Είναι Ιανουάριος του 1987 όταν κυκλοφορεί ένα από τα πιο πολυσυζητημένα τεύχη του περιοδικού «Ταχυδρόμος». Φιλοξενεί την μεγαλύτερη, σημαντικότερη και δυστυχώς τελευταία συνέντευξη του Μπίλι Μπο. Του σχεδιαστή μόδας που υπήρξε influencer και δίδαξε τι σημαίνει trend και viral πριν καν ανακαλυφθούν και χρησιμοποιηθούν ευρέως οι συγκεκριμένοι όροι, όπως τους γνωρίζουμε σήμερα.
«Από το άλλοτε πιο ωραίο αγόρι της Αθήνας είχε μείνει μόνο μια σκιά» επισημαίνει η δημοσιογράφος Λένα Ζαννιδάκη. Η γυναίκα την οποία ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά και την εμπιστεύτηκε για μία ιδιαίτερη αποστολή. Να ανοίξει την καρδιά και τις σκέψεις του μέσω των σελίδων του περιοδικού σε όλους τους Έλληνες και παράλληλα να τους φέρει για πρώτη φορά σε επαφή με το πραγματικό πρόσωπο του AIDS… Βλέπετε, εκτός από όλα τα άλλα κατορθώματά του, ο ένας και μοναδικός Μπίλι Μπο, είχε και το θλιβερό «προνόμιο» να είναι ο πρώτος διάσημος συμπατριώτης μας που «έφευγε» από αυτήν την ακόμα άγνωστη ασθένεια.
Ακόμη και τότε, προσέφερε με τον τρόπο του, διαλύοντας φήμες και αστικούς μύθους που συντηρούνταν ακόμη και από μέλη της επιστημονικής κοινότητας, πόσω μάλλον από τον απλό κόσμο. Και για να έχετε μια εικόνα του πόσο λανθασμένες αντιλήψεις κυριαρχούσαν τότε, αρκεί να πούμε ότι κάποτε αναγνώστρια περιοδικού μόδας έστειλε επιστολή (πράγμα συνηθισμένο τότε) με το ερώτημα του αν κινδύνευε να κολλήσει και η ίδια επειδή είχε αγοράσει ένα μπλουζάκι που είχε σχεδιάσει εκείνος και έφερε το θρυλικό λογότυπό του. Να είστε σίγουροι πάντως, ότι δεν ήταν η μόνη με τέτοιες απορίες…
«Γράψτε ότι ζω»…
Η Λένα Ζαννιδάκη δεν πρόδωσε ποτέ την εμπιστοσύνη που της έδειξε ο Μπίλι Μπο. Άλλοι θα επένδυαν στην τραγικότητα των στιγμών και στην δίψα του αδηφάγου κοινού για σκάνδαλα και «αίμα». Άλλωστε στην πλειοψηφία του Τύπου εκείνης της εποχής γράφονταν τέρατα από τη στιγμή που διέρρευσαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων στις οποίες είχε υποβληθεί ο χαρισματικός μόδιστρος.
Τελικά η δημοσιογράφος επέλεξε τον δρόμο της εντιμότητας και στην ουσία του παρείχε το βήμα που χρειαζόταν για να διαλύσει ψεύδη, συκοφαντίες και λάσπη που απειλούσαν να σκοτώσουν την υστεροφημία του, πριν καν έρθει το τέλος της ζωής του.
«Γράψτε ότι ζω και ευχαριστώ όλους εκείνους που μου συμπαραστάθηκαν στις δύσκολες ώρες μου. Υπάρχουν και άνθρωποι που δεν έχουν κίνητρο την κούφια περιέργεια, την σκανδαλοθηρία ή την επαγγελματική αντιζηλία. Υπάρχουν άνθρωποι που ρωτάνε για μένα με πραγματικό ενδιαφέρον, που μου στέλνουν ευχές ακόμη και άγνωστοι, μια εικονίτσα, κάποιο λουλούδι και δεκάδες γράμματα που με παρηγορούν ό,τι κι αν μου συμβαίνει.
