Αν το καλοσκεφτείς, το λάθος είναι δικό της: ναι μεν σου είπε πρώτα 127 φορές να πάρεις ζακέτα μαζί σου γιατί κάνει κρύο (όπου «κρύο» θερμοκρασία εφάμιλλη με αυτήν της Σαχάρας στις 2 το μεσημέρι της 17ης Ιουλίου) και σε διέταξε να πας στ’ αγγλικά, όμως μετά σου έδωσε 200 δραχμές. Ποιος φταίει, λοιπόν, αγαπημένη μου μητέρα;
Βγαίνεις έξω και κοιτάζεις το λαστιχένιο Casio ρολόι σου- 18:20. «Προλαβαίνω», σκέφτεσαι, παρά το γεγονός πως για να προλάβεις θα ’πρεπε το κάθε λεπτό μέχρι τις 18:30 που αρχίζει το μάθημα να διαρκεί μια διευρυμένη παιδική αιωνιότητα.
Πηγαίνεις χωρίς δεύτερη σκέψη, λοιπόν, στο ουφάδικο της γειτονιάς και χαλάς στον κ. Μιχάλη το διακοσάρικο σε 4 κέρματα των 50, κάτι που μεταφράζεται σε 4 ηλεκτρονικές ζωές.
Το γεμάτο έξαψη παιδικό σου βλέμμα κάνει μια γύρα στο χώρο και πείθεσαι πως ο Νίτσε δεν έχει ιδέα τι του γίνεται- όχι απλά δεν πέθανε ο Θεός, αλλά υπάρχει, ζει και βασιλεύει. Πώς αλλιώς να εξηγήσεις πως τέτοια ώρα, Σάββατο, το αγαπημένο σου παιχνίδι είναι ελεύθερο;
Κάθεσαι αναπαυτικά στην καρέκλα και βλέπεις τη γνώριμη εικόνα: ένας ξανθός τύπος στέκεται απέναντι από έναν μαύρο. Στη μέση της οθόνης ένα κόκκινο “Insert Coin” χορεύει, την στιγμή που ο λευκός γρονθοκοπεί τον αντίπαλό του και το πλάνο αρχίζει ν’ ανεβαίνει ολοένα και ψηλότερα στον ουρανοξύστη, εκτοξεύοντας ταυτόχρονα και την αδημονία σου.
Βάζεις το πενηντάρικο και σου εμφανίζονται οι 8 διαθέσιμοι παίκτες: Ρούι, Χόντα, Μπλάνκα, Τσουν Λι, Γκάιλ, Κεν, Ζαγκνιέφ, Ντασλίμ. Παίρνεις τον αγαπημένο σου- τον Κεν- και μετά αφήνεσαι στη μαγεία του Street Fighter II: The World Warrior.
Ξεκινάς μ’ ένα ταξίδι στη Βραζιλία, προκειμένου ν’ αντιμετωπίσεις τον Μπλάνκα. Το τέρας σε δαγκώνει, σε ηλεκτρίζει, σου πίνει το αίμα, όμως χρησιμοποιείς τέλεια το «ελικοπτεράρι» και τον βγάζεις νοκ αουτ.
Σειρά έχει η Τσουν Λι- η πιο δυνατή γυναίκα του κόσμου. Σε τρελαίνει στις γρήγορες κλοτσιές, όμως εσύ πετάς φλόγες και την ξεκάνεις.
Ο Γκάιλ που σε περιμένει, αυτός ο στρατιωτικός μπάσταρδος με τις χτένες, σε σακατεύει και αναγκάζεσαι να χρησιμοποιήσεις και δεύτερο πενηντάρικο. Παίρνεις πίσω το αίμα σου και ετοιμάζεσαι για τον Χόντα.
Μπορεί να σου ρίχνει το ξύλο της ευτραφούς αρκούδας στην αρχή με το «χεράκι», όμως δεν έχει απάντηση στο «Άμιοντεν» και περνάς στον επόμενο γύρο- που είναι bonus. Διαλύεις εντέχνως το αυτοκίνητο πριν εκπνεύσει το ρολόι και παίρνεις πόντους που ούτε στα πιο τρελά σου όνειρα (την ώρα του μαθήματος στ’ αγγλικά, για παράδειγμα), δεν είχες ονειρευτεί.
Συνέχεια στην Ινδία για χάρη του ψιλόλιγνου Νταλσίμ. Πετάει φωτιές από το στόμα, επιμηκύνει τα πόδια και τα χέρια του για να σε χτυπήσει από απόσταση, όμως μόλις τον πλησιάσεις είναι τελειωμένος και το ξέρει.
Ο Ζαγκνιέφ, που είναι ο επόμενος αντίπαλος, σε πιάνει και σου κάνει τρία «κωλοκαθίσματα» (από αυτά τα καταραμένα που σου παίρνουν το 1/3 της συνολικής σου ενέργειας), με αποτέλεσμα ν’ αλλάξει η οπτική σου για τα ραδίκια- πλέον τα βλέπεις ανάποδα.
Νέο πενηντάρικο και φτάνει η ώρα για ρεβάνς: κάτω μπροστά- κάτω μπροστά ο μοχλός και μετά μπουνιά. «Αγιούκεν» ξανά και ξανά και ξανά και τέζα ο Ζαγννιέφ. Το ίδιο κόλπο πιάνει και με το ιαπωνικό εγώ σου- ο Ρούι, ο πρωταγωνιστής του παιχνιδιού.
