Η πρώτη Ελληνίδα χίπισσα: Η ποιήτρια που εκδιώχθηκε από τα Μάταλα και χάριζε βιβλία στον Άσιμο

Ένα ελεύθερο πνεύμα

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, τα Μάταλα ήταν ένα μικρό ψαροχώρι λίγων κατοίκων, όπου μεταξύ άλλων υπήρχαν το καφενείο “Mermaid“, ο φούρνος της «Νόνας», η ταβέρνα «Δελφίνι» και ένα περίπτερο.

Σήμα-κατατεθέν τους αποτελούν οι τεχνητοί σπηλαιώδεις χώροι (και υποβρύχια σπήλαια), οι οποίοι είναι λαξευμένοι στον βράχο. Κατά διαστήματα χρησιμοποιήθηκαν ως κατοικίες, τόποι λατρείας, καταφύγια των λεπρών και τάφοι. Η δε παραλία με θέα το Λιβυκό Πέλαγος είναι φανταστική.

Σε αυτόν τον παραθαλάσσιο οικισμό του Ηρακλείου Κρήτης βρήκε πρόσφορο έδαφος, παρότι… πετρώδες, το νεανικό κίνημα των χίπις που ξέσπασε στις ΗΠΑ στα 60s’ και διαδόθηκε τάχιστα σε πολλές χώρες.

Αρχικά, οι σπηλιές καταλήφθηκαν από Άγγλους, Γερμανούς, Γάλλους, Ολλανδούς, Αμερικανούς κ.λπ., ενώ δεν υπήρχε ελληνική παρουσία. Εξαίρεση αποτέλεσε μία Αθηναία ποιήτρια, η οποία στα 20 της αποφάσισε να ζήσει αυτήν την ξεχωριστή εμπειρία. Το όνομά της; Κατερίνα Κουτσογιαννοπούλου.

Οι γονείς της δεν ήταν τυχαίοι. Πατέρας της ήταν ο Δημήτρης (Τάκης) Κουτσογιαννόπουλος, καθηγητής ωδικής. Μία από τις μαθήτριές του στο Γυμνάσιο που δίδασκε στη Βέροια, ονομαζόταν Ελένη Ψωμά. Είχαν πολλά κοινά, επομένως παντρεύτηκαν παρά τα τουλάχιστον 20 (πιθανότατα 23) χρόνια διαφοράς.

Το ζεύγος περιόδευε στα χωριά της Ημαθίας, προκειμένου να περισυλλέξει τραγούδια, παραμύθια, παροιμίες κ.λπ. Ο κόπος αυτός δεν πήγε χαμένος, καθώς η Ακαδημία Αθηνών απένειμε σχετικό βραβείο. Η αρχή είχε γίνει.

Αποφασίζουν να αφήσουν τη Μακεδονία και να ζήσουν στην πρωτεύουσα. Η Ελένη σπουδάζει στο Μουσικό Λύκειο Αθηνών και αριστεύει στην απαγγελία. Το 1955-56 αναλαμβάνει τη συγγραφή, την επιμέλεια και την παραγωγή της εκπομπής «Η μακεδονική μας ώρα» στον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών. Επίσης, παρουσιάζει τραγούδια, παραμύθια και παροιμίες με χορωδία, διευθυντής της οποίας είναι ο σύζυγός της.

Το 1973 περιοδεύει ξανά σε χωριά της Ημαθίας, προκειμένου να καταγράψει ήθη, έθιμα και ιδιωματισμούς της γλώσσας. Εννέα χρόνια αργότερα εκδίδεται το έργο της «Λαογραφικά εκ Βεροίας και Περιοχής» από τον Τουριστικό Όμιλο της πόλης. Ο πρώτος τόμος περιέχει δημοτικά τραγούδια της ευρύτερης περιοχής και τη μελωδία τους. Ο δεύτερος αποτελείται από τραγούδια, παραμύθια, παροιμίες και ανατροφή του παιδιού.

