Από τους μεγαλύτερους πολιτικούς του 20ου αιώνα, διαμόρφωσε το δεύτερο μισό του μέσα από μια διαδρομή πολλών δεκαετιών. Με πολλούς υποστηρικτές που του χάρισαν τον χαρακτηρισμό «Εθνάρχης», αλλά και ορκισμένους εχθρούς, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν μια προσωπικότητα που όμοιά της δύσκολα θα υπάρξει ξανά.
Πέρα από το πού στέκεται κανείς πολιτικά, είναι αδύνατο να μην αναγνωρίσει το αποτύπωμα που άφησε πίσω του. Το αντίπαλο δέος στον Ανδρέα Παπανδρέου και τους σοσιαλιστές, ο Καραμανλής εξέφρασε την δεξιά παράταξη, δείχνοντας δύο διαφορετικά πρόσωπα.
Οι πολέμιοί του στέκονται στο πρώτο, χρεώνοντας στα μειονεκτήματά του τις ενέργειές ως αρχηγού της ΕΡΕ και νωρίτερα ως υπουργού. Από εκείνη την εποχή έμειναν τσιτάτα όπως οι εκλογές βίας και νοθείας, το παρακράτος, ακόμη και η άναρχη δόμηση της Αθήνας με την περίφημη αντιπαροχή.
Από την άλλη, οι θαυμαστές της διαδρομής στέκονται στη σύγκρουσή του με το Παλάτι και ιδιαίτερα την Φρειδερίκη (κι ας λένε ότι τον επέβαλε), το γεγονός ότι κράτησε την Ελλάδα όρθια και ενωμένη μετά την πτώση της Χούντας και φυσικά τις μεγάλες στρατηγικές επιλογές που καθόρισαν την πορεία της χώρας, όπως η είσοδος στην τότε ΕΟΚ. Μια απόφαση που οι πολιτικοί αντίπαλοί του πολέμησαν, αλλά όταν ανέβηκαν στην εξουσία την χρησιμοποίησαν…
Πέρα από αυτά, ο Καραμανλής έμεινε στην ιστορία ως μια ασκητική μορφή της πολιτικής.
Απεχθανόταν την δημοσιότητα, απέφευγε τις δημόσιες εμφανίσεις όταν αυτές δεν αφορούσαν τον πολιτικό στίβο, ήταν λακωνικός και προστάτευε ως κόρη οφθαλμού την προσωπική του ζωή.
Ο κύκλος του ήταν γεμάτος από ονόματα που προκαλούν δέος. Μάνος Χατζιδάκις, Αλέξης Μινωτής, Οδυσσέας Ελύτης, Γιάννης Μόραλης, Κάρολος Κουν, Δημήτρης Χορν ήταν κάποιοι από αυτούς, τους οποίους είτε συναντούσε στο σπίτι του είτε κάποιους εξ αυτών, παίζοντας γκολφ. Μία από τις ελάχιστες χαρές που επέτρεπε στον εαυτό του.
Και αυτό διότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής που παντρεύτηκε ως νέος ακόμη και στη συνέχεια κλείστηκε στον εαυτό του, και αν δεν υπήρχαν οι μαρτυρίες του επιστήθιου φίλου του και στενότατου συνεργάτη του, Τάκη Λαμπρία, ελάχιστα θα γνωρίζαμε για την προσωπική του ζωή.
«Για να κυβερνήσω την Ελλάδα, στέγνωσα την ψυχή μου» είχε πει κάποτε δημόσια, αλλά ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την ψυχοσύνθεση αυτού του ανθρώπου δίνει ο ίδιος ο Λαμπρίας, μεταφέροντας σκέψεις του προέδρου.
«Σκέφτομαι πολύ, βασανιστικά ίσως. Συχνά εκνευρίζομαι, γιατί θεωρώ ότι χάνω το χρόνο μου… Με γεμίζει, όμως, η σκέψη. Δεν νιώθω κενό. Και αυτός είναι ένας λόγος που μου πάει η μοναξιά. Δεν με τρομάζει να ζω με τον εαυτό μου… Όχι μόνο δεν είχα χαρές στη ζωή μου, αλλά και δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να έχει επιθυμίες», είχε πει.
Ο βίος και η διατροφή του ήταν πάντοτε λιτός.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι φωτογραφίες του από την δεκαετία του 1950 μέχρι και λίγο πριν τον θάνατό του το 1998 δεν έχουν και πολύ μεγάλη διαφορά. Παρέμενε το ίδιο αγέρωχος, χωρίς να παίρνει ή να χάνει κιλά, χάρη σε αυτόν τον τρόπο ζωής και ουσιαστικής ασκητείας.
Ωστόσο απολάμβανε ακόμη κι αυτός ορισμένα πράγματα.
Για παράδειγμα είχε μεγάλη αδυναμία στις ταινίες γουέστερν, με αγαπημένο του ηθοποιό τον Τζον Γουέιν. Συχνά μάλιστα συνόδευε την παρακολούθηση ενός φιλμ με ένα ποτήρι καλό ουίσκι, το οποίο νέρωνε ελάχιστα, ενώ είχε κι ακόμη μία απόλαυση.
Το τάβλι!
Με τη διαφορά ότι ήθελε το παιχνίδι να παίζεται με συγκεκριμένους όρους. Ως αντίπαλος ήταν απολύτως εκνευριστικός και εξοργιστικός. Σκεφτόταν την κάθε κίνησή του περισσότερο και από αντίστοιχη στο σκάκι, απαιτούσε τα ζάρια να ρίχνονται απαλά, «σαν να αγγίζετε άρπα», έλεγε και απαγόρευε κάθε υπερβολή και έκρηξη συναισθημάτων, είτε επρόκειτο για χαρά είτε για αγανάκτηση!