Για μια 5ετία στο φινάλε της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, ο Παναγιώτης Μπουγιούρης ήταν ένα πρόσωπο που έμπαινε σχεδόν κάθε μέρα στο σαλόνι του τηλεοπτικού κοινού.
Η παρουσία του σε δύο από τις δημοφιλέστερες, καθημερινές, απογευματινές σειρές, του έδωσε την ευκαιρία να χτίσει μια καριέρα χωρίς να εξαναγκαστεί σε εκπτώσεις και συμβιβασμούς που δεν θα άντεχε.
Σε εκείνα τα χρόνια, ο Παναγιώτης Μπουγιούρης έφερε τη στάμπα του πολύ ωραίου, του σούπερ γόη της ελληνικής υποκριτικής σκηνής, χωρίς ο ίδιος να επιλέξει να επενδύσει πάνω σε αυτό. Συνέβη όμως. Κι είναι επομένως μια πολύ ενδιαφέρουσα συνθήκη να τον συναντώ τώρα, μετά από 13 χρόνια από εκείνη την περίοδο, με αφορμή την συμμετοχή του στην ταινία «Καπετάν Μιχάλης», για να μιλήσουμε πως ήταν για εκείνον αυτή η διαδρομή των σχεδόν 20 ετών.
Λίγες ημέρες πριν κυκλοφορήσει η ταινία του Κώστα Χαραλάμπους στις αίθουσες, ο Παναγιώτης Μπουγιούρης καταθέτει το αφήγημα της ζωής του με την ελπίδα, πάντοτε, όπως όλοι μας όταν εκφράζουμε τον εαυτό μας, να αγκαλιάσει τις ψυχές όσων διαβάσουν αυτή τη συνέντευξη.
Οι δημιουργοί πρέπει να εξαντλούμε τα δημιουργικά μας περιθώρια και να μην έχουμε ως δικαιολογία το μπάτζετ, αλλά και οι παραγωγοί πρέπει να μας συναντήσουν κάπου στη μέση
– Τι σε κάνει να αναλαμβάνεις έναν ρόλο; Ποια στοιχεία πρέπει να έχει;
Αυτό που μετράει είναι το κείμενο και το πόσο εγώ μπορώ να υπερασπιστώ τον χαρακτήρα. Οπότε αυτό είναι το άλφα και το ωμέγα. Φυσικά, μπορείς να συζητήσεις με τον σκηνοθέτη, πώς το φαντάζεται, πώς το βλέπει, αλλά νομίζω πως το σύνολο του σεναρίου σου δίνει την αίσθηση του πώς ο δημιουργός έχει αντιληφθεί την ιστορία. Διαβάζοντάς το λοιπόν, κοιτάζω αν ο χαρακτήρας που θα υποδυθώ, μιλάει μέσα μου. Είναι καθαρά ενστικτώδης επιλογή. Διαβάζω τον ρόλο μου και αισθάνομαι ότι κάτι μου λέει. Αν αυτό συμβεί, εγώ τότε είμαι έτοιμος.
Τον Καπετάν Μιχάλη δεν είχε τύχει να τον διαβάσω εξ ολοκλήρου στο παρελθόν, επομένως δεν γνώριζα πλήρως τους χαρακτήρες και δεν είχα κάποια συγκεκριμένη σκέψη για τον ρόλο που θα έχω. Κι αυτό ήταν μάλλον μεγάλο πλεονέκτημα, γιατί δεν ήμουν προκατειλημμένος, δεν είχα φτιάξει μια ιδέα στο μυαλό μου για το έργο! Διάβασα πρώτα το σενάριο και το βρήκα εξαιρετικό. Με εντυπωσίασε ο Κώστας Χαραλάμπους κι αυτό δεν έχει συμβεί πολλές φορές.
Η προηγούμενη φορά που μου συνέβη ήταν το 2007 όταν ο Κωνσταντίνος Πιλάβιος, 23 ετών τότε, ο γιος του Παραμύθα της ΕΡΤ, μου είχε φέρει ένα σενάριο για μια σειρά μικρού μήκους. Δεν περίμενα ποτέ από μια ταινία μικρού μήκους να έχει τόσο μεγάλο βάθος. Τις μικρού μήκους τις θεωρούσα πιο πολύ ταινίες εξάσκησης για τους νέους σκηνοθέτες. Παρόλα αυτά, του είπα κατευθείαν Ναι, και το ένστικτό μου δεν με πρόδωσε!
