Ένας από τους πρώτους ξακουστούς σκόρερ του ελληνικού ποδοσφαίρου υπήρξε ο Δημήτρης Μπαλτάσης, ο οποίος φόρεσε τη φανέλα του Παναθηναϊκού για μια δεκαετία.
Γεννήθηκε στο Θησείο το 1913 και άρχισε να κλωτσάει μπάλα (ή ό,τι θύμιζε μπάλα τέλος πάντων εκείνη την εποχή) από παιδί, βαδίζοντας στα χνάρια του αδερφού του, Κώστα.
Πρωτόπαιξε στον Παναθηναϊκό το 1929 και το επικρατέστερο σενάριο τον θέλει να κάνει ντεμπούτο κόντρα στην ΑΕΚ τον Μάιο εκείνου του έτους, σε ένα τουρνουά που συμμετείχαν και ξένες ομάδες.
Συγκεκριμένα, έπαιξε στη θέση του στρατευμένου Αντώνη Τσολίνα και, μάλιστα, υπάρχει μια φοβερή ιστορία. Ξαφνικά, στο δεύτερο ημίχρονο εμφανίστηκε ο κορυφαίος μέχρι τότε σκόρερ του «τριφυλλιού» και αντικατέστησε τον 16χρονο. Πού είναι το περίεργο; Ότι αργότερα κατηγορήθηκε πως είχε κάνει… μαντραπήδα για να πάει στο γήπεδο!
Ο Δημητράκης (στην πορεία έμεινε γνωστός ως Μήτσος) αγωνίστηκε στο ανεπανάληπτο 8-2 επί του Ολυμπιακού την 1η Ιουνίου 1930, στο πλαίσιο του Πανελληνίου Πρωταθλήματος.
Ο θρύλος λέει ότι λίγα λεπτά πριν από τη σέντρα του ντέρμπι ο προπονητής Γιόζεφ Κιούνσλερ πλησίασε τον Κώστα και τον ρώτησε αν αξίζει να παίξει ο μικρός. Όπερ και εγένετο. Ο Ούγγρος συνήθιζε να ξαφνιάζει τους αντιπάλους. Εξάλλου είχε αποφασίσει να δώσει φανέλα βασικού και στον παντελώς «άκαπνο» τερματοφύλακα Γιώργο Αργυράκη.
Το εξίσου εντυπωσιακό είναι ότι ο Παναθηναϊκός «φιλοδώρησε» τον μεγάλο του αντίπαλο με οκτώ γκολ, χωρίς να αγωνιστεί ο Τσολίνας, ο οποίος βέβαια στην πορεία ξεπεράστηκε από τον Μπαλτάση.
Το ποδόσφαιρο της εποχής παιζόταν με δύο αμυντικούς, τρεις μέσους και πέντε επιθετικούς, επομένως οι τερματοφύλακες δεν… προλάβαιναν να μαζεύουν την μπάλα από τα δίχτυα τους, χάνοντας πολλές φορές το μέτρημα.
Αυτό σίγουρα έπαιξε ρόλο για να γίνει ο Μήτσος ο πρώτος παίκτης του «τριφυλλιού» που ξεπέρασε το φράγμα των 100 γκολ, ωστόσο, στον αντίποδα, τότε οι ομάδες αγωνίζονταν πολύ λιγότερο εν συγκρίσει με σήμερα. Για παράδειγμα, ο Παναθηναϊκός της σεζόν 1929-30 κατέκτησε τα πρωταθλήματα Αθηνών και Ελλάδας, δίνοντας μόλις 14 ματς (10+4). Παρεμπιπτόντως, ο Μπαλτάσης δεν σκόραρε στο 8-2 με τον Ολυμπιακό, αλλά μια εβδομάδα αργότερα, στο 4-1 επί του Άρη στη Θεσσαλονίκη.
Οι μαρτυρίες τον θέλουν να ξεχωρίζει για την ψυχή που έβγαζε εντός αγωνιστικού χώρου. Έμπαινε στη μάχη χωρίς να υπολογίζει τίποτα, ματώνοντας τη φανέλα και τον ίδιο. Είχε φαρμακερό σουτ, το οποίο του επέτρεψε να φτάσει σε τριψήφιο αριθμό τερμάτων και να χριστεί διεθνής.
Η οικογένειά του διέθετε κρεοπωλείο, επομένως συνδύαζε την εργασία με το ποδόσφαιρο, παραβλέποντας κούραση, αϋπνία και έλλειψη ελεύθερου χρόνου. Εξάλλου το σπορ απείχε πολύ από τα χρόνια του επαγγελματισμού και τα έσοδα των παικτών ήταν μηδαμινά. Μάλιστα, στα κατάμαυρα χρόνια της γερμανικής Κατοχής, τα αδέρφια Μπαλτάση παραχωρούσαν τρόφιμα στους ανθρώπους του Παναθηναϊκού, όταν αυτό φυσικά ήταν εφικτό.
Προτού ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Μήτσος γοήτευε τους Έλληνες φιλάθλους και συνέβαλε στη γιγάντωση του ονόματος του «τριφυλλιού» με τον ηρωικό τρόπο παιχνιδιού του. Τραυματίστηκε ουκ ολίγες φορές, με αποτέλεσμα να τον ακολουθούν εφ’ όρου ζωής διάφορα προβλήματα σε σημεία όπως το δεξί πόδι και η σπονδυλική στήλη. Τότε οι παίκτες θύμιζαν περισσότερο στρατιώτες εν ώρα μάχης παρά αθλητές.
Μεταξύ άλλων, είχε βρει δίχτυα στον τελικό Κυπέλλου Ελλάδας της σεζόν 1939-40, ανοίγοντας το σκορ επί του Άρη και, συνάμα, τον δρόμο για τον τελευταίο τίτλο της καριέρας του (3-1 το αποτέλεσμα στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας).
Ο Μπαλτάσης αγωνίστηκε για 10 χρόνια με την πράσινη φανέλα, σημειώνοντας 106 ή 107 γκολ, ενώ αποσύρθηκε αναγκαστικά από τη δράση στα 27 του χρόνια εξαιτίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αποτελεί τον πρώτο σκόρερ του Παναθηναϊκού στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα (73 συμμετοχές – 42 γκολ) και στο Πρωτάθλημα Αθηνών (55 γκολ).
Παράλληλα, ο Μπαλτάσης βρήκε δίχτυα μία φορά με την Εθνική Ελλάδας, συγκεκριμένα στη βαριά ήττα (6-1) από τη Γιουγκοσλαβία στις 21 Ιουνίου 1935 για το 5ο Βαλκανικό Κύπελλο Εθνών.
Αυτή η κορυφαία μεσοπολεμική προσωπικότητα του Παναθηναϊκού και, κατ’ επέκταση, του εγχώριου ποδοσφαίρου έφυγε από τη ζωή στις 17 Ιουνίου του 1996.
Ο γιος του Μιχάλης αγωνίστηκε στα «τσικό» του «τριφυλλιού», ενώ, μεταξύ άλλων, φόρεσε τη φανέλα της Δόξας Βύρωνα και του Πανθησειακού.
Βρίσκεται πάντα κοντά σε συναντήσεις βετεράνων και, βέβαια, στον αγαπημένο του Παναθηναϊκό. Η οικογένεια Μπαλτάση έχει περίοπτη θέση στην ιστορία της ομάδας. Με μπροστάρη τον Μήτσο, ο οποίος «βομβάρδισε» τις αντίπαλες εστίες, προτού αρχίσουν οι πραγματικοί βομβαρδισμοί του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.