Το ημερολόγιο έγραφε 22 Ιουνίου 1996 όταν ο ελληνικός αθλητισμός έπεφτε σε βαθύτατο πένθος στο άκουσμα της είδησης ότι είχε φύγει από την ζωή ο Νώντας Σαμαρτζίδης. Ο άνθρωπος που για χρόνια με την παρουσία του στις πισίνες σου έδινε την εντύπωση ότι είχε γεννηθεί μέσα στο νερό, τελικά άφησε την τελευταία του πνοή στη θάλασσα, λες και η ίδια η μοίρα ήταν εκείνη που επέλεξε το τέλος.
Εκείνη την ημέρα ο τότε πολίστας του Εθνικού μαζί με την σύζυγό του, Ντίνα Μαυρίδου (επίσης αθλήτρια της υδατοσφαίρισης στον ίδιο σύλλογο) κι ένα φιλικό ζευγάρι βρίσκονταν στην Επίδαυρο. Σε εκείνα τα νερά επέλεξαν να βούτηξαν οι άντρες της παρέας για υποβρύχιο ψάρεμα, ένα χόμπι, μια ασχολία που πάντα γέμιζε τον επί σειρά ετών διεθνή παίκτη, ο οποίος όμως είχε περίπου ένα χρόνο να κληθεί στην Εθνική για ένα λόγο που μαρτυρά τον χαρακτήρα του.
Ήταν το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1995 στη Βιέννη, με την γαλανόλευκη να είναι παρούσα σε ακόμη μία μεγάλη διοργάνωση. Ο συμπαίκτης του και πολύ καλός του φίλος, Καλακώνας ήταν τραυματίας. Ο Σαμαρτζίδης ζήτησε άδεια να αφήσει το ξενοδοχείο προκειμένου να τον επισκεφτεί στο νοσοκομείο. Ο τότε αρχηγός της αποστολής, Δημήτρης Σαρακατσάνης, αρνήθηκε. Άγνωστο γιατί. Ακόμη κι έτσι, ο Νώντας (άνθρωπος παρορμητικός, συναισθηματικός κι απρόβλεπτος) δεν συμβιβάστηκε με την αδικία κι έκανε αυτό που πρόσταζε η ηθική και οι αξίες του. Στάθηκε στο πλευρό του κολλητού του, με αποτέλεσμα να τεθεί εκτός Εθνικής (κάποιοι λένε με προσωπική παρέμβαση του προέδρου της Ομοσπονδίας, Δημήτρη Διαθεσόπουλου) για πάντα.
Αυτή η απόφαση τον είχε πικράνει πολύ, ειδικά αφού έχασε την ευκαιρία να συμμετάσχει με την «παλιοπαρέα» στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα. Αν και πάντα ήταν ριψοκίνδυνος, κάποιοι υποστηρίζουν πως αυτό το γεγονός τον έκανε ακόμη περισσότερο να αναζητά διέξοδο σε πιο ακραίες ασχολίες με στόχο να γεμίσει τα κενά του. Μάλιστα, απολύτως ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι στην κηδεία του η οικογένειά του απαγόρευσε την παρουσία μελών της Ομοσπονδίας, θεωρώντας ότι με την στάση της δεν ήταν άμοιρη ευθυνών για όσα ακολούθησαν. Κάποιοι έκαναν λόγο για αυτοκτονία, άλλοι θεώρησαν ότι υπερεκτίμησε τις δυνατότητές του όταν βούτηξε στη θάλασσα της Επιδαύρου από την οποία ανασύρθηκε δίχως πνοή…
Έτσι κι αλλιώς ούτε το νερό, ούτε οι καταδύσεις, ούτε τίποτα σε αυτόν τον κόσμο δεν τον τρόμαζε. Άνδρας με δύναμη που από τους συναθλητές του χαρακτηρίζεται υπεράνθρωπη, ο Σαμαρτζίδης ήταν γεννημένος αγωνιστής και ηγέτης. Κολύμπησε για τον Άρη, μεταπήδησε στο πόλο, έπαιξε για λογαριασμό του Εθνικού με τον οποίο κατέκτησε τίτλους κι αρνήθηκε να εγκαταλείψει, παρά το γεγονός ότι ο σύλλογος δεν ήταν πια ο «Αυτοκράτορας» και οι προτάσεις που είχε από Ελλάδα και εξωτερικό έπεφταν «βροχή» γύρω του.