Αυτό το ταινιάκι 6 λεπτών, με τίτλο «Τι είναι αυτό;» έχει γίνει παγκοσμίως γνωστό. Έχει εκατομμύρια προβολές στο Youtube, έχει μεταγλωττιστεί στα ισπανικά, ακόμα και στο Ιράν, ανακάλυψα σε ένα ταξίδι μου, το έχουν μεταγλωττίσει στα φαρσί και το έχουν κάνει remake με Ιρανούς ηθοποιούς.
Οπότε, τώρα με τον Καπετάν Μιχαλη ήταν η δεύτερη φορά που το ένστικτό μου μου είπε ότι αυτό το σενάριο είναι πολύ καλογραμμένο. Δεν θα άλλαζα ούτε κόμμα. Αυτό το αναφέρω γιατί είμαι ένας άνθρωπος που έχω άποψη σε βαθμό ενδεχομένως αρνητικό, γίνομαι ισχυρογνώμων. Προσπαθώ να το τιθασεύσω, το έχω αντιληφθεί, το είχα από το ξεκίνημα της καριέρας μου, ακόμα κι όταν το νεαρό της ηλικίας μου δεν το επέτρεπε. Αυτό συμβαίνει γιατί έχω ισχυρό ένστικτο και το ένστικτο μου με ωθεί με ορμή.
Σε δεύτερο στάδιο διάβασα το αυθεντικό έργο του Καζαντζάκη κι εκεί εκτίμησα ακόμα περισσότερο τον Κώστα Χαραλαμπους. Κι αυτό είχε μια εξελικτική διαδικασία που επιβεβαιώθηκε και στα γυρίσματα. Επίσης, το επίπεδο παραγωγής είναι από τα υψηλότερα που έχω δει σε ελληνική ταινία. Αντικείμενα, χώροι, όπλα-αντίκες, άνθρωποι στην Κρήτη μας έδωσαν αυθεντικές φορεσιές και στολές, όλα συνέβαλαν στο να γίνει κάτι συγκλονιστικό.
Επιπλέον, ήταν σπάνιο να μπορώ να είμαι πλήρως αφοσιωμένος σε μια παραγωγή, χωρίς να κάνω παράλληλα γυρίσματα για κάποια σειρά ή πρόβες για παράσταση. Ήμουν στην Κρήτη και είχα όλα τα εφόδια για να ασχοληθώ με τον ρόλο μου στην ταινία για 3 μήνες.
– Από αυτή την απάντηση έχω πολλές ερωτήσεις. Θα τις ξεχάσω σίγουρα κάποιες. Ας κάνω την πρώτη. Μιλάμε για ένα έργο σε μια εποχή πιο σκληρή, πιο βάναυση. Και εσύ, ως άνθρωπος του σήμερα, εικάζω πως, λόγω και των κοινωνικών αλλαγών, είσαι ακόμα πιο ευαίσθητος και ως άνθρωπος και ως ηθοποιός. Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να τοποθετήσεις εαυτόν σε αυτό το σκαιό πλαίσιο;
Είχα πάντα την απορία όταν συναντούσα ανθρώπους σε χωριά και τους ρωτούσα αν σφάζουν ζώα και μου απαντούσαν με φυσικότητα ότι σφάζουν. Και αυτό για εμάς της πόλης είναι αδιανόητο. Για τους ανθρώπους εκεί, ειδικά στην Κρήτη, αυτή η διαδικασία είναι και κομμάτι γλεντιού, συνάθροισης. Οπότε, σίγουρα μιλάμε για άλλη πάστα ανθρώπων και από αυτή την άποψη απαιτείται μια μετακίνηση εσωτερική.
