Ήταν ιεροτελεστία πιο σοβαρή κι από τη χειροτόνηση του εκάστοτε Πάπα στο Βατικανό και δεν επιδέχετο καμίας αμφισβήτησης: με το που τελείωνε κι επίσημα η μαθητική μας χρονιά στις τάξεις του δημοτικού, μαζευόμασταν στη μεγάλη αυλή με τους συμμαθητές μας, γεμίζαμε τις μπουγελόφατσες και τις νερόμπαλες σε βαθμό απροκάλυπτου φλερτ με το υγρό μπαμ και μετά επιδιδόμασταν σε ξέφρενο- και ξέγνοιαστο…- μπουγέλο μέχρι τελικής πτώσης (βλέπε και τον όρο «πνευμονία»).
Αυτό ήταν- είχαμε ξεκάθαρα καλοκαίρι, πια. Έτσι, γυρνούσαμε στο σπίτι, μαζεύαμε τα πράγματά μας κι ετοιμαζόμασταν να πάμε στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού για να περάσουμε 3 μήνες- ζάχαρη (λευκής, κατά πάσα πιθανότητα).
https://www.youtube.com/watch?v=PftzRCfGBwg
Η ανεμελιά κρατούσε όσο ήμασταν μόνοι μας με τα λατρεμένα μας παπούδια, γιατί μετά κατέφθανε το κακισμένο ιππικό: οι γονείς μας. Τους οποίους φυσικά χαιρόμασταν που τους βλέπαμε- είμαστε, βλέπετε, ισόποσα μαμάκηδες και μπαμπάκηδες- αλλά μισούσαμε αυτά που κουβαλούσαν μαζί τους.
Βιβλία.
Βιβλία που μας ανάγκαζαν, μάλιστα, να διαβάζουμε, προκειμένου να κρατηθούμε σε φόρμα εν όψει του νέου σχολικού έτους- κι ας θυμίζαμε υπέρβαρο παλαίμαχο σε ανηφόρα εμείς.
Άραγε, τα θυμάστε;
Χαρούμενες Διακοπές (A.K.A. «Οι καλοκαιρινές μου διακοπές»)
Το απόλυτο μαθητικό βασανιστήριο: απέξω είχαν χαρούμενες φωτογραφίες παιδιών που έκαναν μπάνιο, έπαιζαν, διασκέδαζαν και ούτω καθεξής, όμως ο στόχος τους ήταν ακριβώς ο αντίθετος– να σου καταστρέψουν, δηλαδή, δια παντός τις καλύτερες μέρες του χρόνου, σε βαθμό που να κρίνεται απαραίτητη η πολύχρονη ψυχανάλυση όταν μεγαλώσεις.
Θεωρητικά είχαν σκοπό να μας θυμίσουν όλα όσα μάθαμε μέσα στη χρονιά στο σχολείο (μαθηματικά, γλώσσα, ιστορία κ.α.) μέσω απλών και διασκεδαστικών, υποτίθεται, ασκήσεων. Όπως μπορείτε εύκολα να καταλάβετε οι μικρότεροι ή όπως θυμάστε οι μεγαλύτεροι, όσο διασκεδαστικές ήταν οι ασκήσεις, άλλο τόσο ψυχούλα και γλύκας ήταν ο Μουσολίνι.
«Χαρούμενες Διακοπές» my ass.
Ass το διάολο.
Άτλαντας
Άλλο πολύφυλλο βασανιστήριο αυτό. Συνήθως το έφερνε στο σπίτι περιχαρής η μαμά, η οποία σ’ εντελώς άκυρες φάσεις κι εκεί που ασχολούμασταν επισταμένως με κάτι άλλο (την σφαιρική παρακολούθηση του τίποτα, μια μελέτη που διαμόρφωσε εν πολλοίς τον σημερινό μας χαρακτήρα), μας έλεγε «Έλα αγόρι μου να δούμε λίγο τις εικόνες ανά τον κόσμο, είναι πολύ ενδιαφέρουσες! Θα σε βοηθήσει να βελτιωθείς στη γεωγραφία που είχες Β φέτος…»
Στη συνέχεια, μόλις πλησιάζαμε, μας ρωτούσε με το γλυκό της ύφος «Ποια είναι βρε κουτό η πρωτεύουσα της Ζιμπάμπουε;» και, αυτομάτως, οι σφυγμοί μας έπιαναν τα 0-300 πιο γρήγορα κι από Λαμποργκίνι.
