«Σαράντα χρόνια φιλία ακατάλυτη μ’ έσμιγε (σ.σ μαζί του)… Ήταν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσα ν’ αναπνέω, να μιλώ, να γελώ και να σωπαίνω μαζί του. Τώρα η Ελλάδα άδειασε»… Με αυτά τα λόγια αποχαιρέτησε ο Νίκος Καζαντζάκης τον Άγγελο Σικελιανό, τον ποιητή που αποτέλεσε τον άρχοντα της ελληνικής λαλιάς.
Οι δυο τους γνωρίστηκαν το 1914, όταν ο μέγιστος Κρητικός λογοτέχνης ήταν 31 ετών και ο Λευκαδίτης ποιητής 30. Η κοντινή ηλικία ήταν μόνο ένα (και μάλιστα επιφανειακό) σημείο επαφής. Σύντομα ανακάλυψαν ότι τους συνέδεαν πολλά άλλα πράγματα, με κυρίαρχο το πάθος τους για «τη συνείδηση της γης και της φυλής τους». Ταξίδεψαν μαζί σε μέρη συνδεδεμένα με την ελληνική ιστορία διαχρονικά και απολύτως χαρακτηριστικά της ταυτότητάς μας. Η Αθήνα, η Ελευσίνα, οι Δελφοί, η Κόρινθος, οι Μυκήνες, το Άργος, η Τεγέα, η Σπάρτη, ο Μυστράς και φυσικά το Άγιο Όρος στο οποίο έζησαν για 40 μέρες, ανακαλύπτοντας τον τόπο αλλά και τους εαυτούς τους.
Ο Άγγελος Σικελιανός γεννήθηκε στην Λευκάδα το 1883 αλλά πέρασε ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής του στον Άγιο Νικόλαο. Ένα μικρό νησάκι δίπλα του που σήμερα αποκαλείται «νησάκι του Σικελιανού». Δίπλα του η γυναίκα του η Εύα Πάλμερ, μια Αμερικανίδα που αποτέλεσε την πρώτη σύζυγό του, η οποία περιγράφεται ως μια αμαζόνα της εποχής. Παντρεύτηκαν το 1907 στο Μπαρ Χάρμπορ του Μέιν των ΗΠΑ, εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Αθήνα και 2 χρόνια αργότερα ο ποιητής εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Αλαφροΐσκιωτος» που έκτοτε τον ακολουθούσε παντού και πάντα.
Βαθιά φιλοσοφημένο άτομο, πολύ μπροστά από την εποχή του, έδειξε μοναδικό ενδιαφέρον για τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας και της ιστορίας του τόπου, με την διαδρομή από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες του. Έτσι πρωτοστάτησε για την δημιουργία στους Δελφούς ενός πνευματικού πυρήνα που θα έβαζε τέλος στις αντιθέσεις των λαών, αποκαλώντας την «Δελφική Ιδέα».
Για αυτόν τον σκοπό έδωσε πλήθος διαλέξεων προωθώντας τον ενώ παράλληλα έδινε διαλέξεις και οργάνωσε τις «Δελφικές Εορτές». Για τις πρωτοβουλίες αυτές, το 1929, η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε αργυρό μετάλλιο.
Ωστόσο ο Σικελιανός θα μπορούσε να είχε κατακτήσει κι ένα άλλο, πολύ πιο λαμπερό, βραβείο καθώς υπήρξε πέντε (!) φορές υποψήφιος για Νόμπελ Λογοτεχνίας, πριν μάλιστα αυτό απονεμηθεί σε Οδυσσέα Ελύτη και Γιώργο Σεφέρη. Μάλιστα το 1947 και το 1950 ήταν υποψήφιος από κοινού με τον Νίκο Καζαντζάκη, χωρίς όμως να φτάσουν ποτέ στην βράβευση. Επιπλέον το 1948 υπήρξε η πρόταση να μοιραστεί το Νόμπελ με τον τελικό νικητή εκείνης της χρονιάς Τ.Σ Έλίοτ, αλλά η πρόταση απορρίφθηκε.
Η αγάπη του για την Ελλάδα δεν εξαντλήθηκε στο πάθος του για το αρχαίο πνεύμα και κάλλος. Ήταν διαχρονική και αφορούσε κάθε πτυχή της. Γι’ αυτό και έπαιξε σημαντικό ρόλο και κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όταν προσυπέγραψε την «Έκκληση των Ελλήνων διανοουμένων» προς την παγκόσμια κοινότητα προκειμένου να πάρουν θέση για την επίθεση των Ιταλών, κάνοντας λόγο για «επανάσταση συνειδήσεων» και έναν νέο πνευματικό Μαραθώνα αντίστασης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν τέτοια η αναγνώριση που έλαβε για όλη την ως τότε πορεία και διαδρομή του που στις 28 Φεβρουαρίου του 1943 είχε την τιμή αλλά και το βάρος να εκφωνήσει τον επικήδειο λόγο για τον θάνατο του Κωστή Παλαμά, σε μια ημέρα που η κηδεία του σπουδαίου ποιητή μετατράπηκε σε ένα συλλαλητήριο κατά των δυνάμεων της γερμανικής Κατοχής και μια σιωπηρή «επίδειξη» του πνευματικού σθένους των Ελλήνων.
Δυστυχώς ο ίδιος έφυγε από την ζωή το 1951, σε ηλικία 67 ετών, και μάλιστα εντελώς αναπάντεχα. Υπέφερε από χρόνια ημιπληγία ενώ στα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε πολλά προβλήματα υγείας, ενώ παράλληλα ήταν αντιμέτωπος και με την φτώχεια. Στις 4 Ιουνίου η οικιακή βοηθός που τον πρόσεχε έκανε ένα τραγικό λάθος και αντί να του χορηγήσει το φάρμακο που λάμβανε, χορήγησε απολυμαντικό με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρά εγκαύματα σε εσωτερικά όργανα, κυρίως στους πνεύμονες. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείου «Η Παμμακάριστος» όπου τελικά άφησε την τελευταία πνοή του στις 19 του ίδιου μήνα.
Στο πλάι του μέχρι τέλους στάθηκε η δεύτερη σύζυγός του η Άννα Καραμάνη, ο γάμος των οποίων υπήρξε σχεδόν σκανδαλώδης για την εποχή, αφού ήταν και οι δύο παντρεμένοι όταν γνωρίστηκαν, πριν επισημοποιήσουν τον έρωτά τους.