Το βιβλίο της Γλώσσας και το αντίστοιχο τετράδιο. Το βιβλίο του Εμείς και ο κόσμος- συν το τετράδιο. Τα μαθηματικά. Μια κασετίνα με όλα μας τα μολύβια, μια ξύστρα και μια σβήστρα. Στη θεωρία, αν ήσουν επιμελής μαθητής, αυτά έπρεπε να «περιέχει» η τσάντα σου στο δημοτικό.
Όμως- όπως συμβαίνει με τους λαϊκούς- ποιος ερωτοτροπεί ζωωδώς με τους επιμελείς (DAB); Αν πήγαινες δημοτικό στις αρχές των 90s, τότε ξέρεις πως η παραπάνω εικόνα δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα. Γιατί εσύ, μέσα στην τσάντα σου είχες…
- Τάπες και ταποβόλα
Ήταν η τρέλα της εποχής- προκειμένου ν’ αγοράσεις καινούριες τάπες κι ένα καλό ταποβόλο, ήσουν ικανός να πας το βράδυ στο δωμάτιο των γονιών σου την ώρα που κοιμούνται, μετά ν’ αφαιρέσεις με χειρουργική ακρίβεια το υγιές νεφρό του πατέρα σου (που δεν έπινε, δεν κάπνιζε και δεν ξενυχτούσε) και στη συνέχεια να το «σκοτώσεις» στη μαύρη αγορά.
Με το που ακουγόταν ο λυτρωτικός ήχος του κουδουνιού ύστερα από 45 λεπτά ανείπωτης μαθητικής βαρεμάρας, εσύ και οι συμμαθητές σου ξεχυνόσασταν στην αυλή σπάζοντας το φράγμα του ήχου και τότε τα «στήνατε»: μια τάπα με νεκροκεφαλή, από πάνω της άλλη μία μ’ ένα αμάξι και τότε παίζατε πέτρα-ψαλίδι-χαρτί για το ποιος θα χτυπήσει πρώτος με το ταποβόλο.
Αν γυρνούσαν και οι δύο, αυτός που είχε χτυπήσει τις κέρδιζε και ο ηττημένος έστρεφε το κεφάλι προς τον ουρανό, ψάχνοντας για μια απάντηση από τον επουράνιο πατέρα στο ερώτημα «Γιατί μου γυρνάς την πλάτη τώρα που σε χρειάζομαι;».
Αν ήθελες να βρεις το απόλυτο παράδειγμα της λέξης «εξάρτηση» την περίοδο που ο Σάκης Ρουβάς τραγουδούσε “1992, μαζί κι αυτό το χρόνο, μαζί εμείς οι δύο”, τότε δεν είχες παρά ν’ αρπάξεις το άλμπουμ με τις τάπες ενός πιτσιρικά.
Ωστόσο, καλό θα ήταν πριν το κάνεις, να έχεις βεβαιωθεί ότι μπορείς να τρέξεις τα 100 μέτρα κάτω από 9 δευτερόλεπτα. Αλλιώς… Αλλιώς δεν έμπλεκες.
- Panini Basket 1990-1991 (και ούτω καθεξής)
Μπορεί να μοιάζει με σενάριο προηγμένης αθλητικής φαντασίας σήμερα, όμως είναι πέρα για πέρα αλήθεια: πριν από καμιά 25αριά χρόνια το άθλημα για το οποίο όλοι- μικροί και μεγάλοι- έκοβαν φλέβες στην Ελλάδα, δεν ήταν το ποδόσφαιρο, αλλά το μπάσκετ (λογικό, θα σκεφτεί κανείς: είχαν τότε Superleague;).
Τα ετήσια άλμπουμ, λοιπόν, της Panini με τα ρόστερ όλων των ομάδων της Α1 ήταν για τους μαθητές ό,τι η βίβλος για τους θρησκόληπτους: ιερά και όσια. Το κάθε σακουλάκι με 5 αυτοκόλλητα παικτών μέσα κόστιζε 50 δραχμές και είχαν καταγραφεί μυριάδες περιστατικά αλλοφρόνων μαθητών, οι οποίοι καταλήστευαν τις γιαγιάδες τους προκειμένου να βρουν, επιτέλους, τον Κομαζετς (ο Κροάτης ήταν πιο δυσεύρετος κι από τον Μπιν Λάντεν στα φόρτε του).
Το εμπόριο ανταλλαγής αυτοκόλλητων ήταν τόσο διαδεδομένο πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το μάθημα, που πολλές παρακμάζουσες εταιρίες θα μπορούσαν να πάρουν δωρεάν μαθήματα στα παζάρια.
«Λοιπόν, δίνω έναν Βράνκοβιτς κι έναν Τέρνερ, για τον Γκάλη και τον Κόρφα. Μέσα;».
«Όχι».
«Αφού τους έχεις διπλούς, ρε!»
«Ναι, αλλά έχω και τον Τέρνερ. Δώσε μου τον Κακιούση».
«Δε βγαίνω με τον Λευτέρη. Δε βγαίνω…»
Αυτή η συζήτηση, εις το διηνεκές.
Και μετά, ακόμα παραπέρα.