O δικός μου χαρακτήρας, ο Καπετάν Πολυξίγκης, είναι πιο κοσμικός, πιο έξω καρδιά, λιγότερο βάναυσος, βέβαια δεν δισταζει να λερώσει τα χέρια του με αίμα! με τον Καπετάν Μιχάλη έχουν διαφορετική προσέγγιση στη ζωή, διαφορετική κοσμοθεωρία! Η μεγαλύτερη υπέρβαση έγινε στις σκηνές μάχης που ήταν πολύ ρεαλιστικές, με τη συμβολή των γνωστών αδερφών Αλαχούζου που κάνουν τα φοβερά εφέ. Εκεί ναι, χρειάστηκε παραπάνω εσωτερική διεργασία από μένα.
– Αυτό που λες με την αφοσίωση σε έναν ρόλο, με κάνει να σκέφτομαι ότι πρέπει να υπάρξει ένα μοντέλο λειτουργίας στις σειρές που να είναι πιο compact, στα 12-15 επεισόδια, γυρίσματα αποκλειστικά για 3-4 μήνες και όχι αυτά που έχουμε κατά κόρον με 150 και 200 επεισόδια τον χρόνο. Επειδή έχεις δουλέψει και σε καθημερινές απογευματινές, πώς βλέπεις αυτή την αλλαγή στην ελληνική αγορά με όλες αυτές τις διακυμάνσεις που έχεις ζήσει σε αυτά τα σχεδόν 20 χρόνια σου στην τηλεόραση;
Θεωρώ ότι τα πράγματα έχουν γυρίσει σελίδα. Εξακολουθούν να υπάρχουν μικρές παθογένειες της ελληνικής πραγματικότητας, ίσως λόγω του μεγέθους της χώρας σε επίπεδο επένδυσης στην παραγωγή, αλλά κι αυτό είναι μια εύκολη δικαιολογία. Το να δουλέψεις με περισσότερο μεράκι και προσπάθεια, πρεπει να κοντράρεται με το μικρό μπάτζετ. Οφείλεις να προσαρμοστείς.
Σε κάθε περίπτωση, οι δημιουργοί από τη μεριά μας πρέπει να εξαντλούμε τα δημιουργικά μας περιθώρια, αλλά και οι παραγωγοί πρέπει να μας συναντήσουν κάπου στη μέση! Τολμούνται πάντως καινούργια πράγματα. Κάθε αρχή και δύσκολη, δεν θα πετύχουν όλα με την πρώτη, βλέπεις κάποιες αμηχανίες, να το πω έτσι, αλλά σημασία έχει η διάθεση, το τόλμημα.
Νιώθω τυχερός για όσα μου έχει προσφέρει η ζωή, για το ότι έχω μια επαγγελματική ταυτότητα, έχω πάρει αγάπη από τον κόσμο, έχω προσδιοριστεί από τη δουλειά.
– Ποιο είναι το πιο τολμηρό πράγμα που έχεις κάνει στην καριέρα σου;
Εγώ κυνηγάω πάντα την περιπέτεια, είναι το οξυγόνο μου, θέλω να με εκπλήσσει η ζωή. Και γι’ αυτό επιλέγω το άγνωστο. Κι επειδή αυτό είναι το πιο σημαντικό για τη ζωή μου, δεν το αισθάνομαι ως τολμηρό. Είναι η ανάσα μου.
Τολμηρή ήταν η επιλογή μου να πάω πριν δύο χρόνια στο Ιράν, να ζήσω για 6 μήνες εκεί και να συμμετέχω σε μια μεγάλη παραγωγή για το Βυζάντιο. Όταν μου έγινε η πρόταση, την δέχτηκα την ίδια μέρα. Είναι μια άλλη πραγματικότητα, αλλά εγώ δεν το σκέφτηκα. Ανοίχτηκε μια φοβερή εμπειρία. Βέβαια, δεν θα έκανα κάτι που αισθάνομαι ότι κινδυνεύει η ζωή μου. Ή μπορεί και να έκανα, δεν ξέρω.
Τώρα που το σκέφτομαι, και για τον Καπετάν Μιχάλη ήταν τολμηρή η επιλογή μου, γιατί ήταν μια δεσμευτική παραγωγή. Θα ήμασταν 3 μήνες στην Κρήτη, άρα δε θα μπορούσαμε να συμμετέχουμε σε άλλες δουλειές, σε παραστάσεις, σε άλλες σειρές.
