Νίκος Καζαντζάκης: Ο Τελευταίος συγγραφικός «Πειρασμός»

Η ταινία «Καζαντζάκης» κάνει απόψε επίσημη πρεμιέρα και το menshouse, με αφορμή το φιλμ του Γιάννη Σμαραγδή, μεταφέρεται νοερά σ’ ένα βραχώδες ύψωμα στα βορειοδυτικά της Ιερουσαλήμ…

Δώσε στα μάτια σου λίγο χρόνο, εντάξει; Μην τα πιέζεις, θα συνηθίσουν στο ημίφως των κεριών. Έτσι μπράβο- βελτιώθηκε η κατάσταση, δε νομίζεις; Τώρα μπορείς να συνεχίσεις την πορεία σου στο…

Αλήθεια, πού βρίσκεσαι; Μοιάζει με στοά, όμως ακόμα δεν μπορείς να είσαι σίγουρος. Το μόνο που ξέρεις είναι πως δεν έχεις ξαναβρεθεί εδώ κι αυτό σου προκαλεί νευρικότητα, παρά την κατανυκτική ατμόσφαιρα που μοιάζει- ανεξήγητο πώς- ν’ αγκαλιάζει κάθε σπιθαμή του χώρου. 

Αναγκάζεσαι να περπατάς σκυφτός, μιας και το ταβάνι είναι αρκετά χαμηλό. Οι καταραμένοι, θαρρείς, τοίχοι δείχνουν σα να θέλουν να σε κρατήσουν για πάντα μέσα τους έτσι κοντά που βρίσκονται ο ένας στον άλλον και οι αόριστες κραυγές που ακούς από κάπου έξω κάνουν την καρδιά σου να χτυπάει ολοένα και πιο δυνατά.

Περπατάς- ένα ακόμα διστακτικό βήμα προς το στόμα του αρραγούς σκοταδιού. Έπειτα δεύτερο. Μετά τρίτο.

Γκντουπ!

Κάτι χτύπησες- κοιτάζεις χαμηλά, στα πόδια σου. Είναι ένα μαύρο βιβλίο, χωρίς τίποτα γραμμένο στο εξώφυλλό του.

Κάθεσαι κάτω, βρίσκεις τρόπο να ρίξεις το ασθενικό, κίτρινο τρεμάμενο φως από το κερί που κρατάς ευθεία μπροστά στις σελίδες και μετά αφήνεσαι.

Μια ανώτερη δύναμη αναλαμβάνει από κει και πέρα τα υπόλοιπα…

  «Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο. καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο. το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή»

Διαβάζεις τα πρώτα κεφάλαια- το «διαδικαστικό» κομμάτι: το ότι γεννήθηκε στην Κρήτη το 1883 (σε μια εποχή, δηλαδή, που το νησί αποτελούσε ακόμα τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), το γεγονός πως, μετά τα πρώτα του μαθητικά χρόνια στο Ηράκλειο, γράφτηκε στη Γαλλική εμπορική σχολή της Νάξου κι εξοικειώθηκε με τη γαλλική και την ιταλική γλώσσα, την ολοκλήρωση των γυμνασιακών του σπουδών στη γενέτειρά του και τη φυγή του για την Αθήνα το 1902 προκειμένου να σπουδάσει νομική.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, αφότου έχει πάρει το πτυχίο του με την υπογραφή του (γραμματέα στο πανεπιστήμιο) Κωστή Παλαμά σε περίοπτη θέση, φέρνει την γραφίδα για πρώτη φορά σ’ επαφή με το λευκό χαρτί: το «Όφις και Κρίνο», το παρθενικό του μυθιστόρημα, βγαίνει από την σκοτεινή άβυσσο κι έρχεται στη Ζωή.

Το (συγγραφικό) φως καλύπτει τα πάντα.

Και το ταξίδι ξεκινά.

«Η καρδιά του ανθρώπου είναι ένα κουβάρι κάμπιες. Φύσηξε, Χριστέ μου, να γίνουν πεταλούδες»

Οι σελίδες, πλέον, δείχνουν να γυρνούν από μόνες τους. Έτσι πρέπει να γίνει, καθώς η φλόγα γλείφει σαν αδηφάγο πύρινο τέρας το σώμα του κεριού και το μετατρέπει ολοένα και περισσότερο σε λιωμένα κακέκτυπα του πρότερου εαυτού του.

Μαθαίνεις για το πώς έφυγε για μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι, εκεί όπου γνώρισε τον μεγαλύτερο, ενδεχομένως, «δάσκαλό» του- τον σπουδαίο Γάλλο φιλόσοφο «της μνήμης και της συνείδησης», τον Ανρί- Λουίς Μπεργκσόν- ο οποίος επηρέασε βαθύτατα το έργο του.

Συνεχίζει να γράφει πυρετωδώς, με την καθολική αναγνώριση ν’ αρνείται πεισματικά- για την ώρα…- να φανεί συνεπής στο ραντεβού τους, γνωρίζει τον Άγγελο Σικελιανό και διαμένουν για 40 ολόκληρες ημέρες στο Άγιο Όρος κι εν συνεχεία οργώνουν την Ελλάδα προκειμένου να βρουν την ταυτότητα της φυλής τους.