- Μπουγελόφατσες
Κόστιζαν μόλις 100 δραχμές η μία και μπορούσαν να σε κάνουν χαρούμενο για τα επόμενα 100 χρόνια (ή, τουλάχιστον, αυτό υποθέταμε όταν ήμασταν 7 χρονών και πιστεύαμε στις νεράιδες- την Βουγιουκλάκη- και το παλικάρι- τον Παπαμιχαήλ).
Οι στρόγγυλες λαστιχένιες μπάλες με την οπή έβγαιναν σε περίπου 2 τρισεκατομμύρια σχέδια και ήταν μια σταγόνα δροσιάς στη μαθητική ξηρασία.
Ή, ακριβέστερα, πολλές σταγόνες δροσιάς: γεμίζαμε τις μπουγελόφατσες στη βρύση της αυλής και μετά καταβρέχαμε συμμαθητές, δασκάλους, διευθυντές και, φυσικά, περισσότερο απ’ όλους αυτή που «αγαπούσαμε» και θέλαμε να παντρευτούμε- υπό τους ήχους του «γριά είσαι και φαίνεσαι και μια χοντρή παντρεύεσαι».
Είναι πραγματικά κρίμα που δεν υπήρχε το instagram και τα κινητά τηλέφωνα τότε. Φανταστείτε μόνο επεξεργασμένη εικόνα μπουγελόφατσας με φίλτρο Lo-fi και από κάτω hashtags #wet #all_wet #friends #school #animals #BFFE #rock_that_bitch. 800 likes για αρχή και η καταμέτρηση συνεχίζεται.
- ΑΤΟΥ- ΥΠΕΡΑΤΟΥ
Καλό το μάθημα, αν μη τι άλλο για τους φλώρους του πρώτου θρανίου και όλα τα γλειφτράκια, όμως σαν το κουμάρι δεν έχει. Γι’ αυτό, οι τότε μελλοντικοί θαμώνες του Λας Βέγκας φρόντιζαν από νωρίς να μάθουν τα κόλπα της τράπουλας.
Όμως, όχι όποιας και όποιας τράπουλας, αλλά αυτής που περιείχε τις κάρτες ατού και υπερατού: αυτοκίνητα, πλοία, αεροπλάνα, τραίνα ήταν οι «πρωταγωνιστές» του πιο λαοφιλούς παιχνιδιού στα διαλείμματα του σχολείου. Είχες το αμάξι που πιάνει γρηγορότερα τα 0-100; Το ιστιοφόρο που ζύγιζε περισσότερο από όλα τα υπόλοιπα; Το τραίνο με το μεγαλύτερο μήκος; Τότε κέρδιζες.
Το Ατού- Υπερατού ήταν ένα παιχνίδι τόσο εθιστικό, που το κρακ και η ηρωίνη μπροστά του έμοιαζαν με άγευστες τσίχλες που ουδείς ήθελε να μασήσει (ή, έστω, να σνιφάρει). «Έχω υπερατού!», ούρλιαζε ενθουσιασμένος κάποιος και γινόταν αυτομάτως ο βασιλιάς του σχολείου. Ο βασιλιάς ολόκληρης της γης.
- Βιβλία
Οκ, δεν ήταν και must, αλλά χρειάζονταν και μερικά τέτοια σε μια τσάντα, κυρίως επειδή το να υπογράφουμε με σταυρό κάτω από το όνομά μας- επειδή ήμασταν αμετανόητα αναλφάβητοι- δεν αποτελούσε ακριβώς και γλωσσικό παράσημο.
Φυσικά, επειδή το να κουβαλάς όλα τα βιβλία της ημέρας ήταν ένδειξη ασύλληπτης φλωριάς (μήπως πήγαινες και γραβάτα για δώρο στο δάσκαλο;), σχεδόν όλοι σέβονταν τον κανόνα των 3/5: αν, δηλαδή, είχες πεντάωρο και το πρόγραμμα έλεγε γλώσσα, μαθηματικά, μουσική, εικαστικά και θρησκευτικά, εσύ μέσα στην τσάντα έριχνες γλώσσα-μαθηματικά-μουσική και ξεχνούσες το μπλοκ ζωγραφικής και τα θρησκευτικά.
Έτσι, έδινες μεν στο δάσκαλο το δικαίωμα να ισχυρίζεται ότι δεν έχεις το θεό σου, όμως ηρεμούσες τα πνεύματα λέγοντας πως «Έφερα όμως τα μαθηματικά, κύριε» (και μετά, από συνήθεια που δεν έκανες τις ασκήσεις, πέθαινες τη γιαγιά σου).
Τα 3/5 σε βοηθούσαν να μην είσαι εντελώς ρεντίκολο, αλλά έστηναν ένα άυλο- μα αρραγές- τείχος μεταξύ εσού και των μαμμόθρεφτων του 10. Και, το κυριότερο: άφηναν επαρκή χώρο για τις μπουγελόφατσες, το Ατού- Υπερατού, τις τάπες, τα ταποβόλα και το Panini. Χωρίς βιβλία και κασετίνα μπορούσες. Χωρίς αυτά, όχι.