255.000 άτομα προσωπικό: Ο ελληνικής καταγωγής Κροίσος που έχει πάντα ένα χαρτί διπλωμένο στην τσέπη

Ο «βασιλιάς» της Wall Street

«Ακόμα θυμάμαι όταν πήρα την πρώτη μου μεγάλη δουλειά. Πήγα στον παππού μου και του είπα: “Παππού, θα πρέπει να είσαι περήφανος που ο εγγονός ενός Έλληνα μετανάστη έφτασε τόσο μακριά”. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το χαμόγελο του και το συναίσθημα…». Μα, ποιος είναι αυτός ο πατριώτης μας που πήγε τόσο ψηλά στα ξένα; Ποιος είναι αυτός που έγινε, είναι ακόμα, ένας από τους ισχυρότερους τραπεζίτες στον πλανήτη; Ένας «σύγχρονος Μίδας» όπως τον αποκάλεσαν άλλοτε οι Sunday Times ή ένας «ροκ σταρ του τραπεζικού συστήματος» σύμφωνα με το περιοδικό Time; Δεν του φαίνεται από το όνομα. Αλλά στο αίμα του Τζέιμι Ντίμον, του ισχυρού άνδρα της JP Morgan, κυλάει ξεκάθαρα Ελλάδα…

Σε συνέντευξή του, στην Καθημερινή, πριν από περίπου ένα χρόνο το είχε εκφράσει ως εξής: «Η ελληνική μου κληρονομιά ήταν πάντα πολύ σημαντική για μένα. Η μητέρα μου κατάγεται από ένα χωριό έξω από τη Σπάρτη. Το επισκέφτηκα πριν από λίγα χρόνια – οι γονείς μου πέθαναν προ εξαετίας. Είχα πρόσφατα την ευκαιρία να πάω στο χωριό μας, τον Άγιο Πέτρο».

Μιλάμε για έναν από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους της αμερικανικής κοινωνίας. Σε δύναμη, σε επιρροή, σε προοπτική. Χαρακτηριστικά, το 2018, είχε κάνει μια δήλωση στην οποία άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο να διεκδικήσει την προεδρία των ΗΠΑ. Λέγοντας ότι θα μπορούσε να κερδίσει τον Ντόναλντ Τραμπ, καθώς είναι εξίσου σκληρός και… πιο έξυπνος. Όμως, τελικά το διέψευσε ως σενάριο. Φροντίζοντας όμως από τότε να αφήσει κατά καιρούς παραθυράκι για εμπλοκή, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, με την πολιτική.

Προς το παρόν, βολεύεται μια χαρά με αυτό που κάνει ως CEO της μεγαλύτερης αμερικανικής τράπεζας. Από το 2005 βρίσκεται σε αυτό το πόστο και σύμφωνα με τα λεγόμενά του, σχεδιάζει να παραμείνει σε αυτό για ακόμα μια 5ετία. Μια εντυπωσιακή μακροβιότητα σε μια τόσο κολοσσιαία απαιτητική θέση. Κάτι που φανερώνει σπουδαίες ικανότητες και σπάνιο μέταλλο. Για να το θέσουμε παραστατικά, διοικεί μια παγκόσμια αυτοκρατορία με 255.350 άτομα προσωπικό, 85 εκατομμύρια καταθετικούς λογαριασμούς, 122,9 δισεκατομμύρια δολάρια τζίρο και 3,4 τρισεκατομμύρια δολάρια ενεργητικό! Μόνο οι κρατικές τράπεζες της Κίνας είναι μεγαλύτερες, σε παγκόσμιο level.

Κι όλα αυτά έγιναν πράξη χάρη στον παππού του και σε μια κομβική απόφαση που πήρε αυτός, 100 και πλέον χρόνια πριν. Πάνος Παπαδημητρίου, το όνομα αυτού. Μετακόμισε στη Νέα Υόρκη από τη Σμύρνη μετά το ξέσπασμα της μικρασιατικής εκστρατείας το 1919. Ήταν προφανώς διορατικός και έβλεπε πως αυτό δεν θα εξελισσόταν καθόλου καλά. Στις ΗΠΑ έπρεπε να ξεκινήσει από το μηδέν. «Ήρθε χωρίς ούτε ένα σεντ και αρχικά βρήκε δουλειά ως οδηγός λεωφορείου», έχει αφηγηθεί ο εγγονός του. Κατανοώντας γρήγορα πως ο ρατσισμός ήταν βαθιά ριζωμένος στη νέα γη που τον έφερε η μοίρα κατάλαβε πως έπρεπε να καμουφλαριστεί, κατά κάποιον τρόπο. Άλλαξε έτσι το όνομα του σε Ντίμον. Το επέλεξε επειδή (λέγεται πως) είχε… ερωτευτεί μια Γαλλίδα και επειδή η αντιμετώπιση που είχαν οι Γάλλοι στις ΗΠΑ ήταν πολύ ευνοϊκότερη από την αντίστοιχη των Ελλήνων.

