Θύμα του χαρακτήρα του: Ο καινοτόμος Έλληνας σκηνοθέτης που άφησε 12 αριστουργήματα κι όμως δεν τον θυμάται σχεδόν κανείς

Άφησε πίσω του τεράστιο έργο

Είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς γιατί το όνομα του Γιώργου Τζαβέλλα δεν είναι γνωστό όσο θα έπρεπε στο ευρύ κοινό, αν αναλογιστεί κανείς (με όλο τον σεβασμό στις ικανότητες και στην σημαντική καριέρα του) ότι ο συνονόματός του ποδοσφαιριστής τυγχάνει μεγαλύτερης αναγνώρισης από αυτόν τον πρωτεργάτη της ελληνικής σκηνοθεσίας.

Οι περισσότεροι τον κατατάσσουν απλώς στους δημιουργούς της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου και στέκονται κυρίως στις μεγάλες εμπορικές επιτυχίες που γύρισε εκείνο το διάστημα. Στο βιογραφικό του καταγράφονται φιλμ όπως η Ιστορία μιας κάλπικης λίρας, που από πολλούς θεωρείται ίσως η κορυφαία ελληνική ταινία όλων των εποχών, αλλά και άλλες όπως ο Μεθύστακας με τον Ορέστη Μακρή, το Μια ζωή την έχουμε με τον Δημήτρη Χορν και συνολικά 12 φιλμ που βγήκαν στις αίθουσες.

Σε αυτές, πέρα των παραπάνω, συναντάμε τεράστια ονόματα ηθοποιών, όπως ο Βασίλης Λογοθετίδης, η Έλλη Λαμπέτη, ο Ντίνος Ηλιόπουλος ή ο Γιώργος Κωνσταντίνου και η Μάρω Κοντού οι οποίοι και πρωταγωνίστησαν στο υπέροχο «Η δεν γυνή να φοβήται τον άνδρα», που αποτέλεσε και την τελευταία δουλειά του το 1965 καθώς ο θάνατος της λατρεμένης συζύγου του 4 χρόνια αργότερα τον απομακρύνει εντελώς από τον καλλιτεχνικό χώρο.

Το 1974 μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την Μεταπολίτευση, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής του εμπιστεύεται την θέση του προέδρου των Γενικών Κινηματογραφικών Επιχειρήσεων, η οποία υπήρξε ο προάγγελος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και από αυτό το νευραλγικό πόστο συμμετείχε στη σύνταξη του πρώτου νόμου για την εθνική κινηματογραφία.

Στη συνέχεια αφιερώθηκε στη συγγραφή της αυτοβιογραφίας του και τελικά άφησε την τελευταία πνοή του στις 18 Οκτωβρίου 1976, μετά από μοιραίο βαρύτατο εγκεφαλικό επεισόδιο, μόλις λίγες ημέρες μετά το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης εκείνης της σεζόν, του οποίου υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής και εργάστηκε επί σειρά ετών για την δημιουργία του.

Γόνος της οικογένειας των αγωνιστών του 1821 από το Σούλι, ο γεννημένος στις 10 Αυγούστου 1916, Γιώργος Τζαβέλλας, ήταν γιος του δημοσιογράφου Θάνου Τζαβέλλα και της Αφροδίτης Μιχαηλίδου και από πολύ μικρή ηλικία γοητεύτηκε από την μαγεία του αρχαίου ελληνικού δράματος παρακολουθώντας τις Δελφικές Εορτές του Άγγελου και της Εύας Σικελιανού.

Από τότε όνειρό του ήταν να μπορέσει μια μέρα να ασχοληθεί και ο ίδιος με την τραγωδία, πράγμα που τελικά συνέβη το 1962, γυρίζοντας την δική του εκδοχή της «Αντιγόνης». Το αποτέλεσμα έφερε διφορούμενες κριτικές μεν, αλλά αποθεώθηκε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου. Και αυτό συνέβη ενώ δεν σπούδασε ποτέ σκηνοθεσία, υπήρξε αυτοδίδακτος και την ίδια ώρα γύριζε αυτό που λέμε εμπορικό σινεμά.

Αυτό από μόνο του αποτελεί έναν άθλο για τον οποίο ο Γιώργος Τζαβέλλας θα άξιζε μια καλύτερη θέση στο μυαλό του ευρύτερου κοινού, με την υποσημείωση ότι η συνεισφορά του είναι ακόμη μεγαλύτερη!

Έχοντας πολεμήσει στο Αλβανικό Μέτωπο, καταγράφει ως κινηματογραφιστής μερικά από τα πιο εντυπωσιακά πλάνα από εκείνη την εποχή, μεταξύ των οποίων την υποστολή της ναζιστικής σημαίας από την Ακρόπολη, ενώ σε αυτόν πιστώνεται και η επιστροφή του Αττίκ.

Αυτό συνέβη το 1944 με το φιλμ «Χειροκροτήματα» το οποίο γύρισε χωρίς να διεθέτει καν χρήματα ή στούντιο και με τα πενιχρά μέσα που είχε στη διάθεσή του εκείνη την εποχή, στο πίσω μέρος της οθόνης του κινηματογράφου Ρεξ, το οποίο ήταν ένα από τα ελάχιστα κτήρια στην Αθήνα στα οποία οι Γερμανοί κατακτητές παρείχαν ηλεκτρικό ρεύμα όλο το 24ωρο. Λίγο καιρό μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων ο Αττίκ αυτοκτόνησε…

Πλέον οι περισσότεροι μελετητές του έργου του θεωρούν πως το γεγονός ότι ο Τζαβέλλας δεν έτυχε της αναγνώρισης που του αξίζει οφείλεται κατά κύριο λόγο στον χαρακτήρα του αλλά και το ήθος του που δεν του επέτρεψε να επιβληθεί όπως θα έκανε κάποιος άλλος πιο ματαιόδοξος ή και αδίστακτος… Πράγμα που εδώ και τα λέμε, του δίνει ακόμη πιο σημαντική θέση στο στερέωμα της ελληνικής 7ης Τέχνης αλλά και στις καρδιές μας.