Σαν μακρινή ηχώ μιας εποχής που παρήλθε ανεπιστρεπτί. Τότε που οι επιλογές ήταν απείρως λιγότερες, τότε που η ελληνική κοινωνία ήταν άμαθη στα πολλά, πολύ πιο αθώα. Μιλάμε, σε κάθε περίπτωση, για κάτι που έγραψε ιστορία: Περιοδικό «Ρομάντσο». Προσπαθήστε να το κάνετε εικόνα: Κατά μέσο όρο, έμπαινε σε 300.000 σπίτια την εβδομάδα – στα καλύτερά του έφτασε ως και τις 400.000 πωλήσεις! Το όνομά του έγινε συνώνυμο της λέξης «περιοδικό». «Πιάσε ένα “Ρομάντσο”» λέγανε οι πελάτες στον περιπτερά, όποιο έντυπο και να ήθελαν. Πώς λέγαμε κάποτε «σπορτέξ» όλα τα αθλητικά παπούτσια; Ακριβώς το ίδιο…
Και το αγόραζαν όλοι. Μα όλοι. Ακόμα και αυτοί που θεωρητικά το σνόμπαραν υποστηρίζοντας ότι είχε χαμηλού επιπέδου θεματολογία. Ακόμα και αυτού που όταν τους έπιαναν στα… πράσα, με το περιοδικό στη μασχάλη, χρησιμοποιούσαν κάτι αστείες δικαιολογίες του στιλ «το πήρα για τη γυναίκα μου». Στην πράξη, το «Ρομάντσο» ήταν κάτι σαν μονοπώλιο, ενώ είχε μαζέψει και τις καλύτερες δημοσιογραφικές πένες της εποχής. Ήταν γεμάτο με ωραία, διαβαστερά θέματα. Και το έβρισκες, ξαναλέμε, παντού. Άρα ήταν αδύνατον να αντισταθείς, να μην του ρίξεις έστω μια ματιά.
Το περιοδικό το είχε ιδρύσει ο Νίκος Θεοφανίδης. Το πρώτο τεύχος βγήκε στις 17 Νοεμβρίου του 1934, άρα συνολικά κράτησε κοντά στα 60 χρόνια. Μέχρι το 1942 είχε την μορφή βιβλιοπεριοδικού. Φιλοξενούσε μία αυτοτελή ιστορία, ένα ρομάντσο. Εξ ου και το πώς βαφτίστηκε. Την περίοδο της κατοχής άλλαξε ύφος και έγινε ποικίλης ύλης κάνοντας την κίνηση – ματ. Ειδικά μόλις, στα 50’s, προχώρησε σε μια έξυπνη μείωση τιμής, διέλυσε τον (λιγοστό) ανταγωνισμό. Φτάνοντας στα απίστευτα νούμερα πωλήσεων που αναφέραμε παραπάνω και τα οποία αποτελούν ρεκόρ στην ιστορία των εντύπων στην Ελλάδα. Ρεκόρ που δεν θα σπάσει ποτέ προφανώς, αφού πλέον το «χαρτί» βρίσκεται σε διαδικασία αργού θανάτου…
Τα θέματα ήταν τόσο πολλά και διαφορετικά ώστε όλοι έβρισκαν κάτι να τους τραβήξει. Μικροί – μεγάλοι, πλούσιοι – φτωχοί, γυναίκες – άνδρες. Μεταφρασμένα διηγήματα (αστυνομικά, κοινωνικά, αισθηματικά), στήλες ομορφιές, συμβουλές για την καθημερινή ζωή, εκλαϊκευμένη ιατρική, παραμύθια, χιουμοριστικές στήλες, γελοιογραφίες (από τα πιο δυνατά ατού που είχε το «Ρομάντσο»).
Οι μεγαλύτεροι κινηματογραφικοί σταρ της χώρας μας βρέθηκαν στο εξώφυλλο του περιοδικού. Αλίκη Βουγιουκλάκη, Τζένη Καρέζη… Το «Ρομάντσο» έφτανε επίσης στους Έλληνες που ζούσαν στο εξωτερικό, ήταν ο τρόπος τους να επικοινωνούν με τη μαμά – πατρίδα, να μαθαίνουν νέα σε μια εποχή που αυτό μόνο απλό πράγμα δεν ήταν.
Όλα τα καλά ωστόσο, κάποτε τελειώνουν. Αυτό το εκδοτικό φαινόμενο ξεπεράστηκε. Η καθίζηση ξεκίνησε από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980. Νέα «λαμπερά» περιοδικά έκαναν την εμφάνισή τους, με ιλουστρασιόν χαρτί, με πολύ πιο φρέσκια και σύγχρονη θεματολογία, με πολύ περισσότερα χρήματα να «σπρώξουν» στην αγορά. Το «Ρομάντο» δεν μπόρεσε να ακολουθήσει. Έμοιαζε με απολίθωμα αλλοτινής εποχής, με κομμάτι ενός αραχνιασμένου παρελθόντος. Ειδικά μετά τον θάνατο του Νίκου Θεοφανίδη το 1987, τίποτα δεν μπορούσε να ανακόψει την πορεία κλεισίματος. Ούτε ότι το περιοδικό πέρασε στα χέρια του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη. Ακόμα και ο παντοδύναμος τότε ΔΟΛ δεν μπόρεσε να αλλάξει το ρου των γεγονότων.
Και μια μέρα, ξαφνικά, έπαψε να κυκλοφορεί. Το τελευταίο τεύχος, Νο 2454 έγραφε το εξώφυλλο, βγήκε στις 10 Απριλίου του 1990. Ως «ΣΥΝ» μάλιστα, είχε γίνει λίγο νωρίτερα ένα επαναλανσάρισμα με νέο όνομα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια σωτηρίας. Κοντά 35 χρόνια από τότε, το «Ρομάντσο» επιβιώνει μόνο στις αναμνήσεις των μεγαλύτερων. Αυτοί που ξέρουν πάντως, όταν περνούν από την οδό Αναξαγόρα 5, ανάμεσα στη Σωκράτους και στη Μενάνδρου στην Ομόνοια, ρίχνουν ένα βλέμμα με νόημα και νοσταλγία. Εκεί χτυπούσε κάποτε η καρδιά του περιοδικού που διάβαζε όλη, μα όλη, η Ελλάδα…