Πολλοί συνάδελφοι απέρριψαν τη συμμετοχή τους ακριβώς γι’ αυτό. Εγώ από την άλλη είδα ότι έχω την ευκαιρία να αφοσιωθώ σε έναν ρόλο, πολλώ δε μάλλον για ένα τόσο σπουδαίο έργο. Για μένα άξιζε να θυσιάσω κάποια πράγματα.
Υπάρχουν στιγμές που όταν διακρίνω ότι κάτι αξίζει την αφοσίωσή μου, δεν διστάζω να διασαλεύσω το υπόλοιπο επαγγελματικό μου περιβάλλον και, ξέρεις, στη δική μας δουλειά, παρότι λεγεται το ρομαντικό πως οι καριέρες χτίζονται με τα Όχι, επειδή σε αυτόν τον χώρο ολοι έχουμε αρκετά διογκωμένα Εγώ, δεν είμαστε εύκολοι να δεχτούμε το Όχι από έναν συνεργάτη.
– Φαντάζομαι πως αυτό το ρίσκο που παίρνεις, γίνεται γιατί είσαι και πιο απελευθερωμένος από τα πρέπει, από τους μεγάλους στόχους που βάζει ένας άνθρωπος στη ζωή του; Ή έχεις έναν ξεκάθαρο, μεγάλο στόχο;
Και ναι και όχι. Θα σου έλεγα ότι κάνω focus στο τώρα, δε σκέφτομαι πολύ το μετά και δε σκέφτομαι καθόλου το πριν. Σε βαθμό ανησυχητικό. Πολλές φορές με τρομάζει που έχω ξεχάσει συγκεκριμένα πράγματα της ζωής μου και μου εμφανίζονται ξαφνικά, κάποιος μου τα θυμίζει, γιατί, λίγο πολύ, στη ζωή ζούμε με τη λογική πως η ευτυχία μας συντελείται από μια συλλογή στιγμών του παρελθόντος. Εγώ όμως δεν κοιτάζω καθόλου πίσω. Ζω στο παρόν, με το καλό του και το κακό του. Το καλό είναι πως δε με τραβάει το παρελθόν πίσω, το κακό είναι πως επαναλαμβάνω κάποια λάθη που θα έπρεπε να έχω μάθει από αυτά.
– Υποθέτω πως έχεις κάνει αρκετές φορές στη ζωή σου ανασκόπηση των επιλογών σου, των όσων έζησες. Στο ζύγι σου θα έλεγες πως είσαι σε μια ισορροπία ευτυχίας και λύπης;
Θα έλεγα πως νιώθω τυχερός για όσα μου έχει προσφέρει η ζωή, για το ότι έχω μια επαγγελματική ταυτότητα, έχω πάρει αγάπη από τον κόσμο, έχω προσδιοριστεί από τη δουλειά. Έχω όμως διαρκώς μια αίσθηση ανικανοποίητου. Με ενθουσιάζουν όσα έχουν έρθει στη ζώη μου, αλλά κοιτάζω το επόμενο βήμα. Χαίρομαι που συμμετείχα στον Καπετάν Μιχάλη γιατί είναι και μια παρακαταθήκη, είναι μια σπουδαία ταινία. Αυτό μου δίνει τον ενθουσιασμό να διευρύνω τους ορίζοντες μου στο επόμενο βήμα.
Πολλές φορές απέφευγα εμφανίσεις που ίσως να έκαναν καλό στην καριέρα μου και μου έλεγαν ότι έπρεπε να πάω, για το προφίλ μου κτλ.
– Αυτό που λες για την ταυτότητα, η συμμετοχή σου σε δύο καθημερινές σειρές, τύπου σαπουνόπερας, θαρρώ πως είναι η πιο εμφανής. Στιγματίστηκες ποτέ επαγγελματικά, ώστε να μη σε επιλέγουν για ρόλους διαφορετικούς από αυτούς που είχες στις δύο σειρές των Ακρίτα-Κυρίτση;
Αυτές οι δύο πολύ μεγάλες επιτυχίες, Η Βέρα Στο Δεξί και τα Μυστικά της Εδέμ, ήρθαν σε μια περίοδο που το κοινό είχε ανάγκη την καθημερινή επαφή με μια τέτοια σειρά. Κι αυτες οι σειρες άλλαξαν τελειως το τηλεοπτικό σκηνικό!
