«Βγάλαμε πολλά λεφτά»: Όταν ο Κώστας Βουτσάς αποκάλυψε με αφοπλιστική ειλικρίνεια πόσα κέρδιζε στις δόξες του

Από τους πιο καλοπληρωμένους της εποχής του

Σε αντίθεση με πολλούς άλλους συναδέλφους του που συχνά κατέφευγαν στην… μίρλα όταν αναφέρονταν στις απολαβές τους και στα κέρδη τους από τον κινηματογράφο, ο Κώστας Βουτσάς με αφοπλιστική ειλικρίνεια αποκάλυψε το υψηλότατο κασέ του!

Αν και έβγαλε πολλά χρήματα κατά την διάρκεια της τεράστιας καριέρας του, ο Κώστας Βουτσάς δεν δούλευε για αυτά. Τουλάχιστον όχι αποκλειστικά για αυτά, αφού στην πραγματικότητα ήταν ένας εραστής της υποκριτικής. Κι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στο πέρασμα του χρόνου είχε την ικανότητα να προσαρμόζει τον εαυτό του και κυρίως το ρεπερτόριό του προκειμένου να ακολουθεί την εποχή και να έχει διαρκή παρουσία στο σινεμά, το θέατρο, την τηλεόραση, ακόμη και στις βιντεοταινίες.

Φυσικά είχε την τύχη να ασχοληθεί με τον χώρο της ηθοποιίας τον καιρό που ο ελληνικός κινηματογράφος γνώριζε μια πρωτοφανή άνθιση, αλλά ήταν το ταλέντο και η εργατικότητά του που τον έκαναν περιζήτητο.

Με πηγαίο χιούμορ και την ικανότητα να δημιουργεί χαρακτήρες που γίνονταν δίχως δυσκολίες αγαπητοί από το κοινό, ο Βουτσάς έπαιρνε το σενάριο και απογείωνε τους ρόλους που του έδιναν οι σκηνοθέτες, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που κάποιοι σεναριογράφοι τους έγραφαν έχοντας αυτόν μόνο στο μυαλό τους και παράλληλα την βεβαιότητα ότι ο ίδιος με την ερμηνεία του θα τους ολοκλήρωνε και θα κάλυπτε τα όποια κενά ενδεχομένως υπήρχαν.

Ειδικά την «χρυσή» περίοδο της συνεργασίας του με την «Φίνος Φιλμς», την δεκαετία του 1960 αλλά και αυτή του 1970, δεν ήταν παράξενο να συναντούσες το όνομά του σε 3 και 4 (ή και παραπάνω) ταινίες κάθε σεζόν! Και μάλιστα σε όλες εκείνος ήταν είτε το πρώτο είτε το δεύτερο όνομα στους αντρικούς ρόλους, ενώ αξίζει να τονιστεί ότι μιλάμε για παραγωγές που είχαν πολύ μεγάλη εμπορική επιτυχία, με τους θεατές να κάνουν ουρές για να τον δουν σε ταινίες όπως «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης», «Ένα κορίτσι για δύο», «Τέντυ μπόυ αγάπη μου», «Ξυπόλυτος Πρίγκιψ», «Για ποιον χτυπάει η κουδούνα», «Ένας άφραγκος Ωνάσης», «Ο δασκαλάκος ήταν λεβεντιά» και δεκάδες άλλες.

Ωστόσο όπως αποκάλυψε και ο ίδιος ο ηθοποιός, δεν προσέφερε φθηνά τις υπηρεσίες του. Παλιότερα, μάλιστα, σε συνέντευξή του τόλμησε να μιλήσει με νούμερα, όταν βρέθηκε καλεσμένος στην εκπομπή «Μες Στην Καλή Χαρά».

Για να έχουμε ένα ξεκάθαρο μέτρο σύγκρισης, πρέπει να τονίσουμε ότι ο βασικός μισθός για έναν νέο ηθοποιό τότε δεν ξεπερνούσε τις 1.400 δραχμές τον μήνα. Φυσικά, όσο ανέβαινε η δημοφιλία του, τόσο ανέβαινε και το κασέ του, χωρίς όμως να μιλάμε για… τρελά λεφτά. Εκτός κι αν επρόκειτο για τα πραγματικά μεγάλα ονόματα του χώρου εκείνη την εποχή.

Και τι μεγαλύτερο από την μία και μοναδική «Εθνική σταρ», Αλίκη Βουγιουκλάκη, η οποία τις ημέρες της δόξας της αμειβόταν με 9.000 δραχμές. Με την μόνο διαφορά ότι το συγκεκριμένο ποσό δεν αφορά μηνιαίο μισθό, αλλά… μεροκάματο! Εννιά χιλιάρικα για κάθε ημέρα που έδινε το «παρών» στα γυρίσματα κάθε ταινίας!

Προφανώς δεν υπήρχε άλλος ή άλλη ηθοποιός που να κέρδιζε περισσότερα, αφού η Αλίκη αποτελούσε το απόλυτο μέτρο σύγκρισης. Όμως και τα χρήματα που κέρδιζε ο Κώστας Βουτσάς λίγα δεν τα λες… Σύμφωνα με όσα είπε με αφοπλιστική –είναι αλήθεια- ειλικρίνεια ο ίδιος ο λατρεμένος ηθοποιός, την δεκαετία του 1960, για να δεχτεί να παίξει σε κάποιο φιλμ, ο επιχειρηματίας έπρεπε να βάλει αρκετά βαθιά το χέρι στην τσέπη, καθώς το δικό του ημερομίσθιο άγγιζε τις 6.000 δραχμές!

Ένα ποσό που ακούγεται (και είναι) μεγάλο για τα μέτρα της εποχής, ωστόσο επίσης είναι αλήθεια ότι οι εισπράξεις –συνήθως- και τα έσοδα της κάθε παραγωγής ήταν πολλαπλάσια και άνθρωπος που συνεργάστηκε εκείνα τα χρόνια με τον Κώστα Βουτσά δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι έχασε τα λεφτά του!