Οι περισσότεροι θα τον θυμόμαστε ως προσωπική «λατρεία» του Γιάννη Μπέζου στον αμίμητο ρόλο του «κυρίου Παπαπέτρου» στο «Εκείνες κι εγώ». Βέβαια, ο Πάνος Χατζηκουτσέλης υπήρξε πολλά παραπάνω, αφήνοντας ανεξίτηλη την προσωπική σφραγίδα του στο καλλιτεχνικό στερέωμα.
Δεν ήταν καν από αυτούς που ονειρεύονταν από μικροί να γίνουν ηθοποιοί. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Εξάρχεια, παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας με αριστερές καταβολές και σκέψεις, αλλά χωρίς ιδιαίτερη κομματικοποίηση. Ακόμη κι έτσι, γνώρισε από νωρίς τις δυσκολίες του να στέκεσαι «απέναντι», αλλά με αυτόν τον τρόπο διαμόρφωσε και τον χαρακτήρα του, αποφασισμένος να διατηρεί κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες την αξιοπρέπειά του και να μην κάνει… εκπτώσεις στα πιστεύω του.
Η υποκριτική ήρθε στην ζωή του από ένα καπρίτσιο! Η φίλη του, Αθανασία Συγγελάκη, την οποία όλοι γνωρίσαμε κυρίως ως ανταποκρίτρια της δημόσιας τηλεόρασης στην Ρώμη, ήταν ηθοποιός και συνήθιζε να του λέει για τις δυσκολίες που υπήρχαν στον χώρο. Τότε εκείνος, περισσότερο για να την πειράξει, έβαλε στοίχημα 100 ολόκληρες (!) δραχμές ότι θα έδινε εξετάσεις και θα έπαιρνε κι αυτός δίπλωμα.
Κι έτσι σχεδόν από το πουθενά προέκυψε η Δραματική Σχολή Θεοδοσιάδη, με κέρδη που φυσικά ξεπέρασαν κατά πολύ εκείνο το κατοστάρικο του στοιχήματος καθώς ακολούθησε μια υπέροχη καριέρα, με τον Πάνο Χατζηκουτσέλη να έχει πολύπλευρη παρουσία και προσφορά σε πολλά διαφορετικά είδη θεάματος, ξεκινώντας από την κωμωδία και καταλήγοντας στο αρχαίο δράμα στην Επίδαυρο, με ενδιάμεσους σταθμούς στη μουσική αλλά και τα τηλεπαιχνίδια.
Μία από τις διδαχές που τον διαμόρφωσαν ήταν αυτή από τον Μίμη Φωτόπουλο, τον οποίο είχε καθηγητή στην σχολή. «Παιδιά, για να συνεννοηθούμε. Ουδείς λογικός άνθρωπος ξυπνάει ένα πρωί και λέει, μαμά θέλω να γίνω ηθοποιός. Σημαίνει ότι κάπου έχει φάει την πετριά. Έτσι θα πρέπει να πορευτείτε από δω και μπρος , με την πετριά», είπε στους μαθητές του –στο πρώτο κιόλας μάθημα- ο αγαπημένος κωμικός. Από τότε ο Πάνος Χατζηκουτσέλης είχε πάντα στο καμαρίνι του μια εικόνα αλλά κι ένα μικρό πετραδάκι που του υπενθύμιζε διαρκώς την… πετριά του ηθοποιού με την οποία θα έπρεπε να πορεύεται στην καριέρα του.
Το ταλέντο του ήταν το διαβατήριό του για την παρθενική δουλειά του στο θέατρο, το οποίο ήρθε στο πλευρό του ιερού τέρατος που ακούει στο όνομα Έλλη Λαμπέτη, στην παράσταση «Γλυκειά μου Ίρμα». Από το δικό της στόμα ήρθε ένα δεύτερο μάθημα ζωής. Σε κάποια παράσταση είπε ένα αστείο εκτός σεναρίου. Το κοινό γέλασε, αλλά αυτή η προσθήκη δεν άρεσε στον σκηνοθέτη Δημήτρη Μαλαβέτα. Στην επόμενη παράσταση δεν το επανέλαβε και η Λαμπέτη τον ρώτησε τον λόγο. Όταν άκουσε την απάντησή του ότι το απέφυγε για να μην προσβάλει τον Μαλαβέτα, του είπε: «Μικρέ μου, ηθοποιός που παίζει για να αρέσει στον σκηνοθέτη, πάει σπίτι του, δεν κάνει για θέατρο… Οι πρόβες είναι για να παίζουμε, στην σκηνή ανεβαίνουμε για να αρέσουμε»…
Άνθρωπος με στυλ, κυριολεκτικά γαλλική παιδεία, εραστής του διαβάσματος και με απαράμιλλο χιούμορ, ο Χατζηκουτσέλης έβλεπε τους άλλους να τον προσεγγίζουν και να του προτείνουν τις επόμενες δουλειές του, αφού ο ίδιος -ακόμη και σε δύσκολες περιόδους- δεν καταδεχόταν να σηκώσει ένα τηλέφωνο και να παρακαλέσει. Ήταν εκείνη η αίσθηση που είχε περί αξιοπρέπειας που τον κράταγε από το να το κάνει. Ακόμη κι έτσι, οι προτάσεις από ετερόκλητες πηγές έπεφταν «βροχή».
Συμμετείχε στην μουσική σκηνή του Μίμη Πλέσσα στον «Ζυγό» στην Πλάκα, που τότε άνηκε στον Μίμη Δομάζο. Δέχθηκε την κλήση της Τζένης Καρέζη, μετά από παρότρυνση του Ιάκωβου Καμπανέλη κι αργότερα άκουσε την ίδια την «Εθνική σταρ», Αλίκη Βουγιουκλάκη να του κάνει πρόταση συνεργασίας. Υπογράφει τους στίχους στο τραγούδι «Ο Μανωλιός», στον πρώτο προσωπικό μεγάλο δίσκο του Γιώργου Μαρίνου και πριν το καταλάβει θα συμμετέχει στους «Εραστές του Ονείρου», που φιλοξενεί το θέατρο «Βέμπο» με πρωταγωνιστές τον Τόλη Βοσκόπουλο και τη Ζωή Λάσκαρη, σε μια παράσταση που τον έκανε γνωστό και περιζήτητο, για να ακολουθήσει η παρουσία του στο θρυλικό «Αχ Μαρία». Είχε προηγηθεί η γνωριμία του με τον Γιάννη Ζουγανέλη που τον παρότρυνε να συνεχίσει να γράφει χιουμοριστικά κείμενα, βλέποντας σε αυτόν μια άλλη πτυχή του ταλέντου του.
Κι όλα αυτά την ίδια ώρα που με το Θέατρο Έρευνας του Δημήτρη Ποταμίτη ενσάρκωσε απαιτητικούς ρόλους του διεθνούς ρεπερτορίου, σε έργα όπως «Ο άνθρωπος ελέφαντας», «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ» και πολλούς άλλους. Ο ίδιος μάλιστα συνήθιζε να λέει ότι εκεί έγινε πραγματικά ηθοποιός.
Η πολύπλευρή προσωπικότητά του τον οδήγησε ακόμη στο ραδιόφωνο, με την εκπομπή «Ας Επιθεωρησιολογήσουμε» με την Σπεράντζα Βρανά, ή τις «Ραδιουργίες σε FM Stereo», την εποχή της ελεύθερης ραδιοφωνίας, αλλά και στην τηλεόραση. Η περιπέτειά του στην μικρή οθόνη άλλωστε είχε αρχίσει ήδη από την δεκαετία του ’70, σε έργα όπως η «Λωξάντρα», συνεχίστηκε την δεκαετία του ’80 με την παρουσία ως ταλαιπωρημένο μπάτλερ της θρυλικής «Μαντάμ Σουσού» να σκορπούν άφθονο γέλιο, πριν φτάσουμε σε πιο σύγχρονα σίριαλ, όπως το «Εκείνες κι εγώ» όπου κέρδισε για πάντα μια θέση στις καρδιές μας (τουλάχιστον σε όσες δεν βρισκόταν ήδη) ως «λατρεία» και «κύριος Παπαπέτρου».
Εκείνο που πολλοί πάντως δεν γνωρίζουν, είναι ότι αυτός ο ιδιαίτερος άνθρωπος είχε «καρμική σχέση με τον θάνατο», όπως είχε γράψει κάποτε και ο πολύ καλός φίλος του και συνεργάτης, Άγγελος Πυριόχος. «Έχασε γρήγορα όλα του τα αδέλφια, έφευγαν από δίπλα του πρόσωπα που αγάπησε, φοβόταν τον θάνατο», είχε πει. Ο ίδιος έφυγε τελικά από την ζωή περίπου τέτοιες μέρες, τον Μάρτιο του 2020 εν μέσω κορωνοϊού. Κι όπως έγραψε και η ανιψιά του, Άση Χατζηκουτσέλη: «Να ξέρετε όμως ότι τώρα θα είναι πιο χαρούμενος γιατί θα συναντηθεί με τα αδέλφια του, ειδικά τη Ρουλίτσα του, και τους φίλους του που τόσο του έλειπαν»…