Λεβογιάννη

Η Φωτεινή Λεβογιάννη κυνηγάει την δική της «Μπλε Βασίλισσα»

Μια νέα ηθοποιός που καλό είναι να την θυμάσαι από δω και πέρα.

Κάθε φορά που καλούμαι να περιγράψω μια συνάντηση, ένα πρόσωπο με το οποίο ήρθα σε επαφή για πρώτη φορά, προσπαθώ να ανασύρω πανανθρώπινες εμπειρίες. Πράγματα που δεν ανήκουν μόνο σε μένα, αλλά σε όλους. Γιατί είναι ένα συλλογικό κτήμα να αναλύεις την πρώτη σου επαφή με κάποιο και να προσπαθείς να την παρομοιάσεις με κάτι. Ή απλώς να την τοποθετήσεις κάπως μέσα σου. Με κάθε άνθρωπο επιχειρείς να εκφραστείς διαφορετικά. Γρήγορα συνειδητοποιείς ότι βγαίνουν ξαναμιλημένες λέξεις από το στόμα σου. Ό,τι θα κάνω κι εγώ δηλαδή για να σου μιλήσω για τη Φωτεινή Λεβογιάννη.

Ως όνομα, δεν θα της κρυφτώ, την πρωτάκουσα σε κάποιο βίντεο του Μαλιάτση. Μετά, μέσα από μοναδικά οικείες περιστάσεις βρεθήκαμε να καθόμαστε ο ένας απέναντι απ΄τον άλλον. Εγώ να την ρωτάω κι εκείνη να απαντά. Πυρήνας της κουβέντας μας ήταν η ταινία Μπλε Βασίλισσα που κυκλοφόρησε στις αίθουσες από την Odeon στις 19 του Απρίλη. Μια ταινία για την οποία η Φωτεινή Λεβογιάννη μας εξηγεί ότι γυρίστηκε πριν από 2 χρόνια, μέσα σε 18 μέρες γυρισμάτων. Και ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος Σιπσίδης έψαξε για όλο αυτό το διάστημα τους κατάλληλους ανθρώπους που θα την στηρίξουν. Όπερ και εγένετο.

Τι ακριβώς είναι η Μπλε Βασίλισσα;

«Η Μπλε Βασίλισσα είναι μια αστυνομική περιπέτεια, ένα film noir με όλα τα χαρακτηριστικά του είδους. Πρόκειται για ένα διαμάντι σπάνιο που το κλέβει μια ομάδα μαφιόζων από το αφεντικό τους. Εμείς βλέπουμε πως συνωμοτεί αυτή η ομάδα, ο καθένας ξεχωριστά, για να αποκτήσει το διαμάντι. Η ιστορία δηλαδή επαναλαμβάνεται από την οπτική γωνία του κάθε χαρακτήρα.

Κάθε φορά βλέπουμε και ένα καινούργιο στοιχείο να προστίθεται. Εγώ είμαι η κοπέλα του γιου του μαφιόζου που κλέβουν το διαμάντι, τον οποίο σκοτώνουν, και κυνηγάω επίσης το διαμάντι. Ο ρόλος μου είναι στο τέλος, είναι η ανατροπή της ταινίας. Εγώ έχω ένα πιο “αγνό” κίνητρο που είναι να εκδικηθώ για το θάνατο του φίλου μου».

Όπως λέει η Φωτεινή, το σενάριο και τα τεχνικά στοιχεία της ταινίας είναι σφόδρα αστυνομικά. Όχι και οι χαρακτήρες όμως.

«Δεν είναι το αγαπημένο μου είδος, αλλά έχω δει αρκετές ταινίες. Είναι μεν film noir, αλλά αυτό το βλέπουμε σεναριακά και μουσικά-χρωματικά, παρά ότι το προσεγγίσαμε εμείς ερμηνευτικά. Έτσι κι αλλιώς, ο δικός μου ρόλος είχε άλλες ιδιαιτερότητες, πιο ψυχολογικές παρά δράση αστυνομικού»

Μέχρι στιγμής είμαι βέβαιος ότι το επώνυμο Λεβογιάννη δεν σου λέει απολύτως τίποτα. Δεν θυμάσαι να το έχεις συναντήσει ξανά. Λογικό. Η Φωτεινή παραδέχεται ότι δεν ήταν όσο ενεργή θα ήθελε και (ίσως να) επέτασσε το διάστημα που έχει τελειώσει τη δραματική.

«Αυτή ήταν η πρώτη μου ταινία μεγάλου μήκους. Ήταν μια πολύ μεγάλη πρόκληση και ευκαιρία. Δε μου χει τύχει να έχω καταφέρει ως τώρα να πιαστώ με κάτι πιο μεγάλο. Ασχολούμαι από το 2004 με την υποκριτική. Τελειώνοντας την δραματική σχολή έκανα ένα μεγάλο διάλειμμα  – δεν ξέρω γιατί – και μετά έπρεπε να βιοποριστώ οπότε δεν το έκανα με μεγάλη συνέπεια. Ασχολήθηκα σε αυτό το διάστημα με άλλες δουλειές. Δεν έκανα δηλαδή δεύτερες σκέψεις, απλώς το έκανα και το κάνω όποτε μου δίνεται η ευκαιρία. Όποτε μου τυχαίνει μια δουλειά θα αφήσω ό,τι κάνω για να της δοθώ.»

