Αν εξαιρεθεί ο Μαραθώνιος της κλασικής διαδρομής, αυτός της Βοστώνης είναι ο πιο φημισμένος στον κόσμο. Πρόκειται για το παλαιότερο ετήσιο αγώνισμα στίβου, καθώς διεξάγεται ανελλιπώς από το 1897, όταν οι Αμερικανοί, εντυπωσιασμένοι από την επιτυχία του Μαραθωνίου στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896, το μεταλαμπάδευσαν στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ.
Σε αυτή τη διαδρομή των 127 χρόνων έχουν υπάρξει – εύλογα – κάποιοι σταθμοί. Κανένας όμως τόσο επιδραστικός όσο στη διοργάνωση του 1966, οπότε μια γυναίκα αποφάσισε μόνη της να επαναστατήσει, πηγαίνοντας κόντρα σε κανόνες και στερεότυπα.
To «όχι» που την πείσμωσε
Είναι ακόμα μια εποχή που απέχει πολλά χρόνια από την αναγνώριση κάποιων στοιχειωδών δικαιωμάτων στις γυναίκες. Ο σεξισμός εκδηλώνεται απροκάλυπτα σε κάθε μορφή του, ακόμα και στις θεωρούμενες πιο προοδευτικές κοινωνίες. Ο χαρακτηρισμός ασθενές φύλο δεν χρησιμοποιείται παιχνιδιάρικα, αλλά κυριολεκτικά, καθώς οι φαλλοκρατικές αντιλήψεις εξακολουθούν να κυριαρχούν και να απηχούν σε μία κεντρική ιδέα: ότι τα δικαιώματα της γυναίκας τελειώνουν όταν διαβαίνει το κατώφλι της κουζίνας.
Μέσα στα πολλά που απαγορεύονται είτε με τη βούλα, είτε άτυπα είναι και η συμμετοχή στο Μαραθώνιο. Μολονότι από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1928 κιόλας είχε επιτραπεί στις γυναίκες να συμμετέχουν σε κάποια αγωνίσματα του στίβου, η καταπόνηση που απαιτούσε ο Μαραθώνιος θεωρούταν ακατάλληλη για τη γυναικεία φύση. Αυτή ήταν και η επίσημη απάντηση που έλαβε το 1966 η 23χρονη τότε Μπόμπι Γκιμπ, από τους διοργανωτές του Μαραθωνίου της Βοστώνης μετά το αίτημα της να συμμετάσχει. «Οι γυναίκες δεν είναι ικανές σε επίπεδο φυσικής κατάστασης να τρέξουν σε Μαραθώνιο», ανέφερε η επιστολή του διευθυντή της διοργάνωσης Γουίλ Κλούνι, υπενθυμίζοντας της παράλληλα ότι η ανώτερη επιτρεπτή διαδρομή σε δρόμο αντοχής για γυναίκες ήταν το 1,5 μίλι (2414 μέτρα).
Η Γκιμπ όμως δεν ήταν φτιαγμένη για να δεχτεί ως απάντηση το «όχι». Έτρεχε από παιδί στα δάση των προαστίων της Βοστώνης και χρησιμοποιούσε αυτό τον τρόπο για να πηγαινοέρχεται στο σχολείο της, καλύπτοντας απόσταση 8 μιλίων. Έτρεχε με λευκά δερμάτινα παπούτσια νοσοκόμων του Ερυθρού Σταυρού, διότι δεν υπήρχαν καν παπούτσια τρεξίματος για γυναίκες στο εμπόριο εκείνη την εποχή.
Όταν το 1964 παρακολούθησε για πρώτη φορά τον Μαραθώνιο της πόλης, τον λάτρεψε αμέσως. Έκτοτε έκανε καθημερινά σκληρή προπόνηση, τρέχοντας κάποιες ημέρες έως και 40 μίλια. Παρόλο που παντρεύτηκε και μετακόμισε στο Σαν Ντιέγκο, δεν άλλαξε τίποτα από την καθημερινότητά της, σε ότι αφορούσε το αθλητικό σκέλος. Επί 700 ημέρες προετοιμαζόταν για τη διοργάνωση του 1966. Και όταν της αρνήθηκαν τη συμμετοχή, το πράγμα ξέφυγε από το προσωπικό. Ήταν η στιγμή που ένιωσε χρέος της να εκπροσωπήσει όλες τις γυναίκες του κόσμου. «Σήμερα είναι δύσκολο να καταλάβει ο κόσμος πώς ήταν τα πράγματα τότε», είχε δηλώσει σε συνέντευξή της το 2016 η Γκιμπ. «Για μια γυναίκα ήταν δύσκολο να γίνει γιατρός, δικηγόρος ή επιχειρηματίας. Δεν μπορούσε να εκδώσει πιστωτική κάρτα στο όνομα της ή να πάρει δάνειο. Αλλά να μην μπορεί να τρέξει; Κατάλαβα ότι τα γεγονότα με υπερέβαιναν. Ήθελα να τρέξω για να αλλάξω όχι μόνο κανόνες, αλλά και συμπεριφορές. Θα αμφισβητούνταν πλέον το τι μπορούν να κάνουν οι γυναίκες και τι όχι. Θα έτρεχα για όλες μας».
