Πότε στο πλευρό του Θανάση Βέγγου, πότε σε εκείνο του Τάκη Μηλιάδη, ο Φραγκίσκος Μανέλλης δεν χρειαζόταν πολλά λόγια ή μεγάλους ρόλους για να κερδίσει ακόμη και το πιο δύσκολο κοινό. Εκεί που δεν τα κατάφερνε ήταν να πείσει την πεθερά του –που δεν ήταν άλλη από την κορυφαία στιχουργό Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου– να τον δεχτεί για γαμπρό της!
Αν είχε γεννηθεί μερικά χρόνια αργότερα –και όχι το 1909– θα είχε προλάβει στην καλύτερη δυνατή ηλικία την εντυπωσιακή άνθιση του ελληνικού κινηματογράφου, αλλά ακόμη κι αν θεωρητικά ήταν ήδη μεγάλος, κατόρθωσε να αφήσει την σφραγίδα του. Κυρίως ενσάρκωνε ρόλους αγαθιάρηδων και καλόκαρδων χαρακτήρων, όπως οι σύγχρονοί του λένε πως υπήρξε και ο ίδιος. Με παρουσιαστικό και φυσιογνωμία που (εντέχνως) παρέπεμπαν σε… μπούφο, ο Φραγκίσκος Μανέλλης μετέτρεψε τις γκριμάτσες στο απόλυτο σήμα-κατατεθέν του, είτε επρόκειτο για δουλειές στο σινεμά, είτε στο θέατρο με το οποίο ασχολήθηκε από μικρός.
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 διακρίθηκε σε αυτό που αποκαλούμε μουσικό θέατρο, όπου είχε την ευκαιρία να δείξει πολλές διαφορετικές πτυχές του πολύπλευρου ταλέντου του. Όργωσε την Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό για την ελληνική ομογένεια, με διάφορους θιάσους, ανάμεσα στους οποίους και ο δικός του, κάνοντας το ντεμπούτο του το 1931 στην παράσταση «Η εύθυμη χήρα», με τον περιοδεύοντα θίασο του Νίκου Πλέσσα.
Όπως μαρτυρά και το όνομά του, πιθανότατα η οικογένειά του ήταν ιταλικής καταγωγής και αυτός ήταν ο λόγος που με το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου απελάθηκε, όπως συνέβη και με «Ποζελλάκι», όπως την αποκαλούσε ο Αττίκ, ηθοποιό Λουίζα Ποζέλλι. Όταν η «μπόρα» πέρασε, επέστρεψε στην Ελλάδα και στα θεατρικά και κινηματογραφικά δρώμενα, επιχειρώντας να καλύψει το χαμένο έδαφος μέσα από πάμπολλες δουλειές.
Κυρίως στο βαριετέ υπήρξε ανεξάντλητος, συνδυάζοντας την υποκριτική με την μουσική και φέροντας τα πάντα στα μέτρα του. Έξω καρδιά, όπως θα λέγαμε, ο ίδιος έστηνε πολλά νούμερα μόνο και μόνο δίνοντας βάση στις αντιδράσεις του κοινού στα δικά του πεπραγμένα, με ακόμη και μία γκριμάτσα να αποδεικνύεται συχνά αρκετή για να προκαλέσει σπαρταριστά γέλια. Βέβαια, ο Φραγκίσκος Μανέλλης ήταν πολύ περισσότερα από την φιγούρα του συμπαθούς «μπούφου» που προβαλλόταν κατά κύριο λόγο στις δουλειές του.
Συνολικά έπαιξε σε 56 ταινίες, από τις οποίες στις 4 ήταν σεναριογράφος, στις 2 παραγωγός και στη μία διευθυντής παραγωγής, ενώ συνεργάστηκε πολύ με τον σκηνοθέτη Βαγγέλη Μελισσινό, με τις κοινές παρουσίες του με τον τεράστιο Θανάση Βέγγο να μένουν ανεξίτηλες. Αν έπρεπε να ξεχωρίσουμε κάποιες από αυτές, σίγουρα θα στεκόμασταν στις «Δουλειές με φούντες» του 1959, όπου υποδύεται τον οδοντίατρο που το μόνο που έχει στο μυαλό του είναι το πώς θα γδύσει την χυμώδη πελάτισσα, στην ερώτηση της οποίας: «Μα τι κάνετε εκεί κάτω γιατρέ;», απαντά με απόλυτη ψυχραιμία: «Ψάχνω να βρω τη ρίζα»! Δίπλα τους στέκονται άνετα τα «Ντερβισόπαιδα» του 1960 και οι «Δουλειές του ποδαριού» την επόμενη χρονιά, ενώ σπουδαίες ήταν και οι παρουσίες του στο πλευρό άλλων μεγάλων της κωμωδίας, όπως ο Κώστας Χατζηχρήστος.
Σε ό,τι φορά την προσωπική ζωή του, ο Φραγκίσκος Μανέλλης ερωτεύτηκε και τελικά παντρεύτηκε την Μάρω Λαΐδου, το πραγματικό όνομα της οποίας ήταν Μάρω Νικολαΐδου. Βέβαια, η πιο σημαντική πληροφορία δεν είναι το επίθετο της συζύγου του, αλλά το γεγονός ότι ήταν κόρη της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου! Αν και τρυφερή μητέρα, η σπουδαία Ελληνίδα στιχουργός, δεν είδε με καλό μάτι την σχέση της επίσης ηθοποιού κόρης της και ήθελε να δει την εντυπωσιακής ομορφιάς κοπέλα να κάνει μια άλλη ζωή στο πλευρό ενός διαφορετικού άντρα. Παρά τις αντιρρήσεις της ωστόσο οι δυο τους προχώρησαν σε έναν μάλλον επεισοδιακό γάμο και μια ακόμη πιο επεισοδιακή ζωή, επιστέγασμα της οποίας υπήρξε το παιδί που απέκτησαν, η Ρέα, η οποία ασχολήθηκε κυρίως με τον χορό και την είδαμε στο «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο» του Αλέκου Σακελλάριου το 1957. Ο θάνατος της μητέρας της, πάντως, ενέπνευσε την γιαγιά της για να γράψει ένα από τα πιο αγαπημένα τραγούδια όλων των εποχών, το υπέροχο «Δυο πόρτες έχει η ζωή».
Ο Φραγκίσκος Μανέλλης ασχολήθηκε και με την μουσική την δεκαετία του ’70, συμμετέχοντας σε διάφορα σχήματα και το 1976 κυκλοφόρησε και το άλμπουμ «Ο Γιάννης και η Καλλιόπη στο Στρατό», με τον χαρακτηριστικό υπότιτλο «Ο Δίσκος του Γέλιου» και συνέχισε με μιούζικαλ στα οποία συντρόφευσε μερικούς σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως οι Δημήτρης Ψαριανός, Τζελσομίνα, Λήδα, Ρόμπερτ Ουίλιαμς, Πωλίνα και πολλοί άλλοι. Παλιότερα βέβαια έδειχνε τις φωνητικές ικανότητές του στην ταβέρνα του Κουμπούρα στη Νίκαια, όπου συχνά πήγαινε με τον θίασό του για να απολαύσουν καλό φαγητό, σε συναντήσεις που πάντοτε κατέληγαν σε… πανηγύρια!
Έφυγε, τελικά από αυτόν τον μάταιο κόσμο στις 11 Απριλίου του 1978, λόγω προβλημάτων καρδιάς, και κηδεύτηκε στον Κόκκινο Μύλο.