Το «τυχαίνει» είναι ένα περίεργο ρήμα. Οι άνθρωποι τείνουν να το χρησιμοποιούν ως απόλυτο θρέμμα της θεάς Τύχης. Όμως η τύχη δεν είναι μόνο αυτό που δεν ορίζουμε εμείς. Είναι κι αυτό που έχουμε ορίσει σε μια άλλη στιγμή που τώρα μας επιστρέφεται. Η υποκριτική έτσι λειτουργεί μέχρι σήμερα για εκείνη.

«Σε όσες οντισιόν έχω πάει μόνη μου φτάνω πάντα στο παρά ένα να πάρω το ρόλο. Τις περισσότερες φορές μου ανατίθενται ρόλοι από ανθρώπους που έχουμε ξανασυνεργαστεί. Κι αυτό είναι κάτι που με τιμάει. Να θέλουν δηλαδή να δουλέψουν ξανά μαζί μου άνθρωποι του χώρου, κάποιοι πολύ καταξιωμένοι.»

Οι άνθρωποι του χώρου φαίνεται πως είχαν ως τώρα μια πολύ πιο καλή καταχώρηση του ταλέντου της σε σχέση με την ίδια. Σαν να εκφράζει ένα παράπονο προς τον εαυτό της, η Φωτεινή Λεβογιάννη νιώθε πως παρέμεινε αρκετά αδρανής ως προς αυτό που αγαπάει.

«Ένας στόχος μου ξεκινώντας και πάλι πιο ενεργά – ήταν αρκετά μεγάλη η απόσταση από την προηγούμενη μου δουλειά – είναι να κυνηγήσω αυτό που αγαπάω πολύ πιο έντονα. Η Μπλε Βασίλισσα που υπενθύμισε πόσο το αγαπάω και συνειδητοποίησα ότι έκανα λάθος που αφέθηκα. Θυμώνω πολύ με τον εαυτό μου για όσα άφησα ανεκμετάλλευτα. Δεν ξέρω γιατί το παράτησα τόσο. Νομίζω ότι η καθημερινότητα σε γεμίζει με υποχρεώσεις με τέτοιο τρόπο που σε παίρνει η μπάλα. Ξεχνιέσαι εύκολα και μετά χρειάζεται κάτι να σε τσιγκλήσει.»

Συνήθως όταν συνειδητοποιούμε ότι χαραμίσαμε πολύ χρόνο σε άσκοπα πράγματα, γυρίζουμε στο μέσα μας και απευθυνόμαστε με αυστηρότητα. Το βρίζουμε. Αντικρύζουμε έναν άλλο εαυτό μας που μας τιμωρεί. Και η Φωτεινή Λεβογιάννη ξέρει καλά ότι η παιδική της εκδοχή θα την έψεγε για πολλά. Άλλωστε εκείνη η πιτσιρίκα ήταν πολύ πιο αποφασισμένη.

«Όταν ήμουν μικρή, ό,τι ταινία ή θεατρική παράσταση έβλεπα, πήγαινα στον καθρέφτη μου στο δωμάτιο και την έπαιζα μόνη μου. Πάντα στις διακοπές μου ήμασταν μια παρέα που κάναμε παραστάσεις. Ήμασταν σε κάποιο συγκρότημα διαμερισμάτων και δεν αφήναμε τους άλλους να ηρεμήσουν. Τα οργανώναμε όλα μόνοι μας.»

Το να θυμάται εκείνη την περίοδο της ζωής της είναι ένα wake up call. Μια υπενθύμιση για το παρακάτω.

«Νιώθω ότι η σχέση μου με αυτή τη δουλειά δεν θα σταματήσει ποτέ μέσα μου. Πάντοτε θα της δίνομαι ολοκληρωτικά. Αν όμως κάτι δεν βγαίνει, θα προσφέρω ότι έχω να προσφέρω και δεν θα μπω στη διαδικασία να κάνω κάτι εκτός ορίων, για να το πω έτσι.»