Ακολουθούν μυριάδες ταξίδια σε όλα τα πλάτη και μήκη της γης τα οποία καταγράφονται στους τόμους του «Ταξιδεύοντας» κι έπειτα…

Κι έπειτα, έχοντας αφήσει δια παντός πίσω του το στάδιο της κάμπιας, ανοίγει τα φτερά του σαν πεταλούδα.

Λίγο αργότερα, έρχεται η εκτόξευση στ’ αστέρια.

Και σε ό,τι κρύβεται πίσω από αυτά.

«Μια αστραπή η ζωή μας… μα προλαβαίνουμε»

Μπορεί να μοιάζει ουτοπικό, όμως αλήθεια προλαβαίνει κανείς- αρκεί να κινηθεί με αστραπιαίους ρυθμούς, σαν τον «ήρωα» της ιστορίας του περίεργου τούτου βιβλίου που διαβάζεις.

Δες και μόνος σου: δημοσιογραφικά ταξίδια στη Ρωσία, μεταφράσεις παιδικών βιβλίων από τα γαλλικά και έκδοση διάφορων λεξικών προκειμένου να βγάλει τα προς το ζην, κινηματογραφικά σενάρια, ποιήματα και, φυσικά, μυθιστορήματα.

Ο ίδιος χαρακτηρίζει την ογκώδη «Οδύσεια» (με ένα –σ) των 33.333 17σύλλαβων στίχων ως το έργο της ζωής του και όλα τα υπόλοιπα ως «πάρεργα», όμως, αλήθεια, πότε ξανά τα πάρεργα είχαν τόσο υπέροχη «αφή», «όψη» και «μυρωδιά»;

Υπέροχα, τουλάχιστον, για τον μέσο αναγνώστη. Όχι για εκείνους που φοράνε υπερμεγέθεις σταυρούς στο λαιμό τους και προτιμούν η ψυχή και η συμπεριφορά τους να εναρμονίζονται, ενίοτε, με το χρώμα των ράσων τους.

Όχι για την εκκλησία.

«Δεν τον φοβάμαι τον Θεό, αυτός καταλαβαίνει και σχωρνάει. Τους ανθρώπους φοβάμαι. Αυτοί δεν καταλαβαίνουν και δεν σχωρνούν»

Η πρώτη σοβαρή «ενόχληση» χρονολογείται πίσω στο 1928, έναν χρόνο μετά τη δημοσίευση της «Ασκητικής». Με το «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» το νοερό ποτήρι αρχίζει να γεμίζει. Ο «Καπετάν Μιχάλης» το φτάνει στα όριά του και «Ο Τελευταίος Πειρασμός» εκτελεί χρέη σταγόνας που ξεχειλίζει το δύσμοιρο ποτήρι.

Η εκκλησία της Ελλάδος βρίσκει πρώτα τα ρούχα της, έπειτα τα φοράει και στο τέλος βγαίνει απαυδισμένη από αυτά, κρατώντας τα βιβλία του ανά χείρας και ουρλιάζοντας  πως τα έργα του είναι «αντιχριστιανικά και αντεθνικά», κάτι που ωθεί την ιερά σύνοδο να στείλει επιστολή στην κυβέρνηση ζητώντας, στα μέσα της δεκαετίας του 50, ν’ απαγορευτεί η κυκλοφορία τους. Φτάνει, δε, στο έσχατο σημείο, συζητώντας εντόνως και την περίπτωση το αφορισμού του.

Η αποστομωτική απάντηση του συγγραφέα; «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να ’ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να ’στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ». Ο ίδιος το ξέρει καλύτερα από τον καθέναν πως η προσβολή των θρησκευτικών ειδών είναι το εντυπωσιακό πρόσχημα- στην πραγματικότητα τον «χτυπάνε» λόγω των φιλοκομμουνιστικών του φρονημάτων.

Ο αφορισμός αποφεύγεται- παρά την ευρεία πεποίθηση ότι δεν τον γλίτωσε, εν τέλει- χάρη στην παρέμβαση του Πατριάρχη Αθηναγόρα, όμως ο θρησκευτικός «λεκές» δίπλα από το όνομά του παραμένει.

«Είναι άθεος», λέει το άτυπο πόρισμα.

Μια απόφαση που σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι ποιος είναι αυτός που δεν έχει το θεό του.

«Τι φοβερός ανήφορος από τον πίθηκο στον άνθρωπο, από τον άνθρωπο στον Θεό»

Η φλόγα που τρεμοσβήνει ολοένα και περισσότερο επιτάσσει να τρέξεις τις επόμενες σελίδες- κι εσύ, σα μαγεμένο έμβιο ρομπότ, κάνεις ακριβώς αυτό: διαβάζεις για την «προαγωγή» που πήρε ο «Τελευταίος Πειρασμός» και μπήκε στην (καταργηθείσα, πλέον) λίστα των Απαγορευμένων Βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, την «απάντηση» του συγγραφέα μέσω τηλεγραφήματος με το ιστορικό «Ad tuum, Domine, tribunal appello» («Στο Δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση), τις 9, συνολικά, φορές τις οποίες προτάθηκε για Νόμπελ λογοτεχνίας (χάνοντάς το στο νήμα 2 εξ αυτών), τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Τις παρεκκλησιαστικές οργανώσεις ν’ απειλούν, υποτίθεται, με πρωτοφανές «λιντσάρισμα» σε περίπτωση που η σωρός του ετίθετο- όταν πέθανε, το 1957, νικημένος από τη λευχαιμία- σε λαϊκό προσκύνημα, με αποτέλεσμα ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών να ζητήσει να μεταφερθεί στο Ηράκλειο.