Άνθρωποι που μπορεί να έχουν βαδίσει ένα Γολγοθά, που μπορεί να κράτησαν κι αυτοί ένα σταυρό βαρύ αλλά δεν τους πήρε από πίσω ο όχλος να τους ρίξει πέτρες και να κάνει πιο δύσκολο το ανέβασμά τους. Επειδή με χαρακτήρισαν δημόσιο πρόσωπο, μου έριξαν πέτρες, λάσπη και βέλη. Το αμάρτημά μου ήταν βαρύ. Εγώ, ένα Πειραιωτάκι, ξεκίνησα από το μηδέν κι έφτασα εκεί που έφτασα. Ήμουν περήφανος και φιλόδοξος, ο Θεός όμως μας θέλει ταπεινόφρονες. Ίσως συγχώρεσε την υπεροψία μου γι αυτό μ΄ αφήνει να ζω. Οι άνθρωποι είναι ανελέητοι και με θέλουν νεκρό», ήταν τα λόγια που βγήκαν από το στόμα του και μαρτυρούσαν το πόσο περήφανα και συνειδητά στάθηκε απέναντι στο πεπρωμένο του μέχρι την ύστατη ώρα…
Από τα Καμίνια, στις πασαρέλες
Η ασθένεια τον χτύπησε ενώ βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του. Σε μια εποχή που λέξεις όπως μόδα και top model ήταν εντελώς άγνωστες, εκείνος με συνοδοιπόρο του τον λατρεμένο του, Μάκη Τσέλιο, άλλαζαν τα δεδομένα. Προσέθεσαν glamour και συνεισέφεραν με κάθε τρόπο ώστε να στηθεί ουσιαστικά η βιομηχανία μόδας όπως την γνωρίσαμε αργότερα στην Ελλάδα.
Οι δυο τους γνωρίστηκαν το 1971 και αποφάσισαν να συνεργαστούν και σε επαγγελματικό επίπεδο. Η πρώτη τους απόπειρα ωστόσο δεν αφορούσε τη μόδα αλλά το χώρο των αρωμάτων, ιδρύοντας μια εταιρεία εισαγωγών από την Γαλλία. Δύο χρόνια αργότερα άλλαξαν ρότα και άνοιξαν την πρώτη τους μπουτίκ στην οδό Σόλωνος. Ονόμασαν το κατάστημα Billy Bo, όνομα το οποίο τελικά επέλεξε και ο γεννημένος ως Βασίλης Κουρκουμέλης στις 8 Φεβρουαρίου 1954 σχεδιαστής.
Προερχόμενος από φτωχή οικογένεια, αποφάσισε να φτιάξει ο ίδιος το μονοπάτι της ζωής και της καριέρας του. Σπούδασε σχέδιο μόδας και προσέφερε τις δημιουργίες του στην μπουτίκ μέχρι την ώρα που έφτασε η εκτόξευση, η οποία σηματοδοτήθηκε από τη στιγμή που κέρδισε βραβείο σε διαγωνισμό του περιοδικού Γυναίκα.
Ο Billy Bo πλέον άρχισε να μετατρέπεται σε αυτό που έγινε αργότερα. Όχι ένας απλός σχεδιαστής, έστω και πάρα πολύ επιτυχημένος, αλλά ένα icon της εποχής. Η κοσμική Αθήνα μιλούσε συνεχώς για αυτόν, τα καταστήματα άνοιγαν σε περιοχές όπως η Μύκονος ή το Ψυχικό, όμως εκείνος δεν είχε φτάσει ακόμη στο «ταβάνι» του.
Μέχρι τη Νέα Υόρκη
Σχεδόν μέρα με τη μέρα γινόταν φανερό ότι η Ελλάδα ήταν ελάχιστη για να τον χωρέσει. Η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της χώρας, την οποία κατάφερε να βάλει στον κύκλο της μόδας διοργανώνοντας fashion shows με γνωστά top model, που μέχρι τότε μόνο για διακοπές θα πατούσαν το πόδι τους εδώ.