Έχω γνωρίσει ανθρώπους που τις έβλεπαν φανατικά, ανέβαλαν κάθε άλλη τους υποχρέωση μέσα στη μέρα για να τις δουν! Έχουν ταυτιστεί με εκείνους τους χαρακτήρες! Πολλοί μου έχουν πει ότι ηταν τόσο μεγάλη η ταύτιση τους με αυτες τις σειρές, που δεν μπορούν να ξαναδούν άλλη σειρά, να μπουν ξανα σε αυτή τη διαδικασία!
Ήταν πολύ ευτυχείς συγκυρίες γιατί συναντήθηκε η ανάγκη του κόσμου με την αλλαγή του τρόπου γυρίσματος που αναβάθμισε μια σειρά καθημερινής προβολής, σε επίπεδο οποιασδήποτε άλλης σειράς, εβδομαδιαίας ή μη. Για παράδειγμα είχαμε ελάχιστο πλατό, η παραγωγή ήταν κατά βάση σε εξωτερικούς χώρους.
Αυτό σήμαινε τεράστιος όγκος γυρισμάτων, ατελείωτες ώρες γυρισμάτων και εκμάθησης κειμένων…Αυτές οι δουλειές άλλαξαν τελείως το ύφος μιας καθημερινής σειράς. Και γι αυτό ο κόσμος τις αγάπησε πολύ! Και γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, δεν αισθάνθηκα ότι περιορίστηκα, μάλλον το αντίθετο.
– Από αυτό που μου λες, κατανοώ πως ένας καλός ηθοποιός δεν μπορεί να φανεί έχοντας ένα κακό σενάριο, ενώ ένας μέτριος ή εντελώς άπειρος, αν έχει ένα καλό σενάριο, θα φανεί.
Θυμάμαι σε μια απονομή Όσκαρ πριν χρόνια, η Μέριλ Στριπ είχε πει καθώς έδινε το Όσκαρ Σεναρίου, ότι «εμείς οι ηθοποιοί είμαστε όσο καλοί μας επιτρέπει το σενάριο». Αν το σενάριο είναι πολύ καλό, εμείς οι ηθοποιοί μπορούμε να εξαντλήσουμε την ικανότητά μας, μέχρι εκεί που μας το επιτρέπει. Δε μπορείς να ξεπεράσεις τις δυνατότητες του σεναρίου.
– Όταν ξεκινούσες την υποκριτική, είχες μια ιδέα για το τι σημαίνει αυτή η δουλειά, ιδίως ως προς τα γύρω γύρω, το κυνήγι των δημοσιογράφων, την ενασχόληση με την προσωπική σου ζωή. Όταν άρχισε αυτό να συμβαίνει, πώς θεωρείς ότι το διαχειρίστηκες σε σχέση με αυτό που είχες προετοιμάσει τον εαυτό σου;
Αισθάνομαι πως το διαχειρίστηκα καλά από την άποψη ότι δεν έχασα τον εαυτό μου. Από την άλλη, αν το δεις εμπορικά, δεν ξέρω αν το έχω διαχειριστεί καλά, δεν έχω αυτό το ταλέντο. Εννοώ, δεν το αξιοποίησα για να το πουλήσω. Εγώ κοιτούσα πάντοτε το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα στην κάθε δουλειά. Δε με ένοιαζε πόσος κόσμος θα το δει, πόσα λεφτά θα βγάλω.
Στόχος ήταν να με αντιπροσωπεύει καλλιτεχνικά αυτό που θα κάνω, να έχω το περιθώριο να εξαντλήσω ή και να διευρύνω τις ικανότητες μου. Πολλές φορές απέφευγα εμφανίσεις που ίσως έκαναν καλό στην καριέρα μου και μου έλεγαν ότι έπρεπε να πάω, για το προφίλ μου κτλ.
