Δεν έβλεπαν πίσω απ’ την ομορφιά της: Η αδικημένη ηθοποιός που βαρέθηκε να παίζει το ρόλο της ναζιάρας ξανθιάς

Η τέλεια… αφελής του ελληνικού σινεμά

Στο πρόσωπό της οι σκηνοθέτες της «χρυσής εποχής» του ελληνικού σινεμά βρήκαν την τέλεια αφελή, αλλά ναζιάρα ξανθιά, ενισχύοντας και προβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο το συγκεκριμένο στερεότυπο. Ο λόγος για την Νίτσα Μαρούδα η οποία μπορεί να μην πήρε ποτέ κάποιον πρώτο ρόλο, ωστόσο έμεινε αξέχαστη από τις χαρακτηριστικές ερμηνείες της.

Γεννήθηκε στην Πάτρα στις 5 Μαΐου 1935 στην Πάτρα. Σπούδασε στη σχολή μουσικού θεάτρου του συνθέτη Μενέλαου Θεοφανίδη και έκανε το ντεμπούτο της στα 24 χρόνια της, το 1959, παίζοντας στην  επιθεώρηση «Καινούργια Αθήνα» η οποία ανέβηκε στο θέατρο Κυβέλη.

Μέσα στα επόμενα χρόνια συνέχισε να συμμετέχει σε παραστάσεις του λεγόμενου ελαφρού θεάτρου, μέχρι που ήρθε η ώρα να πάρει το βάπτισμα του πυρός και στον κινηματογράφο στην κωμωδία του Κώστα Καραγιάννη «Το Αγρίμι» το 1960, ενώ την ίδια χρονιά έπαιξε και στο πασίγνωστο φιλμ «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» του Αλέκου Σακελλάριου, εγκαινιάζοντας με αυτόν τον τρόπο την συνεργασία της με την Φίνος Φιλμς, στην σκέπη της οποίας έμεινε το μεγαλύτερο διάστημα της καριέρας της.

Οι ερμηνείες της υπήρξαν απόλυτα χαρακτηριστικές αφού συνήθως ενσάρκωνε ρόλους που στηρίζονταν στο στερεότυπο της ξανθιάς, ελαφρόμυαλης, αλλά και σέξι ναζιάρας. Είτε υποδυόταν το… υπηρετικό προσωπικό της Μαίρης Αρώνη στο «Μια τρελλή τρελλή οικογένεια» προσπαθώντας να φτιάξει γιουβαρλάκια για την Τζένη Καρέχη, είτε το κορίτσι ηθοποιών όπως ο Αλέκος Αλεξανδράκης και ο Κώστας Βουτσάς σε φιλμ όπως το «Δεσποινίς διευθυντής» και το «Τέντυ μπόυ αγάπη μου», όλοι ήξεραν πολύ καλά τι να περιμένουν από εκείνη.

Ο συνδυασμός της αθωότητας και του σεξ απίλ στο πρόσωπό της και κυρίως στα μεγάλα χαρακτηριστικά μάτια της, αλλά και η σχεδόν παιδική αφέλειά της (πάντα στους ρόλους της) έκαναν τους σκηνοθέτες να την θέλουν σαν… παλαβοί για τις συγκεκριμένες ερμηνείες. Εφόσον το σενάριο ήθελε ένα… περίπου σαχλοκούδουνο που το μυαλό του τρέχει στους χορούς και στα… πανηγύρια και ξεστομίζει ατάκες που μπορούν να… κουφάνουν τους πάντες, η Νίτσα Μαρούδα αποτελούσε το πρώτο όνομα που ερχόταν στο μυαλό των παραγωγών και των σκηνοθετών.

Στα υπέρ της ήταν πάντοτε η εργατικότητά της και φυσικά το γεγονός ότι υπήρξε υπόδειγμα επαγγελματία. Έτσι, γέμισε το βιογραφικό της με 37 παρουσίες σε ταινίες, ειδικά την δεκαετία του ’60, όταν και υπήρξε περιζήτητη. Όταν σταδιακά το ελληνικό σινεμά άρχισε να φθίνει στα 70’s, εκείνη μεταπήδησε για λίγο στο νέο Μέσο, δηλαδή την τηλεόραση, συμμετέχοντας στα σίριαλ «Η γειτονιά μας» και «Κομμωτήριο – Ιστορίες του σεσουάρ». Τελευταία παρουσία της σε ταινία ήταν στο «Υποψήφιοι βουλευτές και βουλευτίνες» το 1980. Παράλληλα εργάστηκε αγόγγυστα και σε νυχτερινά κοσμικά κέντρα της εποχής ως κομπέρ, δένοντας με την παρουσία της τα διάφορα χιουμοριστικά σόου.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 πήρε την απόφαση να αποσυρθεί από τα καλλιτεχνικά δρώμενα, καθώς στο μεταξύ παντρεύτηκε τον Συμεών Κολοκοτά με τον οποίον απέκτησαν ένα παιδί την Ιωάννα. Όταν η κόρη τους έκανε κι εκείνη την δική της οικογένεια με τον γνωστό πολιτικό και πρώην πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, Βαγγέλη Μεϊμαράκη, η Νίτσα Μαρούδα αποτραβήχτηκε οριστικά από τον χώρο. «Δουλεύω από 22 ετών, ήθελα κι εγώ να ξεκουραστώ μετά τον γάμο του παιδιού μου», εξήγησε σε μία από τις μεταγενέστερες συνεντεύξεις της.

Παρά τις προτάσεις για επιστροφή, έμεινε πιστή στην απόφασή της μέχρι τον θάνατό της στις 10 Νοεμβρίου 2022, σε ηλικία 87 ετών.