Λίγο μετά και αξιοποιώντας τις γνώσεις που είχε αποκτήσει δουλεύοντας σε τράπεζες στην Αθήνα και στη Σμύρνη, έπιασε μια πολύ καλή δουλειά, στην Atlantic Bank of New York. Έφτασε έως και τη θέση του αντιπροέδρου. Αποφάσισε να φύγει για να γίνει χρηματιστής στην Shearson Hammill. Στην ίδια εταιρεία ξεκίνησε αργότερα την καριέρα του και ο πατέρας του Τζέιμι Ντίμον, Θεόδωρος ή Τεντ. Στο πλαίσιο της μακροχρόνιας εργασίας τους, διαχειριζόντουσαν τα χρήματα πολλών Ελλήνων ομογενών. Είχαν καλό όνομα και εξαιρετική αποτελεσματικότητα.

«Ήταν πολύ ηθικός. Πίστευε πολύ στο σωστό και το λάθος. Στο να λες την αλήθεια. Θύμωνε εάν δεν συμπεριφερόσουν σε κάποιον σωστά. Ήθελε να υπερασπιζόμαστε εκείνους που βρίσκονταν σε δύσκολη θέση»  έχει πει ο Τζέιμι Ντίμον για τον παππού του, περιγράφοντάς τον παράλληλα ως «υπέροχο άνθρωπο», που «μιλούσε έξι γλώσσες, διάβαζε πολύ, περπατούσε πολλά χιλιόμετρα καθημερινά και αγαπούσε πολύ τη δουλειά του: τις μετοχές».

Τίποτα δεν έλειπε στον Τζέιμι ενώ μεγάλωνε στη Νέα Υόρκη. Ο παππούς του και ο πατέρας του, του έμαθαν να αγαπάει την τραπεζική και τις χρηματιστηριακές συναλλαγές. Φοίτησε στο Μπράουνινγκ, ένα ιδιωτικό σχολείο αρρένων και σπούδασε στο Tufts University, όπου έγραψε μία εργασία που κίνησε το ενδιαφέρον του διάσημου τραπεζίτη Σάντι Βέιλ, οικογενειακού φίλου των Ντίμον. Εκείνος πρόσφερε μια θέση μαθητείας στον νεαρό τότε Τζέιμι. Αυτή έμελλε να είναι η αρχή μιας επαγγελματικής σχέσης που σημάδεψε τη ζωή του όσο καμία άλλη.

Αφότου αποφοίτησε από το Χάρβαρντ (όπου και γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του, Τζούντι Κεντ με την οποία έχουν 3 παιδιά), απέρριψε προτάσεις από τις Goldman Sachs, Lehman Brothers και Morgan Stanley, για να δουλέψει πλάι στον Βέιλ, στην American Express. O Βέιλ έκλεισε μία σειρά από deals που τελικά δημιούργησαν την πανίσχυρη τότε Citigroup. Στα 65 του, ο Αμερικανός τραπεζίτης αλλά και ο 42χρονος τότε προστατευόμενός του, βρέθηκαν σε θέση ηγέτη στην αγορά.

Όμως, σταδιακά, ο Βέιλ άρχισε να θεωρεί απειλή τον Ντίμον. Και όταν βρήκε αφορμή, τον απέλυσε. Ο Ντίμον σοκαρίστηκε, δεν τον περίμενε. Όμως πιστεύει πως αυτό το γεγονός τον ατσάλωσε, τον έκανε αυτό που είναι σήμερα. Πέρασε δύο χρόνια προετοιμάζοντας τον εαυτό του αλλά και γεμίζοντας τις μπαταρίες του. Επέστρεψε δυναμικά και αποφασισμένος, στο τιμόνι της Bank One, μιας προβληματικής τράπεζας του Σικάγο. Μείωσε τα κόστη, έκανε απολύσεις, «σουλούπωσε» τα δεδομένα και το 2004 πούλησε την τράπεζα στην JP Morgan Chase και έγινε αυτός ο CEO της.

Επί των ημερών του Ντίμον, οι μέτοχοι της JP Morgan πενταπλασίασαν τα χρήματά τους (για την ακρίβεια έβγαλαν 530%). Αντίθετα, στο ίδιο διάστημα η Goldman Sachs έδωσε αποδόσεις 276%, η Morgan Stanley 188% και η Bank of America 29%. Όσοι επένδυσαν στην Citigroup στην περίοδο αυτή, έχασαν το 80% των χρημάτων τους. Ούτε η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση μπόρεσε να τον ρίξει από το θρόνο του. Ίσα ίσα, βγήκε πιο ισχυρός από αυτή τη δοκιμασία. Φτάνοντας να έχει σήμερα περιουσία 1,9 δισ. δολαρίων, ενώ κερδίζει περίπου 30 εκατ. δολάρια τον χρόνο.