Στα 31 χρόνια του είχε κερδίσει λιγότερα από όσα θα έπρεπε με βάση την αξία του. «Μόλις» 2 πρωταθλήματα και ισάριθμα Κύπελλα, αλλά και κάτι ακόμα που δεν καταγράφεται σε λίστες και στατιστικά. Τον απόλυτο σεβασμό όλων, ακόμη και τον φόβο θα έλεγε κανείς των αντιπάλων, που ήξεραν ότι αυτόν τον άνθρωπο ίσως να μην τον είχε γεννήσει μάνα (που λέει ο λόγος) αλλά το ίδιο το νερό, το οποίο έμοιαζε να είναι ο φυσικός του χώρος.
Όλοι αναγνώριζαν στο πρόσωπό του τον ηγέτη, τον μπροστάρη, εκείνον που δεν θα «κόλωνε» ποτέ και δεν θα άφηνε αδικίες και προσβολές να περάσουν αναπάντητες. Όπως έκανε κάποτε σε ένα ματς του Εθνικού με τον Ολυμπιακό, όταν ένας οπαδός των ερυθρολεύκων είχε την ατυχή έμπνευση να το παίξει μάγκας από απόσταση, θεωρώντας ότι θα την έβγαζε «καθαρή», όπως συνήθως συμβαίνει όταν ένας ηλίθιος βρίζει τα ιερά και τα όσια ενός αθλητή. Ο Σαμαρτζίδης φρόντισε να του δείξει (όπως και σχεδόν όλη την υπόλοιπη θύρα που έσπευσε να τον… δείρει) ότι είχε την ικανότητα να τα βάλει και με έναν και με δέκα αλλά και με πολύ περισσότερους, αν χρειαζόταν. Ήταν ίσως η μοναδική φορά που χρειάστηκε παρέμβαση για να σωθεί το πλήθος και όχι ο μοναχικός πολίστας ο οποίος όχι μόνο απέφυγε το διαφαινόμενο ομαδικό λιντσάρισμα, αλλά θα έστελνε κόσμο στο νοσοκομείο αν δεν τον σταματούσαν.
Αντίστοιχο σκηνικό περιγράφουν οι συμπαίκτες του στην Εθνική στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1988, όταν κατά την διάρκεια ενός ματς, οπαδοί περιτριγύριζαν στον ελληνικό πάγκο. Οι Κορεάτες αποδείχθηκαν πιο… φρόνιμοι από τους ανεγκέφαλους φίλους των ερυθρολεύκων. Με το που τον είδαν να πλησιάζει, την έκαναν με ελαφρά πηδηματάκια αποδεικνύοντας ότι το ρητό «του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ» ισχύει καμιά φορά και στην Άπω Ανατολή…
Ωστόσο εκείνη την αποφράδα ημέρα του Ιούνη του 1996 μοναδικός αντίπαλος του Νώντα Σαμαρτζίδη ήταν ο ίδιος του ο εαυτός. Υπό κανονικές συνθήκες θα βρισκόταν με την Εθνική ομάδα σε φιλικά προετοιμασίας ενόψει των Ολυμπιακών στην Ατλάντα. Του κρατούσαν, όμως, «μανιάτικο» εκείνη την «ανταρσία» της προηγούμενης χρονιάς, παρά το γεγονός ότι σύσσωμη η ομάδα είχε σταθεί στο πλευρό του για το περιστατικό, σε αντίθεση με την διοίκηση της Ομοσπονδίας.
Έτσι βρέθηκε στην Επίδαυρο μαζί με τους δικούς του ανθρώπους και έκανε το μακροβούτι προς την αιωνιότητα και την αθανασία. Εκούσια ή ακούσια, η μόνη αλήθεια είναι μία. Έφυγε από ζωή έτσι ακριβώς όπως έζησε. Ασυμβίβαστος κι ελεύθερος…