– Θυμάμαι ότι υπήρξαν και εποχές με τεράστια προβολή στις σχέσεις σου, αυτό σου δηλητηρίασε καθόλου αυτές τις σχέσεις, είτε φιλικές είτε ερωτικές;
Συνέβη. Ίσως όχι με τόσο έντονο τρόπο όσο η λέξη που χρησιμοποίησες. Αλλά όσο σου απαντάω, σκέφτομαι παράλληλα μέσα μου και ίσως και να τις δηλητηρίασε τελικά.
Αισθάνομαι πως όλα αρχίζουν και τελειώνουν εδώ. Εδώ και τώρα πρέπει να γίνουμε αυτό που θέλουμε να γίνουμε, το αύριο θα είναι μόνο στις μνήμες των ανθρώπων που αφήνουμε πίσω μας.
– Πώς τα πηγαίνεις με το πέρασμα του χρόνου;
Καλά, εν γένει. Δεν έχω δει μεγάλες αλλαγές πάνω μου προς το παρόν. Καμιά φορά αισθάνεσαι το πέρασμα του χρόνου όταν οι άλλοι σε αντιμετωπίζουν διαφορετικά. Αυτό, λίγο πολύ, δεν αισθάνομαι ότι έχει αλλάξει. Όλοι μας νιώθουμε νέοι, απλά ο καθρέφτης μας μας αλλάζει. Δεν έχω νιώσει να αλλάζει το γύρω μου.
Τώρα, αν με ρωτάς για το πού οδεύουμε, θα σου έλεγα πως δεν έχω καλή σχέση με αυτό! Με τρομάζει το πέρας της ζωής, η ιδέα πως είμαστε τόσο περαστικοί. Δεν μπορώ να το διαχειριστώ εύκολα. Ας πούμε για παράδειγμα την απώλεια του πατέρα μου , δεν την έχω αποδεχτεί! Νομίζω ότι είμαι σε άρνηση!
– Ήταν η πρώτη απώλεια της ζωής σου;
Θυμάμαι έντονα και την απώλεια της γιαγιάς μου που ήταν πολύ κοντά μας. Αλλά το μεγαλύτερο σοκ ήταν του πατέρα μου.
– Σκέφτομαι πως ίσως οι άνθρωποι δεν πονάμε τόσο για τους γονείς μας που πέθαναν, αλλά στο βάθος γιατί κατανοούμε πως είμαστε οι επόμενοι, πως είμαστε οι μεγαλύτεροι στην οικογένεια και δεν έχουμε πια το μαξιλαράκι ασφαλείας;
Θα συμφωνήσω με αυτό. Όχι με την εγωιστική έννοια, ότι μας νοιάζει μόνο ο εαυτός μας. Είναι όμως αυτή η εσωτερική παραδοχή πως σήμερα είμαστε και αύριο δεν είμαστε. Έχουμε και την ψευδαίσθηση ότι είμαστε πιο εξελιγμένοι, ότι τα διαθέσιμα μέσα θα μας παρέχουν μακροζωΐα, ότι είμαστε η πιο ευτυχισμένη γενιά στην Ιστορία της Ανθρωπότητας, δεν έχουμε να σκεφτούμε κάποια καταστροφή , πώς θα επιβιώσουμε κτλ. Δεν έχουμε μια ατελείωτη αγωνία , για την καθημερινότητά μας. Νομίζουμε οτι είμαστε εξελιγμένο μοντέλο. Νομίζουμε πως ο θάνατος μπορεί και να…ξεχάσει τη γενιά μας.
– Θα έλεγες ότι η σκέψη του θανάτου είναι σκέψη ή ο μεγαλύτερος σου φόβος; Ή έχεις κάποιον άλλον φόβο;
Όχι, νομίζω αυτός είναι ο πιο μεγάλος, με την αρχετυπική έννοια του όρου. Αλλά δεν με εμποδίζει να κάνω πράγματα. Δεν με παραλύει, τη ζω τη ζωή, την απολαμβάνω, αλλά σίγουρα είναι αυτό το υπαρξιακό άγχος που λέει ο Φρόυντ.
