Κάθε βράδυ γινόταν λαϊκό προσκύνημα: Το θρυλικό υπαίθριο στέκι στις Τζιτζιφιές που ο κόσμος ερχόταν κατά κύματα για να ζήσει τη «μυσταγωγία»

Ουρές για τους «κακοποιούς μπουζουκτσήδες»

Λίγο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και πριν η Αθήνα υποστεί extreme make over με την άνθιση της οικοδομής και της… αντιπαροχής, στην Καλλιθέα –και συγκεκριμένα στις Τζιτζιφιές– γινόταν… λαϊκό προσκύνημα για το περίφημο «στέκι του Καλαματιανού».

Φυσικά πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι σύμφωνα με τις ζώσες μαρτυρίες, δεν μπορούμε να μιλάμε για ένα κοσμικό κέντρο με την σημερινή έννοια του όρου. Έτσι κι αλλιώς άλλωστε εκείνη ήταν μια εποχή που όλα –μα όλα- ήταν διαφορετικά.

Το ίδιο ίσχυε και για την περιοχή των Τζιτζιφιών, τότε που η Καλλιθέα δικαιολογούσε και το όνομά της καθώς αποτελούσε κάτι σαν πανόραμα. Η θέα προς την θάλασσα δεν εμποδιζόταν από τα σημερινά –ακαλαίσθητα κατά κύριο λόγο κτίσματα- και οι κάτοικοι, αλλά και οι επισκέπτες απολάμβαναν να χαζεύουν τις βάρκες και τα ψαροκάικα που άπλωναν τα δίχτυα τους, προσφέροντας το δικό τους θέαμα.

Εκεί, λοιπόν, δημιουργήθηκε και το στέκι του Καλαματιανού. Ενός τύπου που κατάφερε να μαζέψει τα κορυφαία μπουζούκια της εποχής και να παρατάξει την… dream team των… κακοποιών που έκαναν το ρεμπέτικο αυτό που είναι σήμερα. Τότε, βέβαια, το συγκεκριμένο είδος τελούσε σχεδόν σε καθεστώς απαγόρευσης, όμως εκεί στις Τζιτζιφιές χιλιάδες Αθηναίοι συνέρρεαν δίχως ενοχικά συμπλέγματα για να απολαύσουν το «απαγορευμένο».

Οι περισσότεροι από τους καλλιτέχνες ήταν άνθρωποι που έφεραν την μουσική παράδοση και τα όργανά τους μετά την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, ανάμεσα στους οποίους και ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο οποίος σε ορισμένα από τα τραγούδια του εξυμνεί αυτό που συνέβαινε εκείνα τα χρόνια στον… ναό του ρεμπέτικου.

Από εκείνη την παράγκα είχαν περάσει όλα τα μεγάλα ονόματα του ρεμπέτικου. Όρεξη να ‘χει κανείς, να κάτσει να γράψει… ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Γιώργος Μπάτης, ο Δημήτρης Γκόγκος ή πιο γνωστός ως Μπαγιαντέρας, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Γιώργος Ροβερτάκης, ο Σπύρος Περιστέρης, ο Κώστας Καρίπης και πολλοί-πολλοί άλλοι.

Σύμφωνα με τις εξιστορήσεις το στέκι του Καλαματιανού δεν ήταν κανονικό μαγαζί. Ούτε καν κανονικό κτίριο δεν ήταν! Μερικά τραπέζια ικανά να χωρέσουν λίγους ανθρώπους στέκονταν αραδιασμένα σε έναν χώρο που λίγο πιο πέρα είχε μια κουζίνα για τους μεζέδες που πέρναγαν απευθείας από την παραγωγή στην κατανάλωση και μια τουαλέτα, ίσα-ίσα για να καλύψουν τις απολύτως βασικές ανάγκες των θαμώνων.

Ούτε καν πόρτα δεν διέθετε το… κατάστημα, με ένα απλό και ταπεινό τσουβάλι (!) να παίζει αυτόν τον ρόλο.

Ακόμη κι έτσι, οι ουρές που σχηματίζονταν από τους Αθηναίους που ήθελαν να γίνουν κομμάτι αυτής της μυσταγωγίας ήταν ατελείωτες. Λένε πως ορισμένες βραδιές, όταν βοηθούσε και ο καιρός, μπορεί ακόμη και δυο χιλιάδες άνθρωποι να στριμώχνονταν για να ακούσουν τις θεϊκές πενιές. Και αυτό γινόταν υπό συνθήκες απόλυτης ευλάβειας καθώς ουδείς διανοείτο να οχλαγωγήσει και να χαζολογήσει την ώρα που οι οργανοπαίχτες άπλωναν τα χέρια τους στα μπουζούκια και στους μπαγλαμάδες.

Άλλωστε, μικροφωνικές εγκαταστάσεις, μεγάφωνα, ηχεία και τέτοια σύγχρονα κατασκευάσματα δεν υπήρχαν. Ό,τι έβγαινε, ήταν μια ατόφια κατάθεση ταλέντου και κυρίως ψυχής από βασανισμένους που μετέτρεπαν τους καημούς και τα φαρμάκια σε ύμνους οι οποίοι έμειναν ατσαλάκωτοι στο πέρασμα του χρόνου και ακούγονται μέχρι τις μέρας σε χώρους πολύ διαφορετικούς από εκείνο το παράπηγμα του Καλαματιανού ο οποίος –ειρήσθω εν παρόδω- φέρεται να έφυγε από την ζωή από σφαίρα αστυνομικού το 1961, σε μια ιστορία για την οποία έχουν κατά καιρούς κυκλοφορήσει αμέτρητοι αστικοί μύθοι.