Όταν ο Μαραντόνα επέστρεφε στην πατρίδα του το 1993, για λογαριασμό της Νιούελς Ολντ Μπόις, ήταν στη συνείδηση του κόσμου περίπου αυτό που τον θεωρούμε σήμερα. Ένας από τους καλύτερους, αν όχι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών. Και κάπως έτσι τον υποδέχτηκαν και οι άνθρωποι της πόλης, με έναν δημοσιογράφου τοπικού Μέσου να του λέει πόσο υπερήφανοι ήταν όλοι που υποδέχονταν τον κορυφαίο των κορυφαίων. Και ο Ντιέγκο, ο γνωστός για τον εγωισμό του Ντιέγκο, απάντησε απλά και μέσα από την καρδιά του: «Ο κορυφαίος έχει παίξει στη Ροσάριο και λεγόταν Trinche Κάρλοβιτς».
Ποιος ήταν αυτός ο «μαλλιάς»
Στην Αγγλία αποκαλούν «Mavericks» τους βιρτουόζους μπαλαδόρους, κυρίως στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, που ενώ ήξεραν καντάρια μπάλα, το life style τους δεν ταίριαζε σε επαγγελματίες ποδοσφαιριστές. Στην Αργεντινή μπορεί να μην εφευρέθηκε τέτοιος όρος, αλλά αντίστοιχες περιπτώσεις υπήρξαν. Με κορυφαία όλων εκείνη του Τομάς Φελίπε Κάρλοβιτς ή απλά «El Trinche». Το τι ακριβώς σήμαινε το παρατσούκλι ή το γιατί τον ονόμασαν έτσι παραμένει ακόμα αστικός μύθος και άγνωστο. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και για τους λόγους για τους οποίους δεν έκανε την καριέρα για την οποία προϊδεάζε το ταλέντο του. Μισούσε την προπόνηση και γούσταρε απλά να παίζει μπάλα.
Με μαλλί πλούσιο όσο και οι ικανότητές του και παρουσιαστικό ασορτί με την εποχή, ο Κάρλοβιτς ήταν το αρχέτυπο του Λατινοαμερικανού παίκτη που έχουμε στο μυαλό μας. Τεχνίτης, ντριπλαδόρος, σόουμαν, εκκεντρικός και… παιχταράς μέχρι αηδίας. Δεν έπαιζε ούτε για τα λεφτά ούτε για τους τίτλους. Έπαιζε μόνο για να διασκεδάζει ο ίδιος και για να προσφέρει θέαμα στον κόσμο, κάνοντας στην κυριολεξία ό,τι του ζητούσαν.
Η διπλή «ποδιά»
Η αγαπημένη κίνηση του Αργεντινού στο γήπεδο είναι αυτό που ονομάζουμε «ποδιά». Πρόκειται, ίσως, για την υπέρτατη έκφραση ποδοσφαιρικής αλητείας, με την καλή έννοια του όρου. Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, την εποχή που αγωνιζόταν για λογαριασμό της Σεντράλ Κόρδοβα η εξέδρα του ζητούσε επίμονα να ταλαιπωρήσει τον δύσμοιρο αντίπαλό του. Όταν το έκανε, η αντίδραση ήταν τέτοια και ο ενθουσιασμός τόσο μεγάλος που συνεπήρε και τον ίδιο με αποτέλεσμα να το επαναλάβει με ανάποδη φορά, περνώντας ξανά την μπάλα μέσα από τα πόδια του αμυντικού που είναι πιθανό να σταμάτησε και να τον χειροκρότησε και ο ίδιος.
Η Σεντράλ Κόρδοβα ήταν η ομάδα με την οποία συνδέθηκε περισσότερο. Έπαιξε εκεί για πιο πολλά χρόνια, την βοήθησε όσο κανείς να κερδίσει την άνοδο σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις (1973, 1982) και απολύτως φυσιολογικά λατρεύτηκε σαν Θεός. Αγωνιζόμενος κατά κύριο λόγο στη 2η και την 3η κατηγορία, δημιούργησε ένα προσωπικό φανατικό κοινό που ταξίδευε μόνο και μόνο για να τον δει να κάνει τα ζογκλερικά του. Ο Χόρχε Βαλντάνο τον αποκάλεσε «τελευταίο ρομαντικό του ποδοσφαίρου», ενώ ο Μαρσέλο Μπιέλσα παραδέχτηκε ότι για μια τετραετία πήγαινε κάθε δεύτερο Σάββατο στο «Γκαμπίνο Σόσα» για να τον χαζέψει.
https://www.youtube.com/watch?v=SLBtbnbWtcw
Έμαθε… μπαλίτσα μέχρι και στην εθνική Αργεντινής
Φυσικά ο «Trinche» δεν κλήθηκε ποτέ στην εθνική Αργεντινής, που έτσι κι αλλιώς διέθετε μερικούς από τους πιο χαρισματικούς μέσους του κόσμου. Παραμονές του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1974, η «αλμπισελέστε» αποφάσισε να δώσει ένα φιλικό ματς προετοιμασίας με μια μικτή ομάδα με παίκτες από το Ροσάριο. Με τον Κάρλοβιτς στις τάξεις της, στο ημίχρονο βρισκόταν μπροστά 3-0. Κάποιοι έσπευσαν να πουν στον τότε ομοσπονδιακό τεχνικό ότι όφειλε να τον συμπεριλάβει στις κλήσεις του. Ήταν μόλις 25 ετών και ίσως μια τέτοια εξέλιξη να τον είχε πείσει να ασχοληθεί πιο σοβαρά με αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα σχεδόν από οποιονδήποτε άλλον.
Σύγκριση με μια άλλη… «περιπτωσάρα»
Πολλοί ήταν εκείνοι που ανέφεραν την περίπτωσή του δίπλα σε εκείνη του Μάχικο Γκονσάλες. Στην πραγματικότητα όμως οι διαφορές τους ήταν τεράστιες. Ο Κάρλοβιτς (με γιουγκοσλάβικο αίμα στις φλέβες του) ήταν απλά ένας μποέμ τύπος που δεν απολάμβανε ποτά, ξενύχτια και πάρτι όπως ο άλλος μεγάλος μπαλαδόρος της εποχής. Κοιμόταν συχνά στα πατώματα, στις προπονήσεις πολλές φορές δεν φορούσε παπούτσια (έτσι έμαθε να παίζει μπάλα στους δρόμους), ενώ δεν δίσταζε να κάνει μπάνιο σε ποτάμια και λίμνες αντί για το σπίτι του.
Με έναν τέτοιο τρόπο ζωής δεν είναι παράξενο το παρατσούκλι «Τσιγγάνος» που του κόλλησαν οι φίλοι της Ιντεπεντιέντε Ριβαδαβια, όταν πήγε στην ομάδα τους. Μετά από μερικά παιχνίδια τον φώναζαν «Βασιλιά»… Και ο Κάρλοβιτς ήταν ακριβώς αυτό. Ένας βασιλιάς δίχως στέμμα, παρά μόνο πιστούς…