Kυνικός, τολμηρός, αντιεξουσιαστής: Το άδοξο τέλος του Νίκου Νικολαΐδη που δεν έπαψε ποτέ να χτυπάει το κατεστημένο

Ο άνθρωπος πίσω από την "Τριλογία της Χολέρας".

Αν και γύρισε μόλις 8 ταινίες όλες κι όλες σε περίπου 4 δεκαετίες καριέρας, ο Νίκος Νικολαΐδης άφησε ανεξίτηλη την σφραγίδα του στο ελληνικό σινεμά. Και μπορεί να αγνοήθηκε (ή ακόμη και να πολεμήθηκε) από το εγχώριο σύστημα, αλλά κυρίως με την τριλογία του «Τα χρόνια της χολέρας», αγαπήθηκε όσο ελάχιστοι από το κοινό που αντιτάχθηκε σε ειδικούς και κριτικούς και τον ανέδειξε σε μια από τις σημαντικότερες μορφές της 7ης Τέχνης στην Ελλάδα.

Πάντως για τον μικρό (σε σχέση με τα χρόνια καριέρας του και το ταλέντο του) αριθμό ταινιών, την απάντηση την είχε δώσει παλιότερα ο ίδιος, σε μία από τις (όχι πολλές φορές είναι η αλήθεια) φορές που αποφάσισε να μιλήσει για ένα όχι και τόσο αγαπημένο του θέμα. Τον εαυτό του. «Ξέρεις πώς γύριζα εγώ; Έλεγα τι χώρους έχουμε δωρεάν, τι λεφτά μπορούμε να μαζέψουμε, ποιοι φίλοι είναι ακόμα δίπλα μου… Πάμε να φτιάξουμε μια ταινία…» έλεγε σε συνέντευξή του το 2002 στον Κώστα Καρδερίνη.

Τότε μόλις είχε τελειώσει την κινηματογράφηση του φιλμ «Ο χαμένος τα παίρνει όλα» με απολύτως ταιριαστό πρωταγωνιστή τον Νίκο Αγγελάκα. Αν και δεν ήταν το «κύκνειο άσμα» του, αφού ακολούθησε το «The Zero Years» το 2005, στη συνείδηση των περισσότερων σινεφίλ, ήταν το φιλμ το οποίο επιστέγασε στην πορεία αυτού του ξεχωριστού, ιδιαίτερου και ανατρεπτικού σκηνοθέτη στα καλλιτεχνικά δρώμενα της χώρας.

Γέννημα -θρέμμα των Εξαρχείων, υπήρξε ο απόλυτος εκπρόσωπος της λεγόμενης αβάν-γκαρντ της δεκαετίας του ’60 και αποτύπωσε στις ταινίες του την πορεία μιας ολόκληρης γενιάς, χρησιμοποιώντας ως «στάσεις» τρία φιλμ-χρονογραφήματα, τα οποία θα μπορούσαν να σταθούν ως εν κινήσει στιγμιότυπα της διαδρομής της.

Η αρχή είχε γίνει το μακρινό 1979 με το «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα» στο οποίο πρωταγωνίστησαν οι Άλκης Παναγιωτίδης, Χρήστος Βαλαβανίδης, Κωνσταντίνος Τζούμας και Όλια Λαζαρίδου. Ο ίδιος αποκαλούσε αυτή την συγκεκριμένη δουλειά ως «ένα ρέκβιεμ για την χαμένη γενιά του ‘60», για να ακολουθήσει (ως κομμάτι της τριλογίας του) η «Γλυκιά Συμμορία» (1983), με τους υπέροχους –και συγχωρεμένους πια- Τάκη Μόσχο και Τάκη Σπυριδάκη. Εδώ μιλάμε όχι μόνο για το αντίστοιχο ρέκβιεμ της δεκαετίας του ’80, αλλά και για ένα «καμπανάκι» που χτύπησε ο Νίκος Νικολαΐδης για το τι μπορεί να συμβεί όταν οι (φερόμενοι ως) προοδευτικοί μυριστούν εξουσία. Και ο κύκλος κλείνει με το δικό του ρέκβιεμ για τα ‘90s με το υπέροχο «Ο χαμένος τα παίρνει όλα». Ένα φιλμ που ο ίδιος αφιέρωσε «…στα παιδιά που κατεβαίνουν τις νύχτες απ’ τους λόφους και κυκλοφορούν στα σκοτεινά δρομάκια της πόλης μας…».

Το σεργιάνι του ανατρεπτικού Νίκου Νικολαΐδη στην μυθοπλασία είχε αρχίσει το 1975 με το «Ευρυδίκη Β.Α. 2037» που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου κέρδισε το Βραβείο Καλύτερου Σκηνοθέτη, το βραβείο του Υπουργείου Πολιτισμού και το Βραβείο Καλύτερης Φωτογραφίας της Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου της Αθήνα. Ο ίδιος την θεωρούσε την καλύτερη δουλειά του, αν και το γκελ με το κοινό ήρθε με την επόμενη, δηλαδή τα «Κουρέλια», όπου συνέβη ακριβώς το αντίθετο! Ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο σκεφτόταν και λειτουργούσε ο δημιουργός, πάντοτε επιφυλακτικός με το σύστημα και τις επιλογές του, είναι το σχόλιό του: «H προβολή της ταινίας απαγορεύτηκε από την τότε δεξιά κυβέρνηση με βάση τις κριτικές που έγραψαν οι τότε κομμουνιστές κριτικοί. Μετά την απαγόρευση, οι κομμουνιστές επιτέθηκαν στην κυβέρνηση και την κατηγόρησαν για λογοκρισία. Τότε, η δεξιά κυβέρνηση επέτρεψε την προβολή της ταινίας»!