Ο πατέρας της ήταν Πόντιος από πατέρα Χιώτη και μητέρα Κωνσταντινουπολίτισσα. Σπούδασε ευρωπαϊκή και βυζαντινή μουσική στο Ωδείο Αθηνών, ενώ σε νεαρή ηλικία δημιούργησε χορωδιακό συγκρότημα. Το 1920 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και εργάστηκε ως καθηγητής ωδικής.

Αργότερα ο Κουτσογιαννόπουλος δίδαξε στη Δράμα, προτού μεταπηδήσει στη Βέροια, όπου, όπως προαναφέρθηκε, γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του Ελένη Ψωμά.

Αφιέρωσε όλη του τη ζωή στη συλλογή, καταγραφή και προώθηση του ποντιακού πολιτισμού, έως ότου έκλεισε για πάντα τα μάτια του το 1980, δηλαδή 19 χρόνια πριν από τη σύντροφο της ζωής του.

Μεταξύ άλλων, ίδρυσε σχολή χορού στη Δράμα, συγκέντρωσε δεκάδες μελωδίες δημοτικών ασμάτων, συνέθεσε μουσικά έργα και 20 τραγούδια, εξέδιδε για τέσσερα χρόνια μηνιαίο περιοδικό, έγραψε λογοτεχνικά/ιστορικά έργα, παρουσίασε μελέτες στο «Αρχείον Πόντου» και συνεργάστηκε με διάφορες εφημερίδες, όπως ο «Προσφυγικός Κόσμος».

Εν έτει 1967, τη χρονιά δηλαδή που βρέθηκε στα Μάταλα, η Κατερίνα Κουτσογιαννοπούλου άρχισε να γράφει τα πρώτα ποιήματα που πέντε χρόνια αργότερα έγιναν συλλογή υπό τον τίτλο «Το ταξίδι».

Αποφάσισε να σταματήσει τις θεατρικές της σπουδές, προκειμένου να γυρίσει μόνη της όλη την Κρήτη και να εγκατασταθεί εν τέλει στα Μάταλα. Μαζί της στη σπηλιά είχε ένα πικάπ, στο οποίο συνήθως έπαιζε κλασική μουσική. Εκεί τη βρήκε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου.

Λίγες ημέρες αργότερα, η Αστυνομία έκανε έλεγχο στους χίπηδες. Η Κατερίνα εξυβρίστηκε και υποχρεώθηκε να παραλάβει την ταυτότητά της από το Ηράκλειο. Τότε ήταν που αποφάσισε να αφήσει την Ελλάδα. Έζησε στο Παρίσι τον Μάη του ‘68, βίωσε την εμπειρία του Λονδίνου και του Άμστερνταμ, ώσπου αποφάσισε να επιστρέψει στην Αθήνα.

Εκτός από «Το ταξίδι» του 1972, έχει εκδώσει άλλες τέσσερις ποιητικές συλλογές. Είχε χαρίσει, μάλιστα, αντίτυπα στον Νικόλα Άσιμο, ο οποίος -ως γνωστόν- πουλούσε βιβλία, κασέτες και άλλα μικροαντικείμενα για να βιοποριστεί. Οι τίτλοι τους: «Στον αιώνιο εραστή» (1982), «Το ταξίδι της επιστροφής» (1995), «Πτερόεντες εν τη ερήμω» (2016).

«Ο ήλιος στέκει στα μαλλιά, στάχυα χρυσά, χρυσίζει τα γυμνά βράχια, σκιώνουν οι θάμνοι.

Το πρόσωπό σου γαλήνια ύπαρξη, παίρνω στα δυο μου χέρια, τα μάτια σου, καθάριες γαλάζιες λίμνες, τα ευλογώ με δυο φιλιά.

Ξέσπασμα ανακούφισης. Μια αγκαλιά γεμάτη υγεία. Γυμνώσου στον ήλιο καρδιά μου».

Απόσπασμα από «Το ταξίδι»