Είναι απολύτως λογικό να έχει πολλούς θαυμαστές. «Είναι ένας από τους καλύτερους CEOs τραπεζών στον κόσμο. Είναι και πολύ στρατηγικός αλλά και πολύ ενεργός στην πράξη. Γνωρίζει κάθε λεπτομέρεια. Αναλύει τα πράγματα και δίνει γρήγορες απαντήσεις. Είναι πολύ έξυπνος και κάποιες φορές λίγο σκληρός. Πάντα κρατά τον λόγο του», λέει για εκείνον ένας Ευρωπαίος τραπεζίτης.

Δεν γίνεται βέβαια να αρέσει σε όλους. «Είναι ένας βασιλιάς-αυτοκράτορας. Ενας ναρκισσιστής. Κάτω από την επιφάνεια, έχει το στυλ των Αμερικανών CEOs του 1960 ή ακόμα και του 1950, και πιστεύει πραγματικά στην απόλυτη εξουσία», είχε πει γι’ αυτόν ένας investment banker της JP Morgan που έφυγε υπό άσχημες συνθήκες από την τράπεζα.

Του χρεώνουν μάλιστα και κυνική συμπεριφορά στις απολύσεις. Ο ίδιος το προσεγγίζει αλλιώς. Σαν να τους κάνει χάρη. «Είναι σχεδόν σαν να λέει “εγώ είχα αυτή την τόσο επιτυχημένη καριέρα γιατί απολύθηκα από τον Σάντι Βέιλ, επομένως άσε με να σου κάνω το ίδιο, απολύεσαι, τώρα βρες μια τράπεζα να διοικήσεις”», όπως έχει πει συνεργάτης του.

Δεν σημαίνει όμως αυτό και πως συμπεριφέρεται αυταρχικά στους από κάτω του. Κι αυτό καθότι δεν ξεχνά μια ιστορία, όταν ήταν αυτός νέος. Δούλευε ως σύμβουλος επιχειρήσεων, πριν πάει στο Χάρβαρντ. Ένας από τους εταίρους διέταξε τον 20άρη τότε Ντίμον να δουλέψει όλο το Σαββατοκύριακο για να έχει έτοιμο ένα project τη Δευτέρα το πρωί. Ο Ντίμον το έκανε. Όμως ο εταίρος εμφανίστηκε στο γραφείο στη 1 το μεσημέρι και παραδέχτηκε πως πρακτικά δεν χρειαζόταν αυτή τη δουλειά να είναι έτοιμη τόσο νωρίς, απλώς ήθελε να βεβαιωθεί πως θα είναι έτοιμη για όταν τη χρειαστεί. Ήταν, δηλαδή, ένα καψόνι. Ο μικρός Τζέιμι έγινε έξαλλος.

«Μου κατέστρεψες το Σαββατοκύριακο, δεν θα δουλέψω ξανά μαζί σου», του είπε. Οι συνάδελφοί του προσπάθησαν να τον ηρεμήσουν, λέγοντάς του πως αυτά συμβαίνουν. «Εάν θέλουν, ας με απολύσουν», τους απάντησε. Τελικά κέρδισε. Δεν απολύθηκε. Διηγείται ακόμα την ιστορία αυτή για να πει πως όλοι πρέπει να αντιμετωπίζουν το προσωπικό με σεβασμό. Όμως προκύπτει και ένα άλλο συμπέρασμα: Θα κινήσει γη και ουρανό για να κάνει αυτό που θέλει και δεν θα κάνει την παραμικρή υποχώρηση, δεν θα δείξει το παραμικρό σημάδι αδυναμίας. Με αυτή τη νοοτροπία έφτασε να είναι ανελλιπώς, από το 2006 κι έπειτα, στη λίστα του Time με τους 100 πιο επιδραστικούς ανθρώπους στον κόσμο.

Να σημειώσουμε επίσης πως περνάει αρκετές ημέρες τα καλοκαίρια στην Ελλάδα, συνήθως κάνοντας κρουαζιέρα στα νησιά, περνώντας και από την Αθήνα. Πάντα αθόρυβα και μακριά από τη δημοσιότητα. Τον Ιούνιο του 2014 είχε επισκεφτεί την Ελλάδα, επίσημος προσκεκλημένος του τότε πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά. Ήταν ο πρώτος επικεφαλής μεγάλης αμερικανικής τράπεζας που είχε επισκεφτεί τη χώρα μας μετά το ξέσπασμα της κρίσης.

Να το σημείωσε άραγε στο περίφημο χαρτάκι του; Το έχει πάντα στην τσέπη του. Διπλωμένο. Εκεί γράφει όλους εκείνους που του χρωστούν χάρες αλλά και εκείνους στους οποίους χρωστά ο ίδιος. Παλιομοδίτικο; Μάλλον η αξία του κλασικού. Και δεν θα μας έκανε καμία εντύπωση αν μαθαίναμε πως κι αυτή ήταν μια διδαχή του παππού του. Γιατί η ιστορία του αποκαλούμενου και «βασιλιά της Wall Street» στην πραγματικότητα ξεκίνησε πριν από 100 και πλέον χρόνια. Από την απόφαση ενός Έλληνα να κυνηγήσει την τύχη του στις ΗΠΑ.