Το όνομα της θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει σε τρελό επιστήμονα που ζει απομονωμένος και κάνει πειράματα θέλοντας να εκδικηθεί τον κόσμο που του φέρθηκε με βαναυσότητα. Κι αν το καλοσκεφτούμε, η Λένι Ρίφενσταλ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως τρελή. Όχι με την ψυχιατρική έννοια του όρου. Με την έννοια ότι έγινε απόλυτη δεσμώτης της ματαιοδοξίας της. Και αυτή η δίψα της την έφερε ένα βράδυ του 1933 στο τραπέζι του νέου ηγέτη της Γερμανίας, του θεμελιωτή του Γ’ Ράιχ και του Ναζισμού, του Χίτλερ. Εκεί όπου η Λένι διέθεσε τον ίδιο της τον εαυτό στην υπηρεσία μιας εκ των πιο ανεπιθύμητων περιόδων της ανθρώπινης ύπαρξης.
Μια από τις γυναίκες που αγκάλιασε ο πρώιμος φεμινισμός, η Λένι Ρίφενσταλ είχε από μικρή την ανάγκη να φαίνεται και να την επευφημούν. Χόρευε, ζωγράφιζε και διάβαζε. Όταν έφτασε στα 18 της είχε ήδη διανύσει την απόσταση για να γίνει χορεύτρια. Και το πέτυχε. Δεν της πήρε πολύ καιρό μέχρι να κάνει τουρ σε πόλεις της Γερμανίας και των όμορων χωρών. Δρέσδη, Φρανκφούρτη, Πράγα, Ζυρίχη. Οι στιγμές της δόξας της επί σκηνής δε θα κρατούσαν πολύ. Μόλις στα 22 της είχε έναν τραυματισμό στο γόνατο και δε γινόταν να συνεχίσει.
Κανένα τέτοιο εμπόδιο δε θα μπορούσε να την κρατήσει πίσω για πολύ. Η Λένι Ρίφενσταλ, γεννημένη οπορτουνίστρια, δεν έβλεπε τα πράγματα με γνώμονα μια κάποια ηθική. Τα έβλεπε με μόνο στόχο να πετύχει πρώτα την επιβίωση της και μετά την ανάδυση της.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’20 το σινεμά μπουσουλούσε ακόμα. Δεν υπήρχε ίχνος μυθοπλασίας. Οι περισσότεροι αναζητούσαν την απλή καταγραφή. Ιδίως το γερμανικό σινεμά είχε μια σαφή κατεύθυνση. Την ανάδειξη του ρωμαλέου Γερμανού. Αυτού που τα καταφέρνει στη φύση και στις πρωτόγονες συνθήκες της. Κάτι σαν το Survivor. Ο Άρνολντ Φανκ, ο πιο ξακουστός σκηνοθέτης της Γερμανίας τότε, ήταν σεσημασμένος σε τέτοιου είδους φιλμ. Η Λένι γοητεύτηκε από την ανερχόμενη 7η Τέχνη, συναντήθηκε ετσιθελικά μαζί του και τον έπεισε να παίξει στην ταινία του Der heilige Berg.
Στην επόμενη 7ετία οι δυο τους συνεργάστηκαν άλλες 5 φορές. Αν και η λέξη «συνεργάστηκαν» είναι περισσότερο τυπική, μιας και η Λένι είχε βρει τα κουμπιά του Φανκ. Τον παρατηρούσε, μάθαινε τις τεχνικές και έστρεφε την κάμερα αποκλειστικά πάνω της. Όλα τα καστ ήταν ανδροκρατούμενα με την εξαίρεση της. Το 1932 ήρθε η πρώτη της ταινία, το Μπλε Φως. Ήταν το διαβατήριο της για να της ανοίξουν οι πόρτες του Ναζιστικού Κόμματος.
Άλλοι λένε ότι η ίδια επιδίωξε την επαφή με τον Χίτλερ, άλλοι ότι ο Φύρερ ήθελε η Ρίφενσταλ να κινηματογραφήσει το συνέδριο του κόμματος στη Νυρεμβέργη το 1933. Η ουσία είναι μία. Η Ρίφενσταλ το έκανε, έφτιαξε το Sieg des Glaubens (φιλμ που αγνοείται μέχρι σήμερα) και έγινε άμεσα η αγαπημένη του Χίτλερ.
