημιουργήσει ο Έλληνας παλαιστής ο οποίος ακόμη μνημονεύεται για τα κατορθώματά του στο κατς στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού.
Ο Λόντος ήρθε σε αυτόν τον κόσμο ως Χρήστος Θεοφίλου στο Κουτσοπόδι του Άργους στις 2 Ιανουαρίου 1896. Ως το μικρότερο σε ηλικία από τα 13 παιδιά της οικογένειας του Θεόφιλου και της Μαρίας δεν άργησε από πολύ μικρός να μπει στην βιοπάλη προκειμένου να βοηθήσει τους δικούς του στη μάχη της επιβίωσης εκείνα τα δύσκολα χρόνια.
Ξεκίνησε ως ένας ταπεινός βοσκός στα χωράφια της Αργολίδας αλλά πολύ σύντομα αντιλήφθηκε ότι το μέλλον του βρισκόταν μακριά από την Ελλάδα. Έτσι, όπως αμέτρητοι άλλοι εκείνη την εποχή, πήρε την δύσκολη απόφαση να αφήσει πίσω του την πατρίδα σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής στην «Γη της Επαγγελίας», δηλαδή τις πολλά υποσχόμενες Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Εκεί έκανε σχεδόν οποιαδήποτε δουλειά μπορούσε να βρει, εκμεταλλευόμενος την φυσική ρώμη του. Εργάστηκε σε οικοδόμος και ως αχθοφόρος ενώ το παρουσιαστικό του τον βοήθησε να κάνει για ένα διάστημα το γυμνό μοντέλο ζωγραφικής. Τα χρήματα, όμως, ποτέ δεν ήταν αρκετά, με αποτέλεσμα να αναζητήσει άλλον τρόπο βιοπορισμού. Η ιδέα για κάτι πιο δυναμικό του ήρθε όταν είχε την πρώτη του επαφή με επαγγελματίες κατσέρ. Τότε θυμήθηκε το… dna και το παρελθόν του και συγκεκριμένα τον πατέρα του ο οποίος είχε ασχοληθεί ερασιτεχνικά με την πάλη. Άρχισε, λοιπόν, να γυμνάζεται και τελικά έκανε το επόμενο βήμα βρίσκοντας δουλειά ως περιπλανώμενος παλαιστής σε τσίρκο.
Ήταν μόλις 16 ετών όταν το 1912 όταν έδωσε τον πρώτο αγώνα τους ως «The Wrestling Plasterer Christopher Theophelus». Πολύ σύντομα φάνηκε πως ο όχι ιδιαίτερα ψηλός, αλλά τρομερά δυνατός και γεροδεμένος ήταν φτιαγμένος για την πάλη. Έτσι γρήγορα άλλαξε το όνομά του στο πολύ πιο εύηχο Τζιμ Λόντος, με τους φανατικούς του αθλήματος στην Αμερική να τον χαρακτηρίζουν «ελληνική παλαιστική ανεμοθύελλα και τυφώνα»!
Από εκείνο το σημείο και μετά ο δρόμος προς την δόξα και την απόλυτη καταξίωση περνούσε κυριολεκτικά από τα χέρια του. Έδινε τον έναν αγώνα μετά τον άλλον, κατατροπώνοντας σειρά αντιπάλων, με τους περισσότερους εξ αυτών να πέφτουν θύμα της εντυπωσιακής τεχνικής του με το λεγόμενο «αεροπλανικό κόλπο». Η φήμη του πέρασε γρήγορα τον Ατλαντικό και ταξίδεψε σε κάθε γωνιά του πλανήτη, παλεύοντας στην Ευρώπη, την Αυστραλία, ακόμη και την Αίγυπτο, κάνοντας Έλληνες μετανάστες -και όχι μόνο- να παραληρούν στις 32 –συνολικά- χώρες που φιλοξένησαν δικούς του αγώνες.
