Ο Τύμβος έκρυβε θησαυρό: Ο Έλληνας αρχαιολόγος που έκανε την «ανακάλυψη του αιώνα» αγνοήθηκε επιδεικτικά από το κράτος

Ο «ποιητής της αρχαιολογίας»…

Χαρακτηρίστηκε ως «ποιητής της αρχαιολογίας» ενώ τα ευρήματά του σε ανασκαφές έφεραν στο φως στοιχεία που σε σπουδαιότητα συγκρίνονται μόνο με τον τάφο του Τουταγχαμών. Κάποιοι, μάλιστα, υποστηρίζουν ότι ο Βίκτωρ Σαρηγιαννίδης έκανε την «ανακάλυψη του αιώνα», ωστόσο αυτό δεν στάθηκε αρκετό για το ελληνικό κράτος που τον… τίμησε με μια σύνταξη ΟΓΑ της τάξεως των 192 ευρώ μηνιαίως…

Γεννήθηκε το 1929 στην Τασκένδη καθώς οι Πόντιοι γονείς του προσπαθούσαν να αποφύγουν τον πόλεμο που είχε ξεσπάσει στην πρώην Σοβιετική Ένωση και απειλούσε μεταξύ άλλων και την ακμάζουσα ελληνική κοινότητα της περιοχής. Από μικρός έδειξε την αγάπη του για την αρχαιολογία και έτσι μετά την δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σπούδασε στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Κεντρικής Ασίας στην Τασκένδη και αργότερα πήρε το Master Αρχαιολογίας Εγγύς και Μέσης Ανατολής από το Ινστιτούτο Αρχαιολογίας της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών στη Μόσχα. Ωστόσο πριν καν ολοκληρώσει την ακαδημαϊκή πορεία του είχε ήδη συμμετείχε σε διάφορες αποστολές στην περιοχή του Τουρκμενιστάν.

Πολύ γρήγορα αντιλήφθηκε ότι η έρημος Καρακορούμ έκρυβε πολλά περισσότερα μυστικά από αυτά που αντιλαμβανόταν ο κόσμος και ουσιαστικά αφιέρωσε δεκαετίες από την ζωή του σε αυτήν την εξερεύνηση καταφέρνοντας τελικά να αλλάξει όχι μόνο την αντίληψη των ομοίων του και της κοινής γνώμης, αλλά ουσιαστικά να δώσει μια νέα διάσταση στην ιστορία του ανθρώπινου είδους με τα ευρήματά του.

Αυτό συνέβη το 1978 όταν «ανάγκασε» την διεθνή κοινότητα να ασχοληθεί με την περιοχή καθώς οι ανασκαφές του στο Τίλια Τεπέ του Αφγανιστάν όχι μόνο επιβεβαίωσε όσα υποστήριζε ο αρχαιολόγος στο έργο του «Το Αφγανιστάν στην Εποχή του Χαλκού και την Εποχή του Σιδήρου» αλλά επίσης έφερε στο φως έναν μοναδικό Τύμβο.

Σε αυτόν βρέθηκαν –ανάμεσα σε άλλα- έξι τάφοι (πέντε γυναικών και ενός άνδρα), αλλά κι ένας πραγματικός θησαυρός αποτελούμενος από περίπου 20.000 χρυσά αντικείμενα τα οποία αποτέλεσαν ξεκάθαρη απόδειξη της ύπαρξης ενός ακμαιότατου πολιτισμού. Μάλιστα αυτή θεωρήθηκε από πολλούς η «ανακάλυψη του αιώνα», την ώρα βέβαια που οι Σοβιετικοί ετοιμάζονταν για την εισβολή στο Αφγανιστάν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πορεία των εργασιών του και τις δυσχέρειες που κλήθηκε να αντιμετωπίσει αυτός ο σπουδαίος επιστήμονας.

Επιπλέον τα εκθέματα βρέθηκαν στο αρχαιολογικό μουσείο της πρωτεύουσας Καμπούλ, πριν περάσουν νέες περιπέτειες πολλά χρόνια αργότερα με την επικράτηση των Ταλιμπαν. Μάλιστα για μια περίοδο θεωρήθηκε ότι είχαν χαθεί οριστικά πριν εμφανιστούν ξανά το 2003.

