130.000 θεατές, 11 ώρες αγώνας: Ο Έλληνας υπεραθλητής με το πρωτόγονο κοντάρι που έχασε το χρυσό στο άλμα επί κοντώ για μια λεπτομέρεια

Και η… γευστική λεπτομέρεια που τον έφερε στο αγώνισμα

Ένα στοίχημα με έπαθλο μια ταπεινή… πάστα ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Γιώργος Ρουμπάνης έπιασε για πρώτη φορά στα χέρια του το κοντάρι του επί κοντώ. Όταν τελικά πέρασε τον πήχη ούτε και ο ίδιος περίμενε ότι λίγα χρόνια αργότερα όταν θα προσγειωνόταν μετά από μια προσπάθειά του θα ήταν Ολυμπιονίκης!

Και τι Ολυμπιονίκης… Θα γινόταν ο άνθρωπος που θα χάριζε στην Ελλάδα το πρώτο της μετάλλιο στην διοργάνωση μετά από 44 ολόκληρα χρόνια, κατακτώντας το χάλκινο στην Μελβούρνη το 1956, μετά από έναν αγώνα που κινείται στα όρια του μύθου.

Ο Γιώργος γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε κυριολεκτικά μέσα στον αθλητισμό. Ο πατέρας του, Σάββας, ήταν διευθυντής φυσικής αγωγής της πόλης και ήθελε τα παιδιά του να ακολουθήσουν ανάλογο δρόμο, χωρίς να τον απασχολεί ιδιαίτερα το σπορ που θα επέλεγαν. Και οι 4 γιοι του το έκαναν, με τους δύο εξ αυτών στη συνέχεια να αφοσιώνονται στις επιστήμες τους επαγγελματικά.

Δύο από αυτούς, όμως, είχαν το ταλέντο και την δίψα για πολλά περισσότερα. Ο άλλος αδελφός, ο Αριστείδης, υπήρξε σπουδαίος ακοντιστής (κάποια στιγμή ήταν και κάτοχος του Πανελληνίου ρεκόρ) και σφαιροβόλος, αλλά τελικά τον κέρδισε το μπάσκετ.

Αν και σύντομη, η καριέρα του στα ανοιχτά γήπεδα της εποχής υπήρξε επίσης αξιομνημόνευτη. Ήταν ο βασικός σέντερ της πρώτης δυναστείας του ελληνικού μπάσκετ (πρωταθλητής 1953, 1955, 1957) ως μέλος του Πανελληνίου που για την εποχή ήταν σημαντική δύναμη στην Ευρώπη, ενώ έπαιξε και στο εξωτερικό αγωνιζόμενος στην Ιταλία με τις φανέλες των Ρέγιερ Βενετίας και Μότο Μορίνι Τορίνο.

Φυσικά ήταν αναντικατάστατο μέλος της Εθνικής ομάδας, μέχρι την ώρα που αποσύρθηκε σε νεαρή ηλικία και μετέβη για σπουδές στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Ο «μπουλντόζας» όπως ήταν το προσωνύμιό του εξαιτίας της εντυπωσιακής σωματικής διάπλασής του τελικά έμεινε για πάντα εκεί.

Όσο για τον Γιώργο, και αυτός μπορεί να θεωρηθεί ένας από τους υπεραθλητές εκείνης της ρομαντικής εποχής. Ήταν καλός σχεδόν σε όλα τα σπορ, έχοντας ως βάση του τον στίβο. Ξεκίνησε ως αθλητής του Παναθηναϊκού, πριν μεταπηδήσει στον σύλλογο των Ολυμπιονικών, όπως είναι γνωστός ο Πανελλήνιος.

Εκεί ασχολήθηκε αρχικά με την πυγμαχία, όμως μια κοπέλα του είπε ότι έτσι κινδύνευε να γεμίσει με σημάδια το ωραίο πρόσωπό του και για τον Γιώργο Ρουμπάνη αυτό ήταν αρκετό για να πετάξει τα γάντια. Έπαιξε λίγο ποδόσφαιρο αλλά και μπάσκετ, πριν στραφεί και αυτός στο στίβο, παράλληλα με τις σπουδές του στην Πάντειο, όπως άλλωστε και τα αδέρφια του.

Δοκίμασε τις δυνάμεις του στα ψηλά εμπόδια στα 110 μέτρα αλλά και στον δίσκο, πριν μια μέρα ο τότε επικοντιστής του σωματείου, Θεοδόσης Μπαλάφας, περισσότερο για πλάκα, τον προκάλεσε να πηδήξει με κοντάρι. «Αν περάσεις το 2,50 θα κεράσω μία πάστα, αλλιώς κερνάς εσύ» του είπε… «Αυτό το περνάω φορώντας και το καβουράκι μου», απάντησε με αφοπλιστική αυτοπεποίθηση ο Ρουμπάνης, που λίγα λεπτά αργότερα ο περνούσε το ύψος κι έπαιρνε το πρώτο «γλυκό» έπαθλο μιας καριέρας που έμελλε να είναι μυθική.