Κάπου σε αυτό το σημείο την ρωτάω ότι ρωτάω πάντα. Γιατί όλοι οι ηθοποιοί βάζουν το θέατρο πάνω απ΄όλα;

«Αυτό που μου δίνει το θέατρο και πιστεύω ότι μπορεί να συνεισφέρει στην εξέλιξη μου με κάνει να το βλέπω ως προτεραιότητα μου. Είναι εντελώς διαφορετικό το κάθε μέσο, το σινεμά, η τηλεόραση. Κι ο κινηματογράφος είναι ένας πολύ ωραίος τρόπος, ένα ωραίο μάθημα. Χρονικά όμως δεν λειτουργεί όπως στο εξωτερικό. Δεν έχεις το χρόνο να ζήσεις το ρόλο και να κάνεις όσα χρειάζονται για να τον αποδώσεις καλύτερα. Στο θέατρο αυτό υπάρχει λόγω της καθημερινής τριβής»

Η απώλεια και ο χρόνος

 

Καθώς ανηφορίζουμε σε πιο προσωπικά ζητήματα, η κουβέντα μας πηγαίνει σε δύο κενά μέσα της. Το ένα είναι για κάτι που δεν είχε. «Θα ήθελα πολύ να έχω αδερφάκι. Αδελφή κυρίως. Ζηλεύω πολύ όταν βλέπω δύο αδελφές με έναν άρρηκτο δεσμό. Το φαντάζομαι και μου λείπει. Κι ας μην μπορεί να σου λείψει ό,τι δεν είχες ποτέ».

Το παραπάνω δεν ισχύει για τον μπαμπά της. Όχι το ρήμα «λείπει». Το υπόλοιπο. Γιατί το ρήμα σίγα σιγά μορφώνεται έντονα μέσα της.

«Τον μπαμπά μου τον έχω χάσει πρόσφατα. Και με τους δύο γονείς μου είμαι πάρα πολύ δεμένη. Πάντοτε ήταν εκεί, πάντοτε μου κρατούσαν τα ηνία ή μου τα άφηναν. Δεν ήθελαν να ονειροβατώ. Έχουν περάσει 8 μήνες από τότε που “έφυγε”. Για κάποιο λόγο δεν το έχω συνειδητοποιήσει, νιώθω με έναν τρόπο ότι είναι εκεί. Δεν ξέρω αν αυτό θα μαλακώσει κάποια στιγμή ή θα πάρει μια άλλη θέση. Θα ήθελα να μαλακώσει, αλλά ποτέ να μη χαθεί, αν είχα τη δύναμη να επιλέξω.

Σίγουρα μου έχει κοστίσει πολύ. Είναι τέτοια η απώλεια που δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο από το να το βιώσω όσο πάει. Δεν χρειάζεται να επαναφέρω εγώ κάποιες μνήμες. Μου συμβαίνει πολύ αυτόματα.

Απλώς σκέφτομαι ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πάντοτε βρίσκεις το πως να χαρείς με πράγματα ή να προχωρήσεις. Για μένα είναι ένας καθημερινός “εφιάλτης” με την έννοια ότι δεν παύει να βρίσκεται στο νου μου. Ας πούμε τώρα, με αφορμή την πρεμιέρα, σκεφτόμουν συνέχεια πόσο ωραία θα ήταν να βρίσκεται εκεί να με δει. Αυτή η σκέψη με οδήγησε συνειρμικά στη σκέψη του “πόσες φορές θα κληθώ να το πω αυτό στη ζωή μου;”.

Όλο αυτό μας έφερε ακόμα πιο κολλητά με τη μαμά μου. Είναι και ο φόβος που μεγαλώνει μέσα μου και η έγνοια που έχουμε η μία για την άλλη που μας ωθούν προς αυτό.»

Η χρήση της λέξης «φόβος» φέρνει στη συζήτηση έναν μεγάλο φόβο για γενιές όπως της Φωτεινής Λεβογιάννη και της δικής μου. Τον φόβο της απώλειας πολύτιμων στιγμών.

«Έχω σκεφτεί πολλές φορές για το πόσο γρήγορα έφυγαν οι στιγμές για τη γενιά μας. Το σκέφτομαι με την έννοια όχι ότι στερηθήκαμε πράγματα, αλλά με την οπτική ότι πλέον δεν μας παίρνει να ρισκάρουμε. Το ρίσκο είναι ένα προνόμιο για να το έχει κανείς στη ζωή του. Εγώ νιώθω να επαναπαύομαι σε κάτι που είναι μεν ασφαλές, αλλά δεν με γεμίζει όσο θα με γέμιζε κάτι πιο… ριψοκίνδυνο.»

Αυτά τα δύο κεφάλαια, που ήταν και τα πρώτα σε μορφή συνέντευξης για εκείνη, αποτελούν όσα περιληπτικά χρειάζεται να ξέρεις για τη Φωτεινή Λεβογιάννη. Γιατί η κουβέντα που ακολούθησε μετά απ΄αυτό μου έδειξε ότι υπάρχουν αρκετά κεφάλαια για εκείνη. Δεν χρειάζεται να τα ανακαλύψεις μέσα από τα δικά μου μάτια. Μπορείς να τα διαμορφώσεις βλέποντας την Μπλε Βασίλισσα και δίνοντας της μια ευκαιρία να σου τα δείξει.

* Η συνέντευξη έγινε στο Lotte Cafe Bar στο Κουκάκι. Να ευχαριστήσω τις κοπέλες του μαγαζιού για την ανοχή τους. 

Φωτογραφίες: Θοδωρής Κότσικας