Αντ’ αυτού βρέθηκαν να κάνουν catwalk στην κεντρική αίθουσα εκδηλώσεων του King George, ενώ ο ίδιος ο Billy Bo σχεδίαζε και υλοποιούσε τα επόμενα δικά του βήματα, τα οποία τον πήγαιναν όπου ονειρευόταν. Μακριά από τα φτωχικά παιδικά χρόνια και τις ανασφάλειες και τις προκαταλήψεις της ελληνικής κοινωνίας και στο επίκεντρο του κόσμου εκείνης της νέας εποχής που αναδυόταν.
Στη Νέα Υόρκη δηλαδή όπου ετοίμαζε τα εγκαίνια της πρώτης του μπουτίκ στην θρυλική Park Avenue! Είχε ήδη γνωριστεί με τον μυθικό Άντι Γουόρχολ και όλα έδειχναν πως ένας Έλληνας σχεδιαστής μόδας θα έμπαινε σε αυτόν τον στενό κύκλο ανθρώπων που κινούσαν τα νήματα και πέρα από τη μόδα, δημιουργούσαν τάσεις και μετατρέπονταν σε απόλυτα celebrities.
Στο απόγειο της δόξας του…
Όταν, όμως, τελικά έγιναν τα εγκαίνια στη Νέα Υόρκη τον Δεκέμβριου του 1986, ο Billy Bo δεν βρισκόταν εκεί… Έδινε την δική του μάχη για να κρατηθεί στη ζωή χτυπημένος από το AIDS…
Τα πρώτα συμπτώματα είχαν έρθει το καλοκαίρι του ίδιου έτους. Αλλά τότε ο ιός ήταν άγνωστος και κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι λίγος βήχας, πυρετός και αδυναμία θα ισοδυναμούσαν με θάνατο. Ακολούθησαν νέες εξετάσεις και ταξίδι στο Παρίσι όπου έμαθε το νέο που όχι μόνο του άλλαξε τη ζωή, αλλά του την στέρησε κιόλας.
Το επόμενο διάστημα ο Billy Bo άρχισε να συμφιλιώνεται με την ιδέα του τέλους, χωρίς αυτό να σημάνει και την παράδοσή του. Είχε ενημερωθεί βέβαια ότι εκείνα τα χρόνια θεραπείες για τον ιό δεν υπήρχαν. Ακόμη και η χορήγηση του πρώτου κοκτέιλ φαρμάκων ΑΖΤ βρισκόταν σχεδόν σε εμβρυικό στάδιο. Ακόμη κι έτσι δεν έχασε τις ελπίδες του. Ακολούθησε όλες τις οδηγίες των γιατρών και έφτασε μέχρι τη Νέα Υόρκη. Όχι, όμως, για να επεκτείνει τους επαγγελματικούς ορίζοντές του και την φήμη του, όπως προοριζόταν, αλλά για να νοσηλευθεί.
Εκεί οι γιατροί επί της ουσίας τον προετοίμασαν για το επερχόμενο τέλος, ξεκαθαρίζοντας ότι η περίπτωσή του ήταν τόσο προχωρημένη που δεν θα ήταν δυνατό να του χορηγηθεί ούτε καν πειραματικό φάρμακο.
Επέστρεψε στην Ελλάδα και είχε μια αναλαμπή λες και ο Θεός θέλησε να του χαρίσει μερικές καλές μέρες ακόμη χάρη στις οποίες έκανε δημόσιες εμφανίσεις δίπλα σε καλούς φίλους, κάτι σαν τελευταίο πάρτι αποχωρισμού. Ο Θεός που ήταν το αποκούμπι του σε όλη αυτή την δύσκολη διαδρομή, με τον Billy Bo να μελετά την Αγία Γραφή και να προσεύχεται, μέχρι την τελευταία στιγμή που ήρθε στις 13 Ιουνίου 1987.
Λίγες μέρες νωρίτερα είχε πέσει σε κώμα και νοσηλεύτηκε στο «Υγεία» από όπου πήρε εξιτήριο για να μεταβεί στο σπίτι του στο Καβούρι, όπου άφησε την τελευταία πνοή του. Όπως αποκάλυψε αργότερα και ο Μάκης Τσέλιος που του στάθηκε μέχρι τέλους: «Έφυγε συμφιλιωμένος με τους ανθρώπους και το Θεό. Είπε το Πάτερ ημών και ξεψύχησε. Ήταν ένας άλλος Βασίλης»…