Λεγόταν (μάλλον) Δημήτριος Μήτσουρας, γεννήθηκε (μάλλον) στον Πειραιά ή την Αθήνα, κανείς δεν ξέρει το πότε και πού πέθανε και (σίγουρα) υπήρξε ο μεγαλύτερος Έλληνας αστέρας του βωβού κινηματογράφου στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, με περισσότερες από 40 ταινίες στο ενεργητικό του.
Όπως προϊδεάζει και η εισαγωγή, ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για την ζωή και την πορεία του Έλληνα που το 1911 ήταν ακόμα ένας από αυτούς που αναζήτησαν καλύτερη ζωή και τύχη στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, προσδοκώντας να βρουν την δική τους «Γη της Επαγγελίας» στις ΗΠΑ.
Για τον Δημήτριο Μήτσουρα η πορεία ήταν κάπως διαφορετική σε σχέση με άλλους συντοπίτες του καθώς είχε ένα επιπλέον εφόδιο, πέρα από την δίψα να πετύχει. Τις σπουδές του στην μουσική. Γεννημένος στις 14 Σεπτεμβρίου 1877, μετά το γυμνάσιο έλαβε καλλιτεχνική μαθαίνοντας κλαρίνο στη φιλαρμονική με καθηγητή τον Γκάιτενμπεργκ και περίπου σε ηλικία 20 ετών εκμεταλλεύτηκε τις φωνητικές ικανότητές του συμμετέχοντας στο νεοϊδρυθέν «Ελληνικό Μελόδραμα». Παρέμεινε εκεί για μια δεκαετία, μέχρι το 1908, όταν τον κάλεσε ο Ιωάννης Παπαϊωάννου για να τον συμπεριλάβει σε σχήματα ελληνικής οπερέτας, μέσω της οποίας διέγραψε αξιοσημείωτη πορεία, πριν τελικά αποφασίσει να ξενιτευτεί.
Φαίνεται ότι στην Αμερική ασχολήθηκε αμέσως με το σινεμά αφού το 1912 πρωταγωνιστεί στο φιλμ «Ο έμπορος της Βενετίας», σε σκηνοθεσία Λούσιους Χέντερσον. Την παραγωγή αναλαμβάνει το στούντιο «Thanhouser» με το οποίο συνεργάστηκε χρησιμοποιώντας (κατά τα φαινόμενα και άγνωστο γιατί) το όνομα Mikhail Mitzoras. Όταν άλλαξε εταιρία, άλλαξε και όνομα, υιοθετώντας το Demetrius Mitsoras, ενώ στην τελευταία του εμφάνιση στους τίτλους αρχής αναφέρεται ως Demetrius Ioanis Mitsoras. Αυτά τα τρία ήταν μερικά μόνο από τα ονόματα που χρησιμοποίησε, στα οποία συγκαταλέγονται επίσης και τα D.J. Mitsoras, Demetrius Mitsoris, Demetrio Mitsoras, Mikhail Mitsouras, D. Mitsoras!
Το 1913 πήρε την αμερικανική ιθαγένεια και τέσσερα χρόνια αργότερα μετακόμισε στο Λος Άντζελες όπου απογείωσε την καριέρα του παίζοντας δίπλα σε μεγάλα ονόματα της εποχής, όπως ο Ροδόλφο Βαλεντίνο, η Μαίρη Πίκφορντ και η Πόλα Νέγκρι, ενώ συμμετείχε και στο «Μια γυναίκα από το Παρίσι», σε σενάριο και σκηνοθεσία του Τσάρλι Τσάπλιν. Μέχρι το 1926 τον συναντάμε σε περίπου 40 παραγωγές και κάπου εκεί η καριέρα του πέφτει σε τέλμα αφού πλέον ο ομιλών κινηματογράφος αλλάζει πλήρως το σκηνικό, στέλνοντας ακόμη και μεγάλα ονόματα του βωβού στο περιθώριο. Χειρότερη, βέβαια, ήταν η κατάσταση για ηθοποιούς προερχόμενους από μη αγγλόφωνες χώρες.
Ο ίδιος ο Μήτσουρας σε μία από τις ελάχιστες (αν υπάρχουν κι άλλες) συνεντεύξεις που έχουν διασωθεί, μίλησε για το θέμα στο περιοδικό «Παρλάν» κατά την διάρκεια επίσκεψής του στην Αθήνα και εξηγεί: «Ανήκω και εγώ εις τους 35.000 καλλιτέχνας διαφόρων εθνικοτήτων, των υπηρεσιών των οποίων δεν ημπορεί να επωφεληθεί ο ομιλών κινηματογράφος, αλλά διότι υπό την σημερινήν μορφήν του περιορίζει την δράσιν του πραγματικού κινηματογράφου, του οποίου κύριον χαρακτηριστικόν είναι η γοργότης της εξελίξεως των εικόνων».
Παρά τις δυσμενείς και για τον ίδιο εξελίξεις, ο Μήτσουρας παρέμεινε στον χώρο του θεάματος, μεταπηδώντας πάντως στο θέατρο και μάλιστα στο ελληνόφωνο. Σε όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 1930 παίζει στην σκηνή και ξαφνικά –εντελώς αναπάντεχα- εμφανίζεται για τελευταία φορά στην μεγάλη οθόνη το 1953. Το «κύκνειο άσμα» του, λοιπόν, καταγράφεται στο φιλμ «Beneath the 12-mile reef». Πρόκειται για μια ταινία που αναφέρεται στους Έλληνες σφουγγαράδες του χωριού Τάρπον Σπρινγκς στην Καλιφόρνια, σε σενάριο του ελληνοαρμενικής καταγωγής Αλμπερτ Ισαάκ Μπεζερίδη. Εκεί ο ηλικίας 76 ετών πλέον -τότε- ηθοποιός υποδύεται το μέλος ενός ψαροκάικου, σε ένα ρόλο σαν αυτόν που ήξερε να παίζει, δηλαδή δίχως λόγια…