Με μια βερμούδα και μια κουκούλα
Η απόσταση που χωρίζει το Σαν Ντιέγκο από τη Βοστώνη είναι περίπου 10 φορές το Αθήνα – Θεσσαλονίκη (4.820 χλμ.). Χρειάστηκε τέσσερις ημέρες ταξίδι με το λεωφορείο για να φτάσει η Γκιμπ στην πρωτεύουσα της Μασαχουσέτης και στο πατρικό της, όπου την παραμονή του αγώνα ενημέρωσε τους γονείς της για το τολμηρό σχέδιό της. Τα συναισθήματα στο σπίτι ανάμεικτα. Αν και καθηγητής στο MIT που «πάντα με ενθάρρυνε να κυνηγώ τα όνειρά μου, ο πατέρας μου θύμωσε». Η μητέρα της όμως την υποστήριξε, διότι κατάλαβε πόσο σημαντικό ήταν αυτό που είχε αποφασίσει να κάνει.
Στις 19 Απριλίου 1966 η Μπόμπι φόρεσε μια βερμούδα του αδερφού της και μια μπλούζα με κουκούλα για να κρύψει την αλογοουρά της και ξεκίνησε για να γράψει ιστορία. Το σχέδιο ήταν να ανακατευτεί στο πλήθος και όταν την αντιληφθούν να είναι πια αργά. Όταν έφτασε στην αφετηρία βρέθηκε ανάμεσα σε 540 άνδρες δρομείς, ενώ λίγο προτού δοθεί το έναυσμα κρύφτηκε σε κάτι θάμνους κοντά στη γραμμή εκκίνησης. Μόλις ακούστηκε ο πυροβολισμός, άφησε τους γρήγορους αντιπάλους της να προπορευτούν και γλίστρησε ανάμεσα στον μεγάλο όγκο των δρομέων.
Δεν πέρασε πολλή ώρα για να γίνει αντιληπτό από τους άλλους δρομείς ότι ανάμεσα τους έτρεχε μια γυναίκα. Οι αντιδράσεις όμως ήταν ανέλπιστα υποστηρικτικές. «Με προστάτευαν και με ενθάρρυναν», θυμάται η 80χρονη σήμερα Γκιμπ. Ωστόσο δεν ήταν όλα ρόδινα. Ύστερα από περίπου δυόμιση ώρες, τα πόδια της είχαν ματώσει και γεμίσει φουσκάλες επειδή φορούσε τα αθλητικά παπούτσια του αδελφού της, καθότι δεν υπήρχαν τότε γυναικεία. Υπό αυτές τις αντίξοες συνθήκες είχε χάσει τελείως το ρυθμό της, αλλά το να μην τερματίσει δεν ήταν επιλογή. «Αν δεν τα κατάφερνα θα τους επιβεβαίωνα. Θα έλεγαν όλοι “να γιατί δεν επιτρέπεται στις γυναίκες να τρέχουν μεγάλες αποστάσεις”. Έπρεπε να τερματίσω και να τερματίσω όρθια».
Στα τελευταία 3 χλμ. η Γκιμπ πήγαινε στις μύτες από τον πόνο. Δεν λύγισε όμως κι έκοψε το νήμα σε 3 ώρες, 21 λεπτά και 40 δευτερόλεπτα, ξεπερνώντας περίπου τους μισούς από τους δρομείς.
Η απήχηση του κατορθώματός της ξεπέρασε ακόμα και τις δικές της προσδοκίες.
Ο κυβερνήτης της Μασαχουσέτης τής έσφιξε το χέρι. Η ιστορία της έκανε το γύρο του κόσμου μέσω του διεθνούς Τύπου – δημοσιεύτηκε ακόμα και σε εφημερίδες της Μαλαισίας. Τοπικοί δημοσιογράφοι έψαχναν την ίδια και τους γονείς της για δηλώσεις. Το κατεστημένο είχε ραγίσει, με την κατάρριψη ενός από τα taboo. Οι γυναίκες ήταν ικανές να τρέξουν και σε αγώνα αντοχής, στον δυσκολότερο όλων, τον περίφημο Μαραθώνιο. Χρειάστηκαν έξι χρόνια πάντως για να ωριμάσουν οι συνθήκες και να επιτραπεί επίσημα η συμμετοχή στις γυναίκες στον Μαραθώνιο της Βοστώνης. Η συμμετοχή της Γκιμπ ήταν ανεπίσημη, καθώς δεν είχε γίνει αποδεκτή και δεν της είχε δοθεί ο σχετικός αριθμός που φέρουν όλοι οι δρομείς στην μπλούζα τους.