Το 1934 της ανατέθηκε το ίδιο έργο. Το 1935 έγινε η ολοκλήρωση αυτού που είχε ξεκινήσει ο Χίτλερ μαζί της. Την έκανε το μεγαλύτερο κομμάτι της προπαγάνδας του. Μιας προπαγάνδας που ενοχλούσε μεν, αλλά εξυπηρετούσε το γκεμπελικό πλάνο. Η ταινία Triumph des Willens κρίνεται ως το απόλυτο προπαγανδιστικό φιλμ. Εκεί ο Χίτλερ εξυψώνεται σε έναν ηγέτη μυθικών διαστάσεων. Σαν εκπρόσωπος της θεϊκής βούλησης. Η τεχνική της Ρίφενσταλ στήνει νοερούς ανδριάντες στο μυαλό των Γερμανών και ο Χίτλερ μετατρέπεται σε παντοκράτορα.
Η σκηνή με τον Χίτλερ να προσγειώνεται στη Νυρεμβέργη και να τον αποθεώνει το αλαλάζον πλήθος είναι χαρακτηριστική. Ένας σωτήρας εξ ουρανών. Η πραγματικότητα καταρρέει και η εικόνα οδεύει για πρώτη φορά προς την κυριαρχία της. Όλα μετατρέπονται σε μια κατασκευή. Αυτό που φαίνεται είναι πολύ πιο ισχυρό απ΄αυτό που είναι.
Οι δύο επόμενες ταινίες της για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου πιστοποίησαν αυτό που η ίδια δεν αποδέχτηκε ποτέ. Δεν ήταν ένα παιχνίδι επιβίωσης για εκείνη. Δεν ήθελε απλώς να εξασφαλίσει ότι το Ράιχ δεν θα τη σκότωνε. Είχε πολλά κοινά στις αντιλήψεις. Η έννοια της Άριας Φυλής ήταν κάτι που ανέδειξε πολύ έντονα στις ταινίες της. Τα αθλητικά σώματα, τα μυώδη, τα ξανθά σώματα. Κι αυτή η τάση της δεν σταμάτησε ούτε 3 δεκαετίες μετά την πτώση του Ράιχ.
Το 1975 βέβαια ασχολήθηκε πολύ με φιλές της Αφρικής. Ακόμα κι όταν η σκηνοθεσία τέλειωσε μέσα κι έξω της, επέλεξε την φωτογραφία για να αναδείξει ξανά την δική της οπτική για το τέλειο σώμα. Αυτό ίσως να ήταν και μια κίνηση στρατηγικής για να ενισχύσει τα λεγόμενα της. Ότι δηλαδή είχε παντελή άγνοια για την φρικαλεότητα του Γ΄Ράιχ και του Χίτλερ.
Η αλήθεια όμως είναι ότι η επιλογή της να ταυτιστεί στην ουσία με τους Ναζί την στιγμάτισε με ανεπανόρθωτο τρόπο. Το πόσο λάθος ήταν αυτό ο μόνος που μπορεί να το κρίνει είναι κάποιος που βίωσε αυτές τις εποχές και τις επιλογές των ανθρώπων.
Τα τελευταία της πονήματα αφορούσαν φωτογραφικά αφιερώματα σε υφάλους, με την υποθαλάσσια φωτογραφία να είναι το έσχατο πάθος της.
Λίγο πριν το θάνατο της σε ηλικία 101 ετών, η Ρίφενσταλ πόζαρε για το φακό του Χέλμουτ Νιούτον, Γερμανοεβραίου φωτογράφου που εκδιώχθηκε από τη Γερμανία τότε. Ο Νιούτον την απεικόνισε σε όλη της την «γηραιότητα» και ο μύθος λέει ότι αυτή ήταν η τελική του εκδίκηση απέναντι σε μια άσπονδη φίλη.
17 χρόνια μετά το θάνατο της, μεγάλο κομμάτι του έργου της βγαίνει στην επιφάνεια και παραδίδεται στο μουσείο που βρίσκεται και το έργο του Νιούτον. Ίσως αυτή είναι η δική της, μεταθανάτια πια, εκδίκηση. Η μοναδική που μπόρεσε να πάρει. Γιατί για τον υπόλοιπο κόσμο έγινε το κύμα της ναζιστικής προπαγάνδας, η γυναίκα που εξιδανίκευσε τον Χίτλερ!