– Συνήθως, όταν κάνεις αγωνιώδεις σκέψεις, σκέψεις που σε τρομάζουν, αναζητάς και ένα καταφύγιο, που μπορεί να μην είναι πραγματικό, αλλά θεωρητικό, φαντασιακό. Εσύ, στο κομμάτι του θανάτου, σκέφτεται ένα γοητευτικό σενάριο για το after death;
Σε αυτό είμαι λίγο πεσιμιστής, λίγο μοιρολάτρης, ίσως γιατί έχω ένα πανεπιστημιακό υπόβαθρο, έχοντας σπουδάσει φυσική. Δεν είμαι άθεος, ούτε αγνωστικιστής. Και θεωρώ ότι στην ιδιοσυγκρασία του Έλληνα, από την αρχαιότητα ακόμα, υπάρχει ένας έμφυτος σεβασμός και τάση προς το θείο. Που αυτό το έχω αποδεχτεί απόλυτα. Δεν είναι θέμα φιλοσοφίας ή γνώσης. Θεωρώ ότι είναι κομμάτι του DNA μας. Οπότε, δεν χρειάζεται να πηγαίνουμε κόντρα σε αυτό που είμαστε.
Ας πούμε διάβασα πρόσφατα ένα βιβλίο που αναφερόταν και στη θανάτωση του Σωκράτη. Αναρωτιόμουν για χρόνια πώς έγινε αυτός ο φιλόσοφος, ο σπουδαιότερος ισως της ιστορίας , να θανατωθεί. Ήταν τόσο ανόητοι όλοι οι υπόλοιποι; Το βιβλίο λοιπόν αναφερόταν στη γέννηση της αθηναϊκής δημοκρατίας και ένα κομμάτι αφορούσε στη σχέση των αρχαίων Ελλήνων με το θείο, το Δωδεκάθεο.
Εμείς το ακούμε σαν παραμύθι, αλλά για τους τότε δεν ήταν καθόλου παραμύθι. Αντιμετώπιζαν το Δωδεκάθεο με τρομερό σεβασμό. Κι αυτό συνέβαλε στο τέλος του Σωκράτη, ότι πάτησε αυτή την κόκκινη γραμμή.
Θέλω να καταλήξω, λοιπόν, ότι τότε συνειδητοποίησα πόσο ευλαβικός λαός είμαστε και γι αυτό βρήκε τόσο πρόσφορο έδαφος στη κουλτούρα μας η ιδέα του χριστιανισμού. Νιώθω ευλαβικότητα κι εγώ, δεν αρνούμαι αυτά τα αρχετυπικά συναισθήματα, αλλά τα κρατάω για την ζωή εδώ και τώρα. Η πεποίθηση πως κάτι υπάρχει μετά, δεν την απορρίπτω, καλώς υπάρχει, αλλά για να μας κάνει καλύτερους στο σήμερα.
Αισθάνομαι πως όλα αρχίζουν και τελειώνουν εδώ. Εδώ και τώρα πρέπει να γίνουμε αυτό που θέλουμε να γίνουμε, το αύριο θα είναι μόνο στις μνήμες των ανθρώπων που αφήνουμε πίσω μας.
Δεν πρέπει να παίρνουμε τους εαυτούς μας τόσο στα σοβαρά. Όχι να είμαστε χαζοχαρούμενοι αλλά να προσπαθούμε να αυτοσαρκαζομαστε.
– Θεωρώ πως ο Έρωτας είναι μια στιγμή διακοπής της πορείας της ζωής προς τον θάνατο και για την ακρίβεια το τελευταίο σύνορο της ζωής με τον θάνατο. Μετά τον έρωτα, πεθαίνεις. Αν ασπαστούμε πλήρως αυτή μου τη θεώρηση, νιώθεις πλήρης από έρωτα;
Αν το καλοσκεφτούμε, ο έρωτας είναι μια πράξη θέωσης, μια στιγμή που ενώνεσαι με το θείο, ο οργασμός, η κορύφωση είναι η λήθη του πεπερασμένου, του θανάτου. Αισθάνομαι τυχερός σε αυτό, η ζωή έχει υπάρξει γενναιόδωρη. Σίγουρα, κατακτάς διαφορετικά επίπεδα αγάπης στη ζωή σου, πιο βαθιά, πιο ανιδιοτελή! Θεωρώ ότι πρέπει να αγαπάμε, πρέπει να μας αγαπούν αλλά ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον ίδιο του τον εαυτό.