Όμως η συνεισφορά του στην αρχαιολογία δεν σταμάτησε στον αμύθητο θησαυρό του Τύμβου, αλλά επεκτείνεται πολύ παραπάνω καθώς ανυπολόγιστης επιστημονικής σημασίας ήταν τα ευρήματά του στην περιοχή του Ντασλί, στα σύνορα του Αφγανιστάν με τον Τουρκμενιστάν.

Στην πραγματικότητα ο Βίκτωρ Σαρηγιαννίδης με τις ανασκαφές του άλλαξε την παγιωμένη ως τότε αντίληψη για το ελληνικό στοιχείο της περιοχής, αφού ως τότε επικρατούσε η αντίληψη ότι αυτό συνδέεται μόνο με το πέρασμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η σκαπάνη του ακούραστου εργάτη της αρχαιολογίας, όμως, έδειξε ότι 1.500 χρόνια πριν τον μεγαλύτερο στρατηλάτη όλων των εποχών εκεί άκμασε ένας πολιτισμός που συνδέεται άμεσα με τους Έλληνες.

Μέχρι την δική του δουλειά υπήρχε η εντύπωση η Καρακορούμ ήταν πάντα ένα άνυδρο μέρος. Εκείνος όμως άφησε τον κόσμο με το στόμα ανοιχτό ανασύροντας από την λήθη το αρχαίο βασίλειο της Μεργιανής, στην κοιλάδα του ποταμού Ώξου (σημερινή ονομασία Αμού Ντάρια) φέρνοντας στην επιφάνεια ένα μεγαλοπρεπές ανάκτορο αλλά και επτά ναούς. Ο ίδιος τότε έκανε λόγο για μια μικρή Μεσοποταμία στην κεντρική Ασια, τοποθετώντας τον πολιτισμό που άκμασε εκεί δίπλα σε εκείνους της Κίνας, της Ινδίας, της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας.

Ακόμη και την δεκαετία του 2000, αν και πλέον βάδιζε στα 80 χρόνια του, συνέχισε τις αποστολές του στην κεντρική Ασία και για την προσφορά του στην ανάδειξη των αρχαιολογικών θησαυρών και της ιστορίας της χώρας έλαβε την τουρκμενική υπηκοότητα από τον πρόεδρο της χώρας Σαπαρμουράτ Νιγιαζόφ. Την ίδια ώρα είχε μετατραπεί σε έναν  θρύλο του ποντιακού ελληνισμού για την συνεισφορά του.

Την ίδια ώρα η Ελλάδα ναι μεν τον τίμησε στην θεωρία, αλλά συνάμα του γύρισε πρακτικά την πλάτη. Το  1997 πήρε –επιτέλους- την ελληνική υπηκοότητα και την επόμενη χρονιά ανακηρύχθηκε επίτιμος «Πρεσβευτής του Ελληνισμού», ενώ έλαβε και τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής της Ελληνικής Δημοκρατίας. Παράλληλα έλαβε και υποσχέσεις ότι το ελληνικό κράτος θα είχε και μια ουσιαστική συνεισφορά στο έργο του, όμως απογοητεύτηκε πλήρως όταν κατάλαβε ότι όλα αυτά τα λόγια ήταν κενά περιεχομένου.

Όχι μόνο δεν έλαβε ποτέ την αρωγή που του είχε υποσχεθεί, αλλά όταν αιτήθηκε στο ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού τη σύνταξη που τότε δινόταν σε παλιννοστούντες Έλληνες επιστήμονες, αυτή έγινε δεκτή μετά από γραφειοκρατικές διαδικασίες που κράτησαν χρόνια ενώ το ύψος της έφτασε στο… ιλιγγιώδες ποσό των 192 ευρώ μηνιαίως, με τη μορφή σύνταξης Ο.Γ.Α.

Πλήρως απογοητευμένος από την στάση της Πολιτείας επέστρεψε στην Μόσχα όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του μέχρι τις 23 Δεκεμβρίου του 2013, όταν και έφυγε από αυτόν τον κόσμο, έχοντας προηγουμένως προλάβει να αλλάξει την ιστορία του, όχι όμως και την συνήθεια του επίσημου ελληνικού κράτους να γυρίζει την πλάτη σε εκείνους που έχουν αναδείξει το μεγαλείο του Ελληνισμού…