Έχοντας κατά νου τα παραπάνω λόγια, μπορείς να καταλάβεις γιατί ο Νικολαΐδης ήταν πάντα αυτός που ήταν. Δεν δεχόταν τους χαρακτηρισμούς όπως απροσάρμοστος ή οργισμένος, τονίζοντας ότι συνήθως αυτοί «βαφτίζονται» έτσι από το ίδιο το σύστημα που τους χρησιμοποιεί ως προπέτασμα καπνού «για να μπορούν να δουλεύουν από πίσω ανενόχλητοι οι κρατικοί μηχανισμοί», για να χρησιμοποιήσουμε τα δικά του λόγια.

Και κάπως έτσι αντιστάθηκε και στο «ψώνιο» του να αισθανθεί «επώνυμος» και «σπουδαίος», γνωρίζοντας πολύ καλά ότι με αυτόν τον τρόπο θα γινόταν –έστω κι εκούσια- κομμάτι του παιχνιδιού και πιόνι στα συμφέροντα άλλων και συγκεκριμένα εκείνων που ο ίδιος αποστρεφόταν σε βαθμό αηδίας και στηλίτευε μέσα από τα έργα του.

Ο γεννημένος στις 25 Οκτωβρίου 1939 καλλιτέχνης φρόντισε να αναδείξει μια σειρά από απρόσμενους και… αντιτουριστικούς ήρωες (ή αντι-ήρωες, αν προτιμάτε), βάζοντας στο επίκεντρο χαρακτήρες που εύκολα κάποιος θα τους αποκαλούσε περιθωριακούς, αντισυμβατικούς, κυνικούς, ακόμη και απόβλητους. Όπως άλλωστε θα ήταν δυνατόν να χαρακτηριστεί και ο ίδιος από εκείνους που θα κρίνουν το έργο του και κατά συνέπεια την προσωπικότητά του.

Ωστόσο ίσως το μόνο που ήθελε να πετύχει (πέρα από τις περισπούδαστες κριτικές και τις βαρύγδουπες εκφράσεις) να ήταν η δική του απόπειρα να φανερώνει διαρκώς την αποστροφή και την δυσανεξία του απέναντι στην ατομική αλλά και συνολική υποκρισία που συναντά κανείς παντού γύρω του, ξεκινώντας από τον ένοικο της διπλανής πόρτας και φτάνοντας μέχρι τα παιχνίδια εξουσίας και χειραγώγησης των αποχαυνωμένων μαζών.

Φυσικά, ένα τόσο ανήσυχο πνεύμα όπως το δικό του δεν περιορίστηκε αποκλειστικά από την σκηνοθεσία. Παράλληλα υπήρξε σεναριογράφος, συγγραφέας (ξεχωρίζει το μυθιστόρημά του «Οργισμένος Βαλκάνιος»), διαφημιστής, παραγωγός ταινιών,  παραγωγός δίσκων, φροντίζοντας σε κάθε ξεχωριστή περίσταση να μένει πιστός σε ένα και μόνο πράγμα. Στον εαυτό του.

Περίπου ένα χρόνο μετά την τελευταία ταινία του το 2005, ανακοίνωσε την απόφασή του να εγκαταλείψει το σινεμά και να ασχοληθεί πιο ενεργά με την μουσική. Δεν πρόλαβε αφού πέθανε στις 5 Σεπτεμβρίου 2007, σε ηλικία 67 ετών, λόγω πνευμονικού οιδήματος. Από το 1970 ζούσε με τη Μαρί Λουιζ Βαρθολομαίου με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά.

Αν και οι ταινίες του κέρδισαν συνολικά 7 βραβεία σε διάφορα εγχώρια φεστιβάλ, άπαντες συμφωνούν σήμερα ότι αυτός ο αριθμός θα έπρεπε να είναι πολύ μεγαλύτερος προκειμένου να είναι πιο ενδεικτικός της επιρροής που άσκησε όχι μόνο στους σύγχρονούς του αλλά και στους μεταγενέστερους Έλληνες αλλά και Ευρωπαίους σκηνοθέτες. Ακόμη κι έτσι πάντως, ο Νίκος Νικολαΐδης συνεχίζει να βραβεύεται καθημερινά μετά θάνατον, από τους νέους κάθε εποχής που ανακαλύπτουν το έργο του και τον κατατάσσουν ανάμεσα όχι απαραίτητα στους «μεγάλους» (τουλάχιστον με τον ορισμό που έδινε και ο ίδιος) αλλά στους οδοιπόρους που περπάτησαν στο δικό τους μονοπάτι χωρίς δεκανίκια. Ανάμεσα σε αυτούς, δηλαδή, που αξίζουν να λέγονται σκεπτόμενοι και χρήσιμοι άνθρωποι.