Για τους φανατικούς με τις μηχανές που τοποθετούνται στα μεγάλα οχήματα όπως τα τρένα, η Λοκομοτίβ είναι μια από τις πιο γνωστές κατασκευαστικές. Και μια από τις πιο αξιόπιστες. Και μια από τις πιο ανθεκτικές. Γενικά είναι εγγύηση αντοχής και αποτελεσματικότητας. Αντιλαμβάνεσαι λοιπόν τι μπορεί να σημαίνει αυτό όταν συνοδεύει έναν άνθρωπο.
Ο Εμίλ Ζάτοπεκ είναι ένα από τα ονόματα που παρήγαγαν αθλητισμό, που αναδιατύπωσαν τις έννοιες που αφορούν τις μικρές και μεγάλες αποστάσεις. Και το έκανε αυτό πίσω στο 1950 και 1960. Όχι σήμερα που είναι όλα πιο εύκολα. Το έκανε τότε που σύμφωνα με τον ίδιο «ο αθλητής ήταν αυτός και ο εαυτός του, όχι η κατάληξη μιας ολόκληρης ομάδας».
Το είχε πει αυτό με την έννοια ότι ένας αθλητής σήμερα έχει προπονητή, φυσιοθεραπευτές και ποιος ξέρει τι άλλες ειδικότητες στη διάθεσή του. Τότε ο Εμίλ Ζάτοπεκ είχε μόνο την δική του επιθυμία, το δικό του μέτρημα στην αντοχή του απέναντι στον σωματική πόνο και πορευόταν βήμα το βήμα. Δεν μπορούσε να προβλέψει την φυσική του κατάσταση ούτε να την προγραμματίσει ώστε να είναι έτοιμος την κατάλληλη στιγμή.
Σε όλο το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα ο Ζάτοπεκ ήταν η πιο αναγνωρίσιμη φιγούρα της Τσεχοσλοβακίας και αργότερα της Τσεχίας. Στα χρόνια που έτρεχε ήταν ο πιο διάσημος αθλητής στίβου. Σε τέτοιο βαθμό ώστε υπάρχει ένα ανέκδοτο που λέει ότι κάθε Τσέχος έχει να μοιραστεί μια ιστορία που να τον περιλαμβάνει. Φυσικά η πλειοψηφία τους είναι ψεύτικες. Αλλά τόσο αληθοφανείς.
Πώς όμως έγινε αυτό που έγινε και πώς «χάθηκε» τόσο γρήγορα;
Έθετε στα πόδια του διάφορες δοκιμασίες που αύξαναν τον βαθμό δυσκολίας στην κίνησή του. Ήθελε τα πόδια του να είναι έτοιμα για κάθε εμπόδιο που ίσως προέκυπτε.
Γεννημένος το 1922 στη Μοραβία, στο Κοπρίβνιτσε, ο Εμίλ ήταν το έβδομο μεταξύ 8 παιδιών. Ο Φράντισεκ και η Αντσέκα ήταν αρκετά παραγωγικοί, αλλά δεν είχαν την ίδια δυνατότητα να παρέχουν στα παιδιά τους τα αναγκαία. Ας μην ξεχνάμε και ότι το 1922 ήταν τα πρώτα βήματα της Πρώτης Τσεχοσλοβάκικης Δημοκρατίας. Δημοκρατία εκ του Republic και όχι εκ του πολιτεύματος προφανώς. Τα πράγματα ήταν κομμουνιστικά βεβαίως.
Κάθε παιδί της οικογένειας Ζάτοπεκ που περνούσε την ηλικία των 12 ετών όφειλε να συνεισφέρει στο οικογενειακό τραπέζι. Ο Εμίλ βοηθούσε τον πατέρα του στη δουλειά και στα 15 του έπιασε δουλειά σε ένα εργοστάσιο παπουτσιών, το επονομαζόμενο Bata. Εκεί ήταν που ανοίχτηκε για πρώτη φορά η προοπτική.
Ένας από τους προπονητές που δούλευαν στο εργοστάσιο παρότρυνε τον Εμίλ να συμμετάσχει σε έναν αγώνα δρόμου όταν ήταν σε ηλικία 18 ετών. Ο Εμίλ δεν το πολυσκέφτηκε, το έκανε για την πλάκα του και βγήκε δεύτερος. Θα περίμενε κανείς να ξεκινήσει αυτή η διαδρομή με πρωτιά, αλλά πολλές φορές τα πράγματα γράφονται καλύτερα από τη δεύτερη κι όχι από την πρώτη θέση.
Ο 18χρονος Εμίλ κατάλαβε κι ο ίδιος ότι διέθετε ένα ακατέργαστο ακόμα χάρισμα. Ότι θα μπορούσε να το εξελίξει και να πετύχει σημαντικά πράγματα. Δεν φανταζόταν βέβαια ότι θα γίνει εθνικός ρέκορντμαν σε κάθε πιθανή κατηγορία μεγάλης απόστασης. Μόλις στα 22 του είχε κάνει ρεκόρ στα 2.000, στα 3.000 και στα 5.000 μέτρα.
Στα χρόνια του ναζιστικού ιμπεριαλισμού, το τρέξιμο ήταν η μοναδική έκφραση ελευθερίας για τον Εμίλ. Όταν οι Ναζί κατατροπώθηκαν και έληξε ο Πόλεμος, ο κομμουνισμός αποκαταστάθηκε στην Τσεχοσλοβακία και ο Εμίλ είχε μπει στο σκανάρισμα της προπαγάνδας σε αυτό που ήταν η αυγή του Ψυχρού Πολέμου. Η Τσεχοσλοβακία ήταν διατεθειμένη να κάνει τα πάντα για τη μαμά Σοβιετική Ένωση.
Για την επόμενη διετία ο Εμίλ έκανε προπονήσεις με στόχο να βρεθεί στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου το 1948 και να θριαμβεύσει ως ένα ακόμα σπουδαίο παράγωγο του κομμουνισμού. Ο ίδιος δεν το είδε ποτέ έτσι. Είχε όμως τον φόβο. Δεν ήθελε να του προσάψουν τίποτα ή να τον κατηγορήσουν πως ατίμασε το καθεστώς. Γι΄αυτό δεν έπαψε να τρέχει. Δεν έπαψε να προπονείται.
Λέγεται πως έτρεχε κάθε μέρα περί τα 80 με 100 τετρακοσάρια και κάθε φορά έριχνε κι από λίγο τον χρόνο του. Το 1946 συμμετείχε στα 5 χλμ. στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα και ήρθε 5ος με εθνικό ρεκόρ. Ένα χρόνο αργότερα ολοκλήρωσε την τριετή θητεία του στον στρατό. Από δω και πέρα έπρεπε απλώς να προσηλωθεί στο τρέξιμο.
Κάθε μέρα που περνούσε ήταν μια μέρα που ο Εμίλ ξεπερνούσε την προηγούμενη του επίδοση. Το 1948, λίγο πριν τους Ολυμπιακούς, κέρδισε την κούρσα των 10 χιλιομέτρων στη Βουδαπέστη, κάνοντας πάλι εθνικό ρεκόρ. Στην βιογραφία του που κυκλοφόρησε πριν από μερικά χρόνια, περιγράφεται ότι ο Εμίλ ήθελε να υποβάλλει το σώμα του στον πόνο. Ήθελε να τεστάρει την πνευματική του αντοχή.
Έτσι, όταν δεν έτρεχε σε κάποιο στάδιο, έτρεχε στα δάση. Κάποιες φορές κουβαλούσε στην πλάτη την Ντάνα Ζατόπκοβα, αθλήτρια στο ακόντιο με την οποία παντρεύτηκε. Άλλες φορές έτρεχε επιτόπια σε μια μεγάλη σκάφη γεμάτη με βρεγμένα ρούχα. Έθετε στα πόδια του διάφορες δοκιμασίες που αύξαναν τον βαθμό δυσκολίας στην κίνησή του. Ήθελε τα πόδια του να είναι έτοιμα για κάθε εμπόδιο που ίσως προέκυπτε.
Το βράδυ πριν γίνει το αγώνισμα του Μαραθωνίου η Ντάνα τον προκάλεσε κι εκείνος πήγε και δήλωσε συμμετοχή. Χωρίς να έχει ξανατρέξει προηγουμένως. Χωρίς ίσως να έχει κάνει την κατάλληλη προετοιμασία.
Στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου ο κόσμος έμαθε για τα καλά τον Εμίλ Ζάτοπεκ. Ένα χρυσό στα 10 χιλιόμετρα και ένα ασημένιο στα 5 χιλιόμετρα. Στο πρώτο αγώνισμα έκανε μια προσπέραση διαρκείας στους τελευταίους 3 γύρους και άφησε πίσω του όλους τους διαγωνιζόμενους. Στο δεύτερο χρειάστηκε να αυξήσει την απόδοσή του στην τελευταία γύρα. Μάλιστα, ως δείγμα της υπερπροσπάθειας ήταν οι τρελές γκριμάτσες στο πρόσωπό του.
Την επόμενη μέρα οι εφημερίδες έγραφαν ότι έτρεχε λες και τον έχουν μαχαιρώσει στην καρδιά, ότι ήταν λες και είχε σκορπιούς σε κάθε του παπούτσι ή λες και πάλευε με ένα χταπόδι έχοντας για όπλο μια ζώνη. Παρομοιώσεις που ο ίδιος τις καταχάρηκε και απάντησε λέγοντας «δεν έχω προπονηθεί καλά στο να τρέχω και να παίρνω και όμορφες γκριμάτσες ταυτόχρονα».
Η απώλεια της πρωτιάς στα 5 χιλιόμετρα τον πείσμωσε. Από το ίδιο βράδυ είχε πει πως τα επόμενα χρόνια θα ήταν με εκείνον να στέκεται πάντοτε στο υψηλότερο σημείο του βάθρου. Έχοντας ολοκληρώσει την αποστολή του στο Λονδίνο ως αθλητής, έμελλε να την ολοκληρώσει και ως άντρας.
Την επόμενη μέρα έφυγε στα κρυφά από τον χώρο στέγασης των ανδρών αθλητών που προέρχονταν από σοβιετικές χώρες και πήγε στο καμπ των γυναικών. Παρέα με την κιθάρα του πήγε και τραγούδησε στην Ντάνα Ζατόπκοβα, η οποία βγήκε από το δωμάτιο της και πήγε μαζί του στην πισίνα. Εκεί όπου ο Εμίλ βρέθηκε να βουτά για να πιάσει το μετάλλιο του και μετά από λίγο να τους βρίσκουν οι υπεύθυνοι και να τους χωρίζουν.
Η επόμενη τετραετία είχε ξανά επιτεύγματα απαράμιλλα για τον Εμίλ. Πρωτιά και διπλό ρεκόρ στα 10 χιλιόμετρα στην Οστράβα το 1949. Πρωτιά και ρεκόρ στα 5 χιλιόμετρα στο Ευρωπαϊκό στο Τούρκου της Φινλανδίας το 1950. Πρωτιά και ρεκόρ στον Αγώνα της Μίας Ώρας που διεξήχθη στο Μπόλεσλαβ το 1951. Ο Ζάτοπεκ ήταν ασταμάτητος και είχε μια φόρα που έπρεπε να τρομάζει τους αντιπάλους του εν όψει των Ολυμπιακών του Ελσίνκι.
1952. Ο Ψυχρός Πόλεμος βρίσκεται στην πρώτη του μεγάλη κορύφωση, το κομμουνιστικό καθεστώς στην Τσεχοσλοβακία έχει περικυκλώσει τον Εμίλ και τη γυναίκα του Ντάνα για να φέρουν θριάμβους στη χώρα. Είναι τα βαριά τους χαρτιά. Και θα τους δικαιώσουν. Με ένα τρόπο όμως που κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει.
Γιατί ο Εμίλ έκανε το καθήκον του στα 5 και στα 10 χιλιόμετρα όπως αναμενόταν. Και η Ντάνα πήρε το χρυσό στο ακόντιο. Η αναλογία 2 προς 1 δεν ήταν κάτι που άρεσε στον Εμίλ. Έτσι, ένα βράδυ πριν γίνει το αγώνισμα του Μαραθωνίου η Ντάνα τον προκάλεσε κι εκείνος πήγε και δήλωσε συμμετοχή. Χωρίς να έχει ξανατρέξει προηγουμένως. Χωρίς ίσως να έχει κάνει την κατάλληλη προετοιμασία. Ήταν και αλλιώτικες οι συνθήκες τότε.
Το τρίτο χρυσό μετάλλιο είχε πάρει ήδη τον δρόμο για το στήθος του. Ο Εμίλ είχε συγκλονίσει όλο τον πλανήτη που παρακολουθούσε τους Ολυμπιακούς. Αλλά κι αυτούς που δεν τους παρακολουθούσαν. Ένας τόσο απλός τύπος, που προπονείται μόνος του μια ζωή, να δηλώσει συμμετοχή τελευταία στιγμή στον Μαραθώνιο και να τον κερδίσει;
Όσα κατορθώματα είχε στο βιογραφικό του ως τότε ο Εμίλ έμοιαζαν μικρά μπροστά σε αυτό. Και μιλάμε για τον άνθρωπο που έτρεξε πρώτος τα 10 χιλιόμετρα σε χρόνο κάτω από 29 λεπτά!
Οι Ολυμπιακοί του Ελσίνκι ήταν το Έβερεστ του. Η στιγμή που βρέθηκε στο ύψιστο σημείο των ικανοτήτων και κατ΄επέκταση της δόξας του. Μια δόξα η οποία δεν χτίστηκε μόνο από τα αθλητικά του ανδραγαθήματα. Αλλά κι από τη γενικότερη παρουσία του στα ολυμπιακά χωριά. Όλοι οι αντίπαλοι του έκαναν λόγο για έναν τύπο που δεν είχε κανένα θέμα να μοιραστεί τις τακτικές του, να δώσει συμβουλές στους νεότερους, να χαμογελάσει, να φερθεί με ευγένεια.
Υπάρχουν πολλές ιστορίες για εκείνον. Η πρώτη ότι δεν θα πήγαινε στο Ελσίνκι αν δεν επανέφεραν στην ολυμπιακή ομάδα τον φίλο του Στάνισλαβ Γιούνγκβερτ, που είχε απορριφθεί για πολιτικούς λόγους. Η δεύτερη ότι είχε παραχωρήσει το δωμάτιο του μερικά βράδια πριν τον Μαραθώνιο σε έναν Αυστραλό που δεν είχε μέρος να μείνει.
Μια τρίτη ήρθε όταν ήταν πια 44 ετών, όταν και παρέδωσε ένα από τα χρυσά του μετάλλια στον Ρον Κλαρκ γιατί θεωρούσε πως είναι κρίμα ένας τόσο σπουδαίος αθλητής να μην έχει πάρει ένα χρυσό μετάλλιο.
Γενικώς ήταν ένας καλόκαρδος και ανοιχτός άνθρωπος. Παρά το ότι δεν ήξερε ξένες γλώσσες, πλησίαζε τους αντιπάλους και προσπαθούσε να συνεννοηθεί. Τότε έπαιρνε ένα λεξικό της γλώσσας τους, το αποστήθιζε και κάπως έτσι κατάφερε να μάθει 8 γλώσσες.
«Μάθε όσο περισσότερες λέξεις μπορείς. Η γραμματική θα φροντίσει μόνη της τον εαυτό της» συνήθιζε να λέει. Δεν ήταν παράλογο λοιπόν που 70.000 άνθρωποι στο Στάδιο του Ελσίνκι φώναζαν το όνομα του για αρκετά λεπτά.
Μετά το Ελσίνκι είχε αρχίσει και ο ίδιος να αντιλαμβάνεται πως δεν θα πάει πολύ μακριά ακόμα η βαλίτσα. Ένας τραυματισμός το 1954 τον πήγε πολύ πίσω. Όταν πήγε στην τρίτη του Ολυμπιάδα, στη Μελβούρνη το 1956, στάθηκε αξιοπρεπώς, αλλά μακριά από τα μετάλλια. Η 6η θέση του έδωσε να καταλάβει πως είχε έρθει ο καιρός να αποσυρθεί. «Σήμερα πεθαίνουμε λίγο περισσότερο» είχε πει μετά τον τερματισμό στην κούρσα των 10 χιλιομέτρων.
18 χρόνια μετά το θάνατο του λιγοστεύουν πολύ και οι άνθρωποι που έχουν να διηγηθούν ιστορίες τους με τον Εμίλ. Έστω από τις ψεύτικες…
Το κάπως άδοξο τέλος στην καριέρα του δεν ήταν ικανό να αλλοιώσει ούτε στο ελάχιστο όσα είχε καταφέρει. Πολύ λογικά ο Εμίλ Ζάτοπεκ αναγνωρίστηκε από το κράτος του, του αποδόθηκαν τιμές και έζησε μια πολύ καλή ζωή μέχρι που πέθανε. Ψέματα. Αυτό θα ήταν το αναμενόμενο. Μόνο που κράτησε πολύ λίγο.
Όντως του αποδόθηκαν τιμές μόλις αποσύρθηκε, αλλά δεν άργησε να έρθει η στιγμή της αποκαθήλωσης. Αποκαθήλωση όχι γιατί αναίρεσε την σπουδαία του προσωπικότητα. Η αποκαθήλωση συνίστατο στα μάτια των καθεστωτικών. Άρα μιλάμε για ακόμα ένα επίτευγμα, ακόμα ένα δείγμα του σπουδαίου του χαρακτήρα.
Η εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης στην Τσεχοσλοβακία το 1968 έφερε και μια επανάσταση. Πλήθος κόσμου είχε μαζευτεί στην Πλατεία Βέντσεσλας για να φωνάξει κατά των εισβολέων, οι οποίοι γέμισαν με τανκς την Πράγα και έριξαν από την κυβέρνηση τον Ντούμπτσεκ, έναν φιλελεύθερο Πρόεδρο που είχε προχωρήσει σε σημαντικές νομοθετικές αλλαγές με στόχο τον εκδημοκρατισμό της χώρας. Ήταν η Τσεχική Άνοιξη. Η οποία κατεπνίγη πριν προλάβει να αναπνεύσει.
Ο Εμίλ Ζάτοπεκ και η Ντάνα Ζατόπκοβα ήταν από καιρό υποστηρικτές του φιλελευθερισμού και είχαν βάλει την υπογραφή τους στο μανιφέστο που είχε δημοσιευτεί δύο χρόνια νωρίτερα. Εκείνη την ημέρα, στις 21 Αυγούστου του 1968, ο Εμίλ ήταν η κεντρική φιγούρα μεταξύ των συμπατριωτών του. Είχε ανέβει ψηλότερα και φώναζε. Προσπαθούσε να μιλήσει με τους στρατιώτες.
«Δεν ήθελαν να ακούσουν. Αλλά ο λαός τους φώναζε “Ακούστε τον”. Ένας αξιωματικός με πλησίασε. Του εξήγησα πόσο επιζήμιο ήταν όλο αυτό για τον κομμουνισμό, για τον λαό. Του μίλησα για τα ολυμπιακά ιδεώδη και την εκεχειρία. Δεν είπε τίποτα. Στο τέλος μου έσφιξε το χέρι και κατάλαβα ότι κι αυτός δεν ένιωθε σωστός με αυτό που συνέβαινε. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.»
Ο αναβρασμός κράτησε ένα χρόνο περίπου, μέχρι που ο Ντούμπτσεκ υπαναχώρησε και ανέστειλε ορισμένες μεταρρυθμίσεις του με την υπογραφή του στο Πρωτόκολλο της Μόσχας. Αυτή ήταν και η ταφόπλακα στις ελπίδες του Εμίλ Ζάτοπεκ. Όσοι είχαν υποστηρίξει ανοιχτά τον φιλελευθερισμό δεν θα την έβγαζαν καθαρή. Κάποιοι δολοφονήθηκαν με τις γνωστές κομμουνιστικές πρακτικές. Άλλοι φυλακίστηκαν. Και υπήρχε και μια τρίτη κατηγορία.
Ο Ζάτοπεκ είδε την πόρτα της εξορίας κι αυτό χάρη στις επιστολές πολλών αθλητών από χώρες της Δύσης που έκαναν τα πάντα για να τον βγάλουν από τη χώρα ζωντανό. Από κει και μετά άρχισε η πορεία προς τον νομαδισμό και την φτώχεια. Ο Εμίλ δεν μπορούσε να βρει δουλειά για αρκετά χρόνια και κατέληξε να δουλεύει στα 49 του σε μια εταιρεία εξόρυξης νερού σε ερημικές περιοχές της Τσεχοσλοβακίας.
Μαζί με τους υπόλοιπους ζούσαν σε καραβάνια, σε κοινόβια, με μετρημένη τροφή και νερό. Όλο αυτό όχι μόνο διέλυσε την περηφάνια, τη φήμη του και την κληρονομιά του. Αλλά δηλητηρίασε και τον γάμο του. Από κει και μετά ο Ζάτοπεκ έγινε ένας μέθυσος που είχε περιέλθει σε πολύ άσχημη κατάσταση.
Και το καθεστώς δεν σταματούσε να τον πολεμάει. Ακόμα και μετά από 5 χρόνια που είχε επιστρέψει από την εξορία. Η κυβέρνηση είχε φροντίσει να μην αναφέρεται πουθενά. Να είναι δαχτυλοδεικτούμενος και να το όνομά του να συνδέεται με την προδοσία και την ντροπή. Αυτή η μοίρα δεν είχε επιστροφή για τον Εμίλ.
Η Τσέχικη Λοκομοτίβ είχε γεμίσει γράσο, είχε σκουριάσει και ήταν έτοιμη για να καταλήξει στα σκουπίδια. Ο θάνατος του το 2000 δεν συνοδεύτηκε από τεράστιες τιμές. Μάλλον απαρατήρητος πέρασε. 18 χρόνια μετά το θάνατο του λιγοστεύουν πολύ και οι άνθρωποι που έχουν να διηγηθούν ιστορίες τους με τον Εμίλ. Έστω από τις ψεύτικες…