– Ο χαρακτήρας σου είναι «αγαπώ τσίτα τα γκάζια» ή βήμα το βήμα και αναγνώριση εδάφους;
Δεν το σκέφτομαι, λειτουργώ αυθόρμητα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο έρωτας είναι ένα τυφλό μωρό που πετάει τα βέλη του αδιακρίτως προς πάσα κατεύθυνση. Ο Σέξπηρ τον αποκαλεί κακομαθημένο μωρό. Οπότε, νομίζω, είναι πώς θα μας τη βαρέσει. Επίσης δεν υπάρχει λογική στον έρωτα και αν αισθανόμαστε ότι αξίζουμε να μας αγαπήσει κάποιος ή στην απογοήτευση που έχουμε όταν κάποιος δε μας αγαπάει…
Βγαίνουν και πτυχές του χαρακτήρα μας που δεν τις φανταζόμαστε, ο εγωισμός της απόρριψης μπορεί να μας ξυπνήσει κι ένα μικρό τερατάκι. Όλα αυτά είναι ανθρώπινα και δεν υπάρχει νόμος! Η ζωή, όσον αφορά τον έρωτα, μας εκπλήσσει. Πάλι θα πληγωθείς, πάλι θα πληγώσεις, αλλά καλό είναι στο τέλος της ημέρας να διαβάζεις την κάθε συνθήκη με ηρεμία.
– Στο παιχνίδι των πληγών, που ένας πληγώνει και άλλος πληγώνεται, οι άνθρωποι κοιτάμε όσους μας πληγώνουν και όχι όσους πληγώσαμε.
Αυτό λέω, ότι κάποια στιγμή πρέπει να κατανοούμε πως κι εμείς έχουμε πληγώσει και πως δεν είναι προσωπικό το θέμα. Δηλαδή κι αυτός που σε πλήγωσε, δεν το έκανε επίτηδες. Εσύ μπορεί να αισθανόσουν κάτι, αλλά αυτός δεν το αισθάνεται. Κι εσύ τον κατηγορείς επειδή δεν το αισθάνεται. «Γιατί με πληγώνεις;», έτσι δε λέμε; Μεταφέρουμε ενοχές στον άλλο πως μας έχει επιβάλλει μια δυστυχία. Στο τέλος όλα πρέπει να τα βλέπουμε με χιούμορ. Δεν πρέπει να παίρνουμε τους εαυτούς μας τόσο στα σοβαρά. Όχι να είμαστε χαζοχαρούμενοι αλλά να προσπαθούμε να αυτοσαρκαζομαστε.
– Έχεις πάρει ποτέ τον εαυτό σου πολύ στα σοβαρά;
Κάποιες τέτοιες στιγμές έχουν υπάρξει. Όταν γίνομαι ισχυρογνώμων που είπαμε στην αρχή, παθαίνω αυτό το tunnel vision που έχουν οι σπρίντερ, βλέπω μόνο το φως στο τέλος της διαδρομής. Τώρα μπορεί να γελάω με αυτό, αλλά όταν το κάνω, δεν είναι και πολύ αστείο. Μαθαίνεις όμως να το αναγνωρίζεις, η αποδοχή είναι μεγάλο βήμα. Ευτυχώς, βρίσκω τη δύναμη να συγχωρήσω τον εαυτό μου και αυτό με βοηθάει να μπορώ να συγχωρώ και τους άλλους. Όλα αρχίζουν από την προσωπική ανασφάλεια εξάλλου, μπαίνω στη θέση του άλλου σε έναν βαθμό και μπορώ να συγχωρήσω.
* Φωτογραφίες: Intime/Γιώργος Ζάχος
** Ο Παναγιώτης Μπουγιούρης πρωταγωνιστεί στην ταινία «Ο Καπετάν Μιχάλης» που θα βγει στις αίθουσες από την TFG στις 21/12
*** Παράλληλα, συμμετέχει στις θεατρικές παραστάσεις «Ο Σεργκέι είναι και πολύ βλάκας» στο Ίδρυμα Κακογιάννη (info εδώ) και Bella Figura (info εδώ) που ξεκινάει 7/12 στο Θέατρο Σταθμός.