Εκεί, στα Βενετσιάνικα τείχη του Ηρακλείου (η ορθόδοξη εκκλησία απαγόρευσε να ταφεί σε νεκροταφείο…), μια από τις πιο ξεχωριστές γαλανόλευκες πένες αποχωρίστηκε για πάντα το χαρτί και η εκκωφαντική σιωπή κάλυψε τα πάντα.

Ή, ακριβέστερα, σχεδόν τα πάντα.

«Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος»

Η γραφή του υπήρξε δυναμική και τόσο παραστατική που βλέπεις, σε κάθε σελίδα, τις εικόνες να χορεύουν μπροστά σου. Η μεταφυσική αγωνία στα έργα του μπλέκεται μαεστρικά με το σκοπό του ανθρώπου σ’ αυτόν τον κόσμο, ο θάνατος αναλύεται με καινοφανή τρόπο, το ηρωικό στοιχείο (μην ξεχνάμε πως μεγαλούργησε κι έγινε διεθνώς γνωστός σε μια πολύ δύσκολη εποχή για την Ελλάδα) είναι πανταχού παρόν, τ’ αντιθετικά δίπολα παράδεισος- κόλαση, αλήθεια- ψέμα, πνεύμα- ύλη (σαφείς οι επιρροές του Μπεργκσόν εδώ) αποτελούν τους πυλώνες πάνω στους οποίους «πατάνε» οι ιστορίες του και η ψυχολογική ανάλυση των χαρακτήρων του παραδίδει ορισμένα πρωταγωνιστικά- και όχι μόνο- διαμάντια.

Δεν αποτελεί τυχαία τον πιο πολυδιαβασμένο και τον περισσότερο μεταφρασμένο σύγχρονο Έλληνα συγγραφέα- όχι. Τον αγαπάνε εξίσου σε Ανατολή και Δύση λόγω του αστείρευτου ταλέντου του και της συνεχούς του υπαρξιακής αναζήτησης, την οποία αποτυπώνει με περισσή δεξιότητα στα βιβλία του.

Όσο για το περιβόητο θέμα της θρησκείας; Η (δεύτερη) γυναίκα του, η Ελένη, το έθεσε μάλλον καλύτερα απ’ όλους: «Ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος που έψαχνε αλλά δεν βρήκε το Θεό…»

Αίφνης, συνειδητοποιείς πως το κερί σου πνέει τα λοίσθια. Γυρίζεις απελπισμένα, σχεδόν, στην τελευταία σελίδα. Θέλεις να δεις ποιο είναι το όνομά του, για ποιον διαβάζεις τόση ώρα- το όνομα του, εντέχνως, δεν έχει αναφερθεί πουθενά στο βιβλίο.

Το βρίσκεις. Γράφει

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖ…

Κι έπειτα μια έκρηξη τηλαυγούς φωτός κρύβει τα πάντα. Δεν μπορείς να το εξηγήσεις, όμως η στοά αποτελεί παρελθόν. Είσαι έξω, πάνω σ’ έναν λόφο, στριμωγμένος ανάμεσα σε χιλιάδες ανθρώπους.

Το βιβλίο σου έχει εξαφανιστεί, έτσι στρέφεσαι μοιραία στο «θέαμα» μπροστά σου: ένας εξουθενωμένος Άνθρωπος μ’ ένα ακάνθινο στεφάνι στο κεφάλι ανεβαίνει τον Γολγοθά σέρνοντας τον σταυρό του. 

Μαγεμένος, τον ακολουθείς. Τα υπόλοιπα, γίνονται με κινηματογραφική ταχύτητα: η σταύρωσή του, σαν σε όνειρο, μοιάζει ν’ αμφιρρέπει ανάμεσα στο τώρα και το ποτέ, τα σύννεφα παίρνουν ένα μαβί χρώμα, οι ουρανοί ανοίγουν και μια φωνή, αυτή του συγγραφέα- παντογνώστη, αρχίζει να πάλλεται στο κέντρο του μυαλού σου.

Ενόσω η βροχή αναμειγνύεται με τα δάκρυά σου, χαρακώνοντας το πρόσωπό σου, τον ακούς να σου μιλά.

Μειδιάς.

Ψιθυρίζει:

«Τα πάντα έγιναν όπως πρέπει, δόξα σοι ο Θεός!

Έσυρε φωνή θριαμβευτικιά:

Τετέλεσται!

κι ήταν σα να ’λεγε: Όλα αρχίζουν».