Ίσως τίποτα από όσα συνέβησαν να μην είχε συμβεί εάν δεν είχε προκύψει ένα διεθνές μίτινγκ στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Εκεί βρισκόταν και ο προπονητής Πέιτον Τζόρνταν σε αναζήτηση ταλέντων. Όταν είδε τον εντυπωσιακό Ρουμπάνη να ίπταται, ρώτησε περισσότερα για αυτόν. Και όταν του είπαν ότι αυτός ο 23χρονος μόλις είχε αρχίσει να ασχολείται με το αγώνισμα, έμεινε με το στόμα ανοιχτό αντιλαμβανόμενος ότι πρόκειται για ατόφιο ταλέντο.

Για να πάει στην Αμερική και να γυμναστεί εκεί, ο Γιώργος Ρουμπάνης δανείστηκε δύο κοστούμια από τον πρόεδρο του Πανελληνίου, Σπύρο Σκούρα και φτάνοντας στην άλλη όχθη του Ατλαντικού έκανε ό,τι έπρεπε για να επιβιώσει αλλά και να βελτιωθεί αφού όλα του ήταν καινούρια. Ακόμη και τα κοντάρια που εκεί ήταν… μοντέρνα και πολύ διαφορετικά από αυτά που είχε συνηθίσει να αγωνίζεται.

Στο πανεπιστήμιο της Πασαντίνα έκανε διάφορες δουλειές για να μην χάσει την υποτροφία του και η πρόοδός του τον έφερε στο ακόμη πιο φημισμένο UCLA όπου προπονούταν σαν… σκύλος και παράλληλα δούλευε σε φούρνο. Με εξέλιξη αξιοσημείωτη ήξερε ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Μελβούρνης το 1956 θα ήταν η μεγάλη ευκαιρία του να λάμψει.

Βρέθηκε στην πόλη της Αυστραλίας με επίδοση 4.40, μια επίδοση επιπέδου 8άδας. Εκεί ένιωσε την αγάπη της ομογένειας αλλά και την προσμονή για ένα μετάλλιο που η Ελλάδα είχε να πανηγυρίσει στην κορυφαία αθλητική διοργάνωση του πλανήτη από το 1912 και τον Τσικλιτήρα!

Ο προκριματικός άρχισε στις 11 το πρωί της 26ης Νοεμβρίου και μέχρι το βράδυ την ώρα του τελικού το στάδιο είχε κατακλυστεί από 130.000 θεατές, ανάμεσά τους και πολλοί Έλληνες. Σύμφωνα με την διήγηση του ίδιου του Ρουμπάνη, η συνολική διάρκεια του αγώνα έφτασε στις 11 ώρες, οι 5 από αυτές στον τελικό. «Πήγα στο στάδιο ανοργάνωτος, χωρίς νερό ή κάτι άλλο για να βάλω στο στόμα μου. Έμεινα νηστικός πολλές ώρες» είχε εξομολογηθεί στον δημοσιογράφο Δημήτρη Λυμπερόπουλο, που κάλυπτε την διοργάνωση στην εφημερίδα «Εμπρός».

Ήταν μια μέρα με πολύ αέρα που όπως φαίνεται έπαιξε το ρόλο του. Ο Ρουμπάνης ήταν σε καλή κατάσταση αλλά ήξερε πως έπρεπε να ξεπεράσει τον εαυτό του για να βρεθεί στα μετάλλια. Πέρασε με την 1η τα ύψη μέχρι τα 4.15 και με την 2η τόσο το 4.25 όσο και το 4.35. Με το 4.40 ήξερε ότι ήταν στο βάθρο και μάζεψε όλες του τις δυνάμεις για το χρυσό, με αντιπάλους του τους Αμερικανούς Μπομπ Ρίτσαρντς (χρυσός Ολυμπιονίκη του 1952 και αργυρό του 1948) και Μπομπ Γκουντόφσκι.

Η μάχη μεταξύ των τριών συνεχίστηκε τόσο στο 4.45 όσο και στο 4.50, με τον Ρουμπάνη να τα περνά με την 1η προσπάθεια. Όλα κρίθηκαν στο 4.53. Σύμφωνα με την διήγηση του ίδιου, το τρίτο άλμα του ήταν καλό, αλλά μια απροσεξία με το ένα δάκτυλο και ο ισχυρός αέρας έριξαν τον πήχη…

Ο Ρουμπάνης ξέσπασε σε κλάματα χωρίς να αντιλαμβάνεται την έκταση της επιτυχιας του. Πράγμα που συνέβη λίγο αργότερα όταν είδε τις αντιδράσεις του πλήθους αλλά και τα συγχαρητήρια τηλεγραφήματα που έπεφταν σαν βροχή. Η Ελλάδα μετά από 44 ολόκληρα χρόνια βρισκόταν ξανά στο βάθρο με ένα μετάλλιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες!