Ο χρήστης «εγώ» αισθάνεται Καίτη Γαρμπή στην τοποθεσία «το σπίτι μου»- κι ολ’ αυτά με μια απλή ματιά στο ξεχασμένο, κίτρινο από την αχρησία, άλμπουμ που βρήκες κατά τύχη πίσω-πίσω στη βιβλιοθήκη: «Θα μελαγχολήσω, κι ύστερα εγώ, κι ύστερα εγώ, πώς θα συνεχίσω;», σκέφτεσαι.
Το μάτι σου έχει κολλήσει σε μια συγκεκριμένη φωτογραφία που σας δείχνει και τους τέσσερις, πιασμένους μάγκικα από τους ώμους, να χαμογελάτε στο φακό. Γυρίζεις τη φώτο (σ.σ. προς τους νεότερους αναγνώστες: μια φορά κι ένα κάποτε τυπώναμε τις φωτογραφίες που βγάζαμε και δεν τις βλέπαμε στο κινητό- πολύ απλά γιατί δεν είχαμε κινητό) για να δεις τι είχες γράψει με στυλό από πίσω, σε μια προσπάθεια να φυλακίσεις τη λήθη και να διατηρήσεις την ασθενώς παλλόμενη καρδιά της μνήμης ζωντανή.
«Ασπροβάλτα 1999, με τον ξα και τα παιδιά», λέει, κι εσύ, νοητά, ανοίγεις την πόρτα της προσωπικής σου χρονομηχανής και γυρίζεις στο λυκόφως του 20ου αιώνα, εκεί που τα πάντα έμοιαζαν να έχουν πιο έντονα χρώματα. Εκεί που…
– «Ξα, έτοιμος;» ωρύεσαι σε βαθμό που θα σου έδινε άνετα την πρώτη θέση σε διαγωνισμό εθελούσιας εξαΰλωσης φωνητικών χορδών.
– «Ναι ρε σε λέω, εδώ και ώρα», απαντάει ο ξάδερφός σου και, πράγματι, 25 λεπτά αργότερα είναι όντως έτοιμος.
Βραδάκι Σαββάτου, καλοκαίρι, έφηβοι στο εξοχικό του παππού και της γιαγιάς, με τα κολλητάρια σας να μένουν λίγα βήματα παρακάτω στον ίδιο δρόμο. Τους συναντάτε και μετά από μίνι σύσκεψη για το αν θα πάτε στο κλαμπ της περιοχής ή θα πάτε για κλαμπ στα Goody’s, αποφασίζεται υπέρ της πρώτης λύσης.
Ο λόγος, απλός: εκεί έχετε περισσότερες πιθανότητες να ρίξετε γκομενάκια κι εσύ θέλεις να εφαρμόσεις τις 2 νέες μεθόδους τρικλοποδιάς που έχεις μάθει.
Ενόσω περπατάτε ανταλλάσσετε αμιγώς αληθινές ιστορίες που έχουν προσβληθεί θανάσιμα από καρκίνο του ψεύδους (μέχρι στιγμής ο ξα σου έχει πηδήξει το μισό Γ3 και την καθηγήτρια καλλιτεχνικών, την στιγμή που ο Γιώργος το ’χει κάνει επανειλημμένα με την Μόνικα Μπελούτσι και ο Πέτρος, αν καταλαβαίνεις καλά από τα συμφραζόμενα, χρεώνει 15000 δραχμές/ λεπτό το ζιγκολίκι του με μεγαλύτερες, μα καυτές, κυρίες), μέχρι που φτάνετε στο Ναό.
Ναός είναι το πιο in κλαμπ της Ασπροβάλτας κι εσείς θέλετε να κάνετε all in- να μπείτε, δηλαδή, όλοι μέσα. Με λίγη κλάψα, τα καταφέρνετε. Παραγγέλνετε και οι 4 «Μπλου κρουακάου», όπως περήφανα, μα λανθασμένα, λέτε στον μπάρμαν και μετά σκανάρετε το χώρο για να βρείτε υποψήφια «θύματα» της ακαταμάχητης, 15χρονης γοητείας σας.
Τα βρίσκετε κι αρχίζετε και οι 4 να κουνιέστε στο ρυθμό των τραγουδιών, στέλνοντας παράλληλα ερωτικά μηνύματα με το βλέμμα στα κορίτσια απέναντί σας. Πάνω, ωστόσο, που έχουν ανάψει τα αίματα κι εσείς οι πεπειραμένοι ερωτικά παρθένοι φοράτε το προσωπείο του γύπα, μπαίνει αυτό. Η απόλυτη καγκουροτραγουδάρα που σάρωνε σε κάθε κλαμπ των 90s και έκανε τους «καρεκλάδες» (αυτούς που χόρευαν καρέκλα, δηλαδή) να παθαίνουν αμόκ.
Και τι ήσασταν τότε; Ακριβώς: καρεκλάδες. Και τι πάθατε με το που ακούσατε λίγο το μπιτάκι και μετά το “Yo.yo.you’re no good to me/ Yo.yo.you’re no good to me…”; Ακριβώς: αμόκ.
Και, ξέρεις κάτι; Εκείνη την εποχή αυτό δεν ήταν καθόλου μα καθόλου περίεργο. Πολύ απλά γιατί με το που έπαιζε στα ηχεία το “No Good” (ή “Start the dance”, όπως ήταν ο εναλλακτικός του τίτλος) των Prodigy το εκάστοτε μαγαζί έμοιαζε με φλεγόμενος οργανισμός, τα ντεσιμπέλ μπορούσαν να τρυπήσουν ακόμα και το τύμπανο του κομμένου αυτιού του Βαν Γκογκ και οι αυτοσχέδιες πίστες στήνονταν εν ριπή χορευτικού οφθαλμού.
Στο αλλοτινό «τώρα» της ιστορίας μας, ο ξάδερφός σου ουρλιάζει «χώρο, χώρο!», εσύ και οι κολλητοί σου ανοίγετε χώρο για να «μπει» μετά το δεύτερο “I don’t need nobody/ Don’t need no one, that’s no good for me” και το σόου ξεκινάει: ο ξα ξεκινάει να χορεύει καρέκλα- ένα είδος χορού που ως πρωταρχικό του στόχο είχε την ανεπανόρθωτη ζημιά του ισχίου σου- μοιράζοντας μάπες σε όποιον δύσμοιρο βρέθηκε στο διάβα του την ώρα της απόλυτης φιγούρας, με τους Prodigy σε ρόλο ηχητικού χαλιού να συνοδεύουν το οπτικό χάλι.
Η κατάσταση ξεφεύγει, ο Γιώργος «μπαίνει» κι αυτός, μετά ο Πέτρος, στο τέλος εσύ, όλοι σας να απαντάτε καταφατικά στο ερώτημα “So you think you can dance?” και μετά η πραγματικότητα να σας διαψεύδει. Τα κορίτσια που θέλατε να ρίξετε έχουν πράγματι πέσει (πολύ χαμηλά: ασχολούνται μ’ εσάς) κι εκείνη την στιγμή είστε πιο ευτυχισμένοι από ποτέ, με το “No good” να καλύπτει τα πάντα και εντός του μαγαζιού να γίνεται ενός πολύ συγκεκριμένου γυναικείου ονόματος (spoiler alert: της Πόπης).
Το “Start the Dance” είχε περίοπτη θέση στην playlist κάθε DJ που σεβόταν τον εαυτό του, καθώς πάντρευε με περισσή χάρη την καγκουριά με τον ξεσηκωμό και οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην έκσταση- και δεν εννοούμε τα χάπια.
Η βραδιά εκείνη, όπως και πολλές άλλες των 90s, τελείωνε με ένα θερμό χαμόγελο να βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με την ζεστή καλοκαιρινή νύχτα και ίσως κάνα μπαλαμούτι με κάποια άτυχη σε κάποια από τις καβάτζες σας.
Ναι, οι Prodigy είχαν την ικανότητα ν’ απογειώνουν τη βραδιά και το
“No Good” (μαζί με το “Poison”, ενδεχομένως) υπήρξε ο πιο γνωστός «πρεσβευτής» τους στα διάφορα ελληνικά κλαμπ.
Γι’ αυτό το είχες χορέψει, σκοτώνοντας ορισμένους δύσμοιρους στην προσπάθεια να κάνεις διπλό κάθισμα με το ένα πόδι διπλωμένο και το άλλο να περνάει από πάνω του, πολλές φορές. Το είχα χορέψει κι εγώ. Κι αυτός. Κι αυτή. Κι εμείς, κι εσείς, κι αυτοί. Όλοι μας. Και πάντα, σ’ ένα πλαίσιο σπάνιας εφηβικής συλλογικότητας.
Βλέπετε, εν αντιθέσει με το τραγούδι και το πεισματικό “don’t need no one”, εμείς χρειαζόμασταν κάθε φορά κάποιον δίπλα μας.
Αν δεν πιστεύετε το menshouse, απλά πηγαίνετε στο δικό σας άλμπουμ και ρωτήστε μια συγκεκριμένη φωτογραφία. Εκείνη την ελαφρώς κίτρινη, που σας δείχνει με τους κολλητούς σας.
Ποτέ ξανά δεν είχα φίλους όπως στην ηλικία των 14-15, θα σας πει το είδωλό σας στον καθρέφτη.
Άραγε, είχε κανείς;