Δεν τον ξέρετε- είναι σχεδόν απίθανο: τον λένε Μιχάλ Κοζίνσκι, είναι Πολωνός ψυχολόγος- ερευνητής με σπουδές στα καλύτερα πανεπιστήμια της Αγγλίας και, πλέον, εργάζεται στην Αμερική. Είναι ο μαιτρ της ψυχομετρίας και δη της ηλεκτρονικής.
Ξεκινώντας πίσω στο 2008 ο Κοζίνσκι, «πάτησε» πάνω στο… διαβόητο πρόγραμμα “OCEAN” των 80s και το πήγε αρκετά βήματα παραπέρα: με βάση το “Big Five” (τα πέντε κύρια, δηλαδή, χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου- την σχολαστικότητα, εξωστρέφεια, τερπνότητα, ειλικρίνεια, νευρωτισμός) δημιούργησε ένα ερωτηματολόγιο το οποίο διανεμήθηκε μέσω Facebook και το οποίο πήρε διαστάσεις χιονοστιβάδας.
Αίφνης, ο ένας μετά τον άλλο οι χρήστες του δημοφιλέστερου διαδικτυακού ιστότοπου άρχισαν ν’ απαντούν οικειοθελώς στο τεστ του και ο Πολωνός συλλέγοντας τα ψηφιακά αποτυπώματα του καθενός (χμ, ναι, είναι αλήθεια: οτιδήποτε κάνουμε στο ίντερνετ- αγορές, σελίδες που μπαίνουμε, βίντεο που παρακολουθούμε και ούτω καθεξής- καταγράφεται σχολαστικά για τον καθένα μας ξεχωριστά) έφτασε στο συμπέρασμα πως μπορεί πολύ εύκολα να ν’ αποκαλύψει τις πολιτικές και σεξουαλικές προτιμήσεις του καθενός.
Πιο συγκεκριμένα, ο Κοζίνσκι είπε πως μόλις δέκα likes μας στο Facebook είναι αρκετά για να ξεπεράσει ο υπολογιστής την κρίση ενός συναδέλφου για κάποιο άτομο, με 70 το μηχάνημα μπορούσε να μας δώσει ακριβέστερα στοιχεία απ’ όσο ένας φίλος ή ένας συγκάτοικος, τα 150 ήταν «προτιμότερα» από τα όσα μπορεί να πει κάποιο μέλος της οικογένειας, ενώ τα 300 συναγωνίζονταν ή και ξεπερνούσαν τον/την σύζυγο.
Ένα από τα (πιο ανάλαφρα…) ευρήματα τούτης της έρευνας ήταν, φερ’ ειπείν, το εξής: όσοι χρήστες είχαν κάνει like σε τραγούδι της Lady Gaga ή στη σελίδα της αποδείχτηκαν πως ήταν αρκετά εξωστρεφείς, ενώ σε όσους «αρέσει» η φιλοσοφία στο Facebook ήταν πιο εσωστρεφείς, «φλερτάροντας» με την αντικοινωνικότητα.
Η αγγλική εταιρία “Cambridge Analytica”, λοιπόν, πήρε σε πρώτη φάση το «σχέδιο» του Κοζίνσκι με την παρότρυνση του- υπέρμαχου του Brexit Νάιτζελ Φάρατζ- και κάνοντας διαδικτυακή «επίθεση» στον κάθε χρήστη ξεχωριστά, κατάφερε κάτι που έμοιαζε, αρχικά, ακατόρθωτο: να πείσει την πλειοψηφία του λαού της Αγγλίας να ταχθεί υπέρ του Brexit και, τελικά, να επικρατήσει στο δημοψήφισμα έναντι του φαβορί Bremain.
Και φτάνουμε στον Ντόναλντ Τραμπ: ο Αμερικανός δισεκατομμυριούχος εντυπωσιασμένος από τη δουλειά που έκανε η Cambridge Analytica έδωσε την εντολή στους υπεύθυνους στρατηγικής του ν’ απευθυνθούν στην αγγλική εταιρία, προκειμένου να τον βοηθήσουν να φτάσει μέχρι το τέλος του δρόμου και να καθίσει στον προεδρικό θώκο. «Σύντομα θα με αποκαλούν Mr. Brexit», ήταν το αινιγματικό, εκείνη την περίοδο, tweet του Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου, ο οποίος παρά το γεγονός πως αυτός και η τεχνολογία ήταν δύο παράλληλες «έννοιες» που όλα έδειχναν ότι δεν πρόκειται να συναντηθούν ποτέ, αίφνης έγινε μανιακός χρήστης του twitter.
Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, τα ευρήματα της έρευνας του Μιχάλ Κοζίνσκι, η Cambridge Analytica δεν περιορίστηκε στο να σκιαγραφεί το ψυχολογικό προφίλ του κάθε χρήστη/ πιθανού ψηφοφόρου, αλλά άρχισε ν’ αναζητά συγκεκριμένα προφίλ στο Facebook: για παράδειγμα, όλοι οι ανήσυχοι πατεράδες, αυτοί που φοβούνταν τους μετανάστες, οι καταπιεσμένοι εσωστρεφείς, ακόμα και οι αναποφάσιστοι Δημοκρατικοί που αμφέρρεπαν μεταξύ του αν θα ψηφίσουν, εν τέλει, την Χίλαρι Κλίντον για το ύπατο αξίωμα της χώρας ή όχι.
Όταν συγκέντρωσε τ’ απαιτούμενα στοιχεία με τη βοήθεια της τεχνολογίας, η εταιρία άρχισε να βομβαρδίζει τους χρήστες με «υπόγεια» μηνύματα: για τους νευρωτικούς, αγχώδεις ανθρώπους που φοβούνται, για παράδειγμα, το ενδεχόμενο μιας ληστείας στο σπίτι τους, εμφανίζονταν χορηγούμενες διαφημίσεις οι οποίες στ’ αριστερά έδειχναν την εικόνα ενός κλέφτη να σπάει με μια γροθιά ένα παράθυρο, ενώ στα δεξιά υπήρχε μια ειδυλλιακή, σχεδόν, εικόνα ενός πατέρα να κάθεται με το παιδί του σ’ ένα λιβάδι την ώρα του ηλιοβασιλέματος, κρατώντας όπλα και να κυνηγούν πάπιες- ένα καλά υπολογισμένο κλείσιμο του ματιού στην οπλοκατοχή.
Η ηλεκτρονική καμπάνια, φυσικά, δεν περιορίστηκε στην υπέρ του Τραμπ προβολή, αλλά και στην «αποδόμηση» της εικόνας της Χίλαρι Κλίντον. Στα περίφημα «σκοτεινά ποστ»- τα χορηγούμενα στο Facebook ποσταρίσματα, δηλαδή, που απευθύνονταν σε ανθρώπους με συγκεκριμένα προφίλ- υπήρχαν βίντεο που έδειχναν την υποψήφιο των Δημοκρατικών ν’ αποκαλεί τους Αφροαμερικάνους (που, στα χαρτιά, ήταν με το μέρος της) «αρπακτικά».
https://www.youtube.com/watch?v=rFWVc649t-k
Ακόμα ένα καλό παράδειγμα της συγκεκριμένης στρατηγικής είναι το εξής: στους χρήστες από την περιοχή της «Μικρής Αϊτής» στο Μαϊάμι εμφανίζονταν συνεχείς ειδήσεις για την αποτυχία του ιδρύματος Κλίντον, αμέσως μετά τον σεισμό στην Αϊτή. Στόχος ήταν ν’ αποτρέψουν σχεδόν βέβαιους ψηφοφόρους της γυναίκας του πρώην πλανητάρχη να την ψηφίσουν ή ν’ αποφασίσουν να μην προσέλθουν καν στις κάλπες, αυξάνοντας το ποσοστό αποχής.
«Σχεδόν κάθε τοποθέτηση του Τραμπ βασιζόταν στα ηλεκτρονικά δεδομένα που είχαμε συλλέξει», δήλωσε ο Διευθύνων Σύμβουλος της Cambridge Analytica Αλεξάντερ Νιξ. Ο 70χρονος μεγαλοεπιχειρηματίας έμοιαζε να έχει ένα (δεξιών πεποιθήσεων, φυσικά) μήνυμα για τον καθένα ξεχωριστά, πράγμα που τον οδήγησε στην απόλυτη ανατροπή: ο Τραμπ από πολιτικός περίγελως μετατράπηκε σε υποψήφιο για την προεδρία, έπειτα σε αουτσάιντερ μ’ ελάχιστες πιθανότητες νίκης, εν συνεχεία σε υπολογίσιμο αντίπαλο και, τέλος, σε κάτοικο για μια τετραετία του Λευκού Οίκου.
Η τεχνολογία και, άθελά του, φυσικά, ο Κοζίνσκι κατάφεραν κάτι που έμοιαζε με κακόγουστο ανέκδοτο- να φέρουν έναν μισογύνη, ρατσιστή και ομοφοβικό δισεκατομμυριούχο στην πιο κομβική θέση ολόκληρου του πλανήτη.
Πώς το έλεγε εκείνο το παλιό σύνθημα στους τοίχους;
Α, ναι: «Σταματήστε τον πλανήτη να κατέβω».
(*Αρκετά στοιχεία του άρθρου βασίζονται στην εκπληκτική ανάλυση του motherboard.vice.com )