Ο δεύτερος μεγάλος αγώνας της
Την επόμενη χρονιά έτρεξε ξανά στη Βοστώνη χωρίς αριθμό και ήρθε μια 20χρονη φοιτήτρια δημοσιογραφίας να της κλέψει τη δόξα. Ο λόγος ήταν ότι η Κάθριν Σβίτσερ, περί ης ο λόγος, κατάφερε να πάρει νούμερο, κάνοντας αίτηση ως άνδρας με το να χρησιμοποιήσει μόνο τα αρχικά της (K. S.) στην αίτηση. Τα φώτα στράφηκαν πάνω της όταν ο διευθυντής του αγώνα επιχείρησε να τη βγάλει εκτός διαδρομής ή έστω να της αφαιρέσει το καρτελάκι, όταν διαπίστωσε ότι μια γυναίκα έτρεχε με το νούμερο 261. Ωστόσο δίπλα της η 20χρονη γυναίκα είχε τον σύντροφο, προπονητή και μετέπειτα σύζυγο της, Τόμας Μίλερ, που ως σφυροβόλος δεν είχε κανένα πρόβλημα να απωθήσει έγκαιρα τον τυπολάτρη Τζοκ Σεμπλ, επιτρέποντας της να συνεχίσει τον αγώνα. Oι φωτογραφίες από το συμβάν έκαναν τον γύρο του κόσμου.
Μπορεί η Σβίτσερ να τερμάτισε σχεδόν μία ώρα πίσω από την Γκιμπ στον Μαραθώνιο του ‘67, ωστόσο πήρε όλη την προβολή, διότι καταχωρήθηκε στα ιστορικά κιτάπια ως η πρώτη επίσημη συμμετοχή. Ακόμα και σήμερα, στο διαδίκτυο, το δικό της όνομα είναι αυτό που θα συναντήσει κανείς στις πρώτες αναζητήσεις, έστω και αν η Γκιμπ ξεκίνησε έναν άλλο Μαραθώνιο, όταν συνειδητοποίησε ότι το όνομα της είχε επισκιαστεί πλήρως. Παρακολουθώντας τον Μαραθώνιο του 1979 άκουσε τον παρουσιαστή να μνημονεύει την Σβίτσερ ως την πρώτη γυναίκα που έτρεξε την απόσταση, ενώ για την ίδια δεν υπήρχε η παραμικρή αναφορά. Ήταν το έναυσμα για την εκκίνηση ενός επίπονου αγώνα αναγνώρισης με επιστολές προς τηλεοπτικούς σταθμούς, εκδοτικούς οίκους και περιοδικά επί μία δεκαετία.
Η δικαίωση ήταν η ευτυχής κατάληξη. Της απονεμήθηκαν αναδρομικά τα μετάλλια πρώτης θέσης για τους τρεις πρώτους αγώνες και ήταν επίτιμη καλεσμένη στις επετειακές διαδρομές των 20, 30 και 35 χρόνων της διοργάνωσης. Tης δόθηκε θέση στη Λεωφόρο της Δόξας του Μαραθωνίου της Βοστώνης και κατασκευάστηκε άγαλμα προς τιμήν της – η ίδια το φιλοτέχνησε – με τον τίτλο «The Girl Who Ran», μόλις 70 μέτρα από την επίσημη γραμμή εκκίνησης του Μαραθωνίου.
Όλα αυτά η Γκιμπ τα πέτυχε ενώ έδειξε παράλληλα το δρόμο στις γυναίκες της και μέσω της επαγγελματικής διαδρομής της. Τελείωσε τη Νομική Σχολή και άσκησε το επάγγελμα για σχεδόν 20 χρόνια, προτού το αφήσει για την Ιατρική! Σπούδασε νευροεπιστήμη και εργάστηκε κυρίως πάνω σε νευροεκφυλιστικές ασθένειες, προσπαθώντας να βρει θεραπεία για τη νόσο το κινητικού νευρώνα (ALS).
Ξεχωριστή σε όλα κοινώς, επιτομή μόρφωσης, καλλιέργειας και εκπλήρωσης προσωπικών στόχων μέσω του θριάμβου της θέλησης. Ακόμα και σήμερα, στα 80 της, τρέχει μία ώρα την ημέρα! Όσα mliestones όμως και αν προσπέρασε στη ζωή της, κανένα δεν θέτει η ίδια σε σύγκριση με τη γραμμή τερματισμού στις 19 Απριλίου 1966.
Ο λόγος; Αυτό που έκανε εκείνη την ημέρα δεν ήταν μια προσωπική νίκη, αλλά μια κοινωνική επανάσταση. «Συνειδητοποίησα ότι αν μπορούσα να δείξω ότι αυτή η πεποίθηση για τις γυναίκες ήταν λάθος, θα μπορούσα να αμφισβητήσω όλες τις άλλες προκαταλήψεις που χρησιμοποιήθηκαν επί αιώνες για να κρατήσουν τις γυναίκες κλειδωμένες σε ένα μικρό κουτί. Το τρέξιμο μου έλαβε αυτού του είδους την κοινωνική σημασία. Έπρεπε να αλλάξω την κοινωνική αντίληψη για τις γυναίκες. Ήμουν σε αποστολή…»