Κλασικός σκληροτράχηλος Αργεντινός αμυντικός εντός των τεσσάρων γραμμών του γηπέδου, ορκισμένος σκληρός ροκάς εκτός αυτών. Ο Ντάριο Ντιμπουά ήταν περιπτωσάρα από τις λίγες, εκφράστηκε κατά βούληση και σίγουρα έζησε τη ζωή του με τους κανόνες που ο ίδιος όρισε.
Ο μακρυμάλλης Αργεντινός έγινε δημοφιλέστατη φιγούρα στο λατινοαμερικάνικο ποδόσφαιρο της δεκαετίας του ’90. Έγραψε συνολικά 146 εμφανίσεις σε ομάδες χαμηλών κατηγοριών, με πιο γνωστές την Βικτοριάνο Αρένας, την Ντεπορτίβο Παραγκούγιο και την αγαπημένη του Φεροκαρίλ Μίντλαντ, ενώ όταν δεν αγωνιζόταν έκανε live με την μπάντα του, τους Tribute Rock.
Η προσέγγιση του Ντιμπουά στο θέμα «ποδόσφαιρο» ήταν τουλάχιστον αντισυμβατική. Πρώτα έλεγε ότι «δεν μ’ αρέσει να παίζω, απλώς το κάνω γιατί είναι ανταγωνιστικό και γιατί μ’ αρέσει να προπονούμαι» και στα καπάκια βαφόταν σαν τον Τζιν Σίμονς των Kiss και έμπαινε στο γήπεδο για να σπείρει τρόμο. Αθλητικά πάντα. Εντός των αγωνιστικών ορίων, αλλά με περίεργη εμφάνιση «είμαι απλώς ένας κλόουν με βαμμένο πρόσωπο… έτοιμος να πεθάνει για τη φανέλα που φοράει» δήλωνε προς απάντηση όλων όσων του έλεγαν ότι φοβίζει κοινό και αντιπάλους.
Ο Ντιμπουά άρχισε να απασχολεί και να ενοχλεί σοβαρά τις ποδοσφαιρικές αρχές, όταν έφτυσε και κατήγγειλε δημοσίως έναν παράγοντα που προσπάθησε να τον δωροδοκήσει πριν από έναν αγώνα, ενώ ταυτοχρόνως ξεκίνησε συστηματικά να καλύπτει τους χορηγούς στη φανέλα του με λάσπη, όταν αυτοί δεν πλήρωναν πριμ που είχαν υποσχεθεί.
Το 2002 η Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου της Αργεντινής αποφαίνεται ότι το βάψιμο του προσώπου απο ποδοσφαιριστές είναι παράνομο διότι «χαλάει την εικόνα του αθλήματος» και διότι «δυσκολεύει τους διαιτητές στην αναγνώριση των παικτών». Τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, σε παιχνίδι εναντίον της Λίνιερς, ο Ντιμπουά συγκρούεται με αντίπαλο και πέφτει κάτω λιπόθυμος. Μεταφέρεται στο νοσοκομείο με τραύματα στο κεφάλι, αιμορροϊδα στο δεξί αυτί και επιληπτικές κρίσεις. Παραμένει κλινήρης επί μία εβδομάδα κι όταν βγαίνει κάνει δηλώσεις εναντίον της ομοσπονδίας, η οποία «δεν νοιάστηκε καν αν ζω ή πέθανα».
Ατυχώς για τον Ντιμπουά, η ομοσπονδία του το κράτησε μανιάτικο και -δύο χρόνια αργότερα- ήρθε η ώρα της ανταπόδοσης. Το 2004, φορώντας τη φανέλα της Βικτοριάνο, παθαίνει ρήξη πρόσθιου χιαστού. Παρότι η επέμβαση αποκατάστασης είναι διαδικασία ρουτίνας, ο Ντιμπουά δεν έχει χρήματα για να την κάνει. Ζητάει οικονομική βοήθεια από την ομοσπονδία, αυτή του την αρνείται και η καριέρα του τελειώνει (άδοξα) εκεί.
Τον Μάρτιο του 2008 ο Ντιμπουά ποδηλατούσε παρέα με την κοπέλα του στο Μπουένος Άιρες όταν δύο ληστές τους πλεύρισαν. Στην προσπάθειά τους να αποσπάσουν το ποδήλατο, την τσάντα και το κινητό του τηλέφωνο, τον πυροβόλησαν στο πόδι και το στομάχι. Δύο εβδομάδες αργότερα, πέθανε. Ήταν μόλις 37. Θα μείνει στην ιστορία για λίγους, ωστόσο εκεί θα λάμπει ως έμπνευση. Για την ιδιότυπη «τρέλα» του, για την ανοσία του στα «δηλητηριώδη» χαρακτηριστικά του αθλήματος, για την ειλικρίνειά του να εκφράζεται όσο παθιασμένα νιώθει. The beautiful face of the beautiful game.