Έσβησε το παρελθόν: Η καλλονή του ελληνικού σινεμά που αφαίρεσε την ελιά της για να μην την αναγνωρίζει κανείς

Έριξε μαύρη πέτρα!

Μετά από δύο γάμους και συνολικά τρία παιδιά η Ντίνα Τριάντη, μια από τις πλέον αναγνωρίσιμες ηθοποιούς της δεκαετίας του ’60, συμβιβάζεται με το ρόλο της συζύγου και μητέρας, αφήνοντας σταδιακά πίσω της μια ολόκληρη καριέρα. Μια απόφαση που ίσως αργότερα να μετάνιωσε στην ζωή της.

Γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 1936, κόρη των προσφύγων από την Μικρά Ασία, Γιάννη και Ροδάνθης Μαξούρη, αλλά στο σινεμά και στο θέατρο κράτησε το επώνυμο του πρώτου συζύγου της, Αίαντα Τριάντη, ο οποίος ουσιαστικά ήταν ο άνθρωπος που της άνοιξε την πόρτα του χώρου. Γνωρίστηκαν ότι εκείνη βρισκόταν στο τέλος της εφηβείας της κι εκείνος ήταν ακόμη φοιτητής της Δραματικής Σχολής Μιχαηλίδη και παράλληλα συμμετείχε σε παραστάσεις αρχαίου δράματος. Όταν έμαθε ότι ο Αλέξης Μινωτής ζητούσε νεαρά άφθαρτα πρόσωπα για ένα έργο του, δεν δίστασε να την προτείνει και –εκ των πραγμάτων- δικαιώθηκε απόλυτα.

Αυτή ήταν και η πρώτη επαφή με την υποκριτική για την Ντίνα Τριάντη η οποία από μικρή είχε βγει στην βιοπάλη για να βοηθήσει την οικογένειά της εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Πριν καν η κατά τα άλλα αγαπημένη και δεμένη οικογένειά της ορθοποδήσει από την προσφυγιά, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Κατοχή έφεραν ακόμη πιο δύσκολες μέρες. Η εργασία σε πολύ νεαρή ηλικία ήταν για αυτήν μονόδρομος. Μετά από τέτοια παιδικά χρόνια, η Ντίνα που ήταν και η ίδια ακόμη παιδί, παντρεύεται και φέρνει στον κόσμο την Γκέλλυ. Στα 18 χρόνια της μόλις αρχίζει να ακροβατεί μεταξύ των υποχρεώσεών της, αλλά τα καταφέρνει περίφημα.

Κάνει το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο σε κανονικό ρόλο στα «Μαναβάκια» το 1957 κι ενώ νωρίτερα ο Νίκος Κούνδουρος την είχε επιλέξει για ένα πέρασμα στην ταινία του «το Ποτάμι». Ουσιαστικά τότε έρχεται και το ευρύ κοινό σε επαφή με το αισθητικό προφίλ της και το πρόσωπό της στο οποίο ξεχώριζε η ιδιαίτερη ελιά η οποία και τελικά την καθόρισε.

Το 1958 εμφανίζεται για πρώτη φορά στο θέατρο και ακολουθούν διάφορες ταινίες, με την πλέον χαρακτηριστική να είναι το φιλμ «Της κακομοίρας», στο ρόλο της Λίτσας, με τους Κώστα Χατζηχρήστο και Νίκο Ρίζο. Μέχρι το 1970, μέσα σε ελάχιστα χρόνια δηλαδή, συμμετέχει σχεδόν σε 70 παραγωγές (68 λέει η επίσημη καταμέτρηση) και μένει στη συνείδηση του κόσμου για το υποκριτικό ταλέντο της.

Τότε (1967) γνωρίζει τον δεύτερο μεγάλο έρωτα της ζωής της που προέρχεται κι αυτός από το καλλιτεχνικό στερέωμα και δεν είναι άλλος από τον Λάκη Κομνηνό. Με τον διάσημο Έλληνα ηθοποιό θα περάσουν μερικά υπέροχα χρόνια και καρποί της κοινής ευτυχισμένης ζωής τους είναι και τα δύο παιδιά τους, Γιώργο και Γιάννη. Μαζί θα μείνουν για αρκετά χρόνια και μέσα σε αυτό το διάστημα η Ντίνα Τριάντη θα κάνει σταδιακά στην άκρη τα όνειρά της στον χώρο. Στην αρχή σταμάτησε τις μακρινές περιοδείες και μετά ήρθε και το «αντίο» στον κινηματογραφικό φακό.

Τα επόμενα χρόνια θα αφοσιωθεί αποκλειστικά στα παιδιά της και για να τα μεγαλώσει θα κάνει οποιαδήποτε δουλειά βρίσκει μπροστά της. Εργάζεται σε μπαρ στο Κολωνάκι, σερβιτόρα σε εστιατόριο  στην Ηλιούπολη, ακόμη και πωλήτρια σε κατάστημα ρούχων στην Αργυρούπολη. Έριξε αυτό που λέμε «μαύρη πέτρα» πίσω της σε τέτοιο βαθμό που αποφάσισε μέχρι και να αφαιρέσει χειρουργικά την ελιά της που αποτελούσε το σήμα κατατεθέν της. Δεν ήθελε καν να την αναγνωρίζουν και να την ρωτούν για το παρελθόν.

Την δεκαετία του ’90, χωρίς την ελιά της πια, θα επιστρέψει για λίγο στην υποκριτική, συμμετέχοντας στα σίριαλ «Μίνι σούπερ μάρκετ ονείρων» του Π. Λαοκράτη στην ΕΤ1 και «Γόβα στιλέτο» στον ANT1, ενώ θα παίξει και σε μερικά θεατρικά έργα με τα οποία σφραγίστηκε οριστικά μια καριέρα που θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη εάν η Ντίνα Τριάντη είχε πάρει διαφορετικές αποφάσεις.