Ο αριθμός των φορών που μπήκε στο ρινγκ δεν συγκρίνεται με τα σημερινά δεδομένα. Υπολογίζεται ότι βρέθηκε εκεί πάνω σε πάνω από 2.500 περιπτώσεις (!), μετρώντας ελάχιστες ήττες. Έχοντας το προσωνύμιο «Ο χρυσός Έλληνας» αντιμετώπισε πληθώρα αντιπάλων, με τις κόντρες του με τον «Στραγγαλιστή Λιούις», τον Σικάτ και τον Στέκερ Μπράουνιγκ να αποκτούν θρυλικές διαστάσεις, την ώρα που κατόρθωνε το 1938 να κατακτήσει μετά από αναρίθμητους άλλους τίτλους και αυτόν του Παγκόσμιο Πρωταθλητή Βαρέων Βαρών, τον οποίο υπερασπίστηκε με επιτυχία μέχρι το 1946!
Φυσικά δεν ξέχασε ποτέ την πατρίδα του και βρέθηκε αρκετές φορές στην Ελλάδα για να δώσει αγώνες. Συχνά συνδύαζε την παρουσία του με κάποιον φιλανθρωπικό σκοπό καθώς απαντούσε θετικά στις προσκλήσεις. Κάθε του βήμα στα πάτρια εδάφη προκαλούσε αμόκ, με τον κόσμο να τον αποθεώνει ακόμη και στις προπονήσεις και τις εφημερίδες να τον παρουσιάζουν ως νέο Ηρακλή. Το 1928 αντιμετώπισε και νίκησε στο κατάμεστο Παναθηναϊκό Στάδιο τον Πολωνοαμερικανό Καρλ Ζμπίσκο, σε έναν αγώνα που αναβλήθηκε δύο φορές καθώς αρχικά ο Λόντος προσβλήθηκε από δάγκειο πυρετό και στη συνέχεια λόγω κακοκαιρίας. Τελικά πραγματοποιήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου με διαιτητή μάλιστα τον παλιό Ολυμπιονίκη Δημήτρη Τόφαλο, ο οποίος υπήρξε και προπονητής του. Πέντε χρόνια αργότερα θα βρεθεί και πάλι στην Αθήνα όπου θα καταγράψει ακόμη μία εντυπωσιακή νίκη κόντρα στον Ρώσο Κόλα Κβαράνι.
Τα κατορθώματα του Λόντου έφτασαν στο σημείο να γίνουν ακόμη και τραγούδι από τον ρεμπέτη Μάρκο Βαμβακάρη ο οποίος περιέγραψε με γλαφυρό τρόπο εκείνη την νίκη απέναντι στον γίγαντα από την Ανατολική Ευρώπη:
«Πάρ’ την αιμοβορία σου, και τράβα στην πατρίδα σου, αγαπητέ Κοριάνι,
που σ’ έστειλε ο Λόντος μας σε μακρινό σεργιάνι.
Ήρθες απ’ την πατρίδα σου το ζόρικο να κάνεις,
κι ο κόσμος αν δε σε γλύτωνε, κόντεψες να πεθάνεις.
Να είσουνα μονάχα εσύ, κομμάτια πια να γίνει,
μα πόσοι ευρεθήκανε την πάθανε κ’ εκείνοι.
Έτσι λοιπόν ο Λόντος μας, βρέθηκε παλληκάρι,
κι όλος ο κόσμος τον αγαπά , του Άργους το καμάρι»!
Πλέον από την δεκαετία του ’50 και μετά ήταν μια αξιοσέβαστη μορφή που ξεπερνούσε τα αθλητικά όρια. Επισκεπτόταν τακτικά την Ελλάδα, ενώ πίσω στην Αμερική ανέλαβε την περίθαλψη και προστασία ορφανών Ελληνόπουλων, θυμάτων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ για την δράση του τιμήθηκε τόσο από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον όσο και από τον τότε βασιλέα Παύλο. Ο Λόντος παντρεύτηκε λίγο πριν εγκαταλείψει τα ρινγκ Άρβα Ροκγουάιτ και απέκτησε τρεις κόρες: την Νταϊάνα, τη Δήμητρα και τη Χριστίνα. Πέρασε την υπόλοιπη ζωή του στην Καλιφόρνια μέχρι τον θάνατό του από καρδιακή προσβολή το 1975.