Ρε μάνα ξέρεις κάτι; Ούτε τώρα ξέρω ποια είναι ούτε τότε ήξερα- δεν πάθαινα συνεχή επιληπτικά επεισόδια, αυτοάμυνα του οργανισμού ήταν για να σταματήσεις να ρωτάς.
Α, ναι: και ο Άτλαντας ήταν, είναι και θα είναι χάλια.
Εικονογραφημένη βίβλος
Αυτό εδώ ήταν έργο της γιαγιάς, η οποία με τη σειρά της ισχυριζόταν πως ήταν έργο Κυρίου: η βίβλος για παιδιά αποτελούσε το απόλυτο συμπλήρωμα των θρησκευτικών και, υποτίθεται, με τις εικόνες και το απλό, «στρωτό» γράψιμο θα μας έκανε να τη διαβάσουμε μέχρι να πει κάποιος- ο δεξής ψάλτης, φερ’ ειπείν- «ωσαννά».
Η σχεδόν φονταμενταλιστική επιμονή της γιαγιάς δε βοηθούσε ιδιαίτερα στο ν’ αγαπήσουμε τα θεία (με το θείο δεν είχαμε θέμα…), ενώ οι συνεχείς τις ερωτήσεις για το αν καταλάβαμε τι ακριβώς συμβαίνει στο εδάφιο της Εξόδου χειροτέρευε την κατάσταση.
Μπορεί στο μυαλό των μεγαλυτέρων μας η Βίβλος να έμοιαζε με τον παράδεισο ενός 10χρονου παιδιού, όμως περισσότερο έφερνε σε χάρτινη κόλαση.
Θου Κύριε.
Ο γέρος και η θάλασσα (για παιδιά)
Ήταν, σε μεγάλο βαθμό, αποτέλεσμα του άγχους των δικών μας, οι οποίοι βλέποντάς μας να υπογράφουμε με σταυρό στην έκτη τάξη αντί να γράφουμε, έστω, το όνομά μας, αποφάσισαν να μας ρίξουν σε βαθιά νερά- και πιο συγκεκριμένα, στα νερά που ταξίδευε ο γέρος του Χέμινγουεϊ.
Πολλά κλασικά έργα- ανάμεσά τους το «Έγκλημα και τιμωρία», «Οι άθλιοι», «Οι λογοδοσμένοι» κ.α.- κυκλοφορούσαν σε παιδικές εκδόσεις με εικόνες και «πετσοκομμένο» περιεχόμενο, ούτως ώστε να κεντρίσουν το ενδιαφέρον του πιτσιρικά αναγνώστη και να τον μετατρέψουν σε βιβλιοφάγο.
Οι γονείς μας, λοιπόν, μάς αγόραζαν έναν «παιδικό» Χέμινγουεϊ και μας ανάγκαζαν να το διαβάσουμε μέχρι τέλους για να ξυπνήσουμε την βαθιά κοιμωμένη λογοτεχνική μας φλέβα κι εν συνεχεία να τους πούμε τι καταλάβαμε.
Βασικά καταλάβαμε ότι παίζει ένας γέρος και μια θάλασσα.
Και ότι κάτι τρέχει μεταξύ τους.
Τι περίμεναν, αλήθεια, να καταλάβουμε σε μια εποχή που η μεγαλύτερη έγνοια μας ήταν αν θα έχει καινούργια ταποβόλα το περίπτερο;