Δεύτερη bonus πίστα. Βαρέλια αυτή τη φορά, τα οποία διαλύεις με το μένος που θα διαλύσει χρόνια αργότερα την καρδιά σου η Νατάσσα, τότε που- με την κατάθλιψη να σε καλεί σ’ ένα ατελεύτητο ταγκό- θα δοκιμάσεις και την ποιητική σου φλέβα, μ’ ένα τετράστιχο που συζητήθηκε εντόνως στους διανοουμενίστικους κύκλους (Ήταν, θυμάσαι, «Καργιόλα Νατάσσα/ Με τον Γιώργο σ’ έπιασα στα πράσα/ Του φώναζες «Πάρε με από πίσω»/ Κι εγώ εξερράγην: «Ρε τι κάνετε εκεί, μη γ@μήσω!»).
Πάει κι αυτό. Σειρά έχουν, πλέον, οι 4 «μεγάλοι. Πρώτος εξ αυτών, ο Μπαλρόγκ- αργοκίνητος μποξέρ, δηλαδή. Γελάνε και τα πένθιμα σκυλιά με ιστορικό βίαιων αυτοκτονιών. Τον καθαρίζεις με συνοπτικές διαδικασίες κι έπειτα φτάνει η στιγμή για την πρώτη αληθινή πρόκληση.
Ο Βέγκα. Στο κλουβί του. Με τον γάντζο και την μάσκα να σκαρφαλώνει πάνω στα σίδερα. Παίζεις καλά, όμως κινείται πολύ πιο γρήγορα από σένα και σε βγάζει Κ.Ο.
Τελευταίο πενηντάρικο. Σκουπίζεις τα ιδρωμένα σου χέρια και πατάς μανιωδώς τα κουμπιά μέχρι που σπας σε τέτοιο βαθμό τα δόντια του Ίβηρα, που όταν τον ρωτάνε ποια είναι η εθνικότητά του, αποκρίνεται «Ιθπανόθ».
Προτελευταία στάση πριν τη «μάνα», ο Σαγκάτ. Ανέλπιστα εύκολος αντίπαλος- ψηλός, με μικρό ρεπερτόριο κινήσεων, δεν έχει καμία τύχη (όσες φορές κι αν γυρίσει ο τροχός) μαζί σου, που αν ο Βαγγέλης Ιωάννου μετέδιδε το παιχνίδι σου, θα έλεγε ξεκάθαρα 6 λέξεις: “You were on fire my man, huh?”. Με συνοπτικές διαδικασίες ο Σαγκάτ μετατρέπεται σε σακάτ(η) και τώρα…
Και τώρα ο τερματιστής. Μίστερ Μπάισον. Βγάζει την κάπα κι αρχίζει να σε διαπερνά με την κλασική κίνηση, τρώγοντας λίγο- λίγο την ενέργειά σου. Παίρνει την πρώτη παρτίδα, ανταπαντάς με τη δεύτερη, όμως στην καθοριστική τρίτη σε διαλύει.
Ο Κεν σου κείτεται νικημένος στο έδαφος και, δυστυχώς, άλλα λεφτά δεν έχεις για να συνεχίσεις να παίζεις. Περίλυπος, χαιρετάς τον κ. Μιχάλη και βγαίνεις έξω.
Φτου.
Φτου.
Το ρολόι σου λέει 19:45, κάτι που σημαίνει πως έχασες το μάθημα. Προσπαθείς να σκεφτείς μια καλή δικαιολογία όταν θ’ αντικρίσεις τη μαμά σου- η οποία, θα το διαπιστώσεις αργότερα, γυρίζει πλέον και στο «Μήδεια»- και καταλήγεις ν’ ακολουθήσεις τον δρόμο της αλήθειας.
«Μαμά», θα την εκλιπαρήσεις, «σε παρακαλώ μην πεις τίποτα στον μπαμπά γιατί θα με σκοτώσει και οι ταφόπλακες κοστίζουν- δε θέλω να πληγώσω τον οικογενειακό προϋπολογισμό, κι ας έχουμε ΠΑΣΟΚ.
Εντάξει, δεν πήγα στο μάθημα γιατί κόλλησα στα ηλεκτρονικά. Έπαιζα Street Fighter, το καλύτερο παιχνίδι για ξυλίκι όλων των εποχών. Είχα τον Κεν και τα έβαλα με τον Ρούι και τον Γκάιλ και τον Χόντα και… και … και…».
Ο δεκάχρονος εαυτός σου παλεύει να εξηγήσει το πόσο πολύ σημάδεψε το συγκεκριμένο παιχνίδι κάθε πιτσιρίκι που μεγάλωσε στα 90s, όμως αποτυγχάνει.
Στις λέξεις. Γιατί βαθιά μέσα σου, κάθε φορά που το σκέφτεσαι, αισθάνεσαι μια ανεξήγητη ζεστασιά στην καρδιά, η οποία θα διαρκέσει για χρόνια.
Πολύ, πολύ καιρό αργότερα, θα το καταλάβεις και στην πράξη. Ίσως να είσαι, ας πούμε, στα 30φεύγα και να κάθεσαι στις 5:30 το ξημέρωμα μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή σου, βλέποντας βιντεάκια του Street Fighter στο youtube, μονολογώντας σαν γραφικός «Ωραία χρόνια».
Η λογική λέει να πας να ξαπλώσεις γιατί το μεσημέρι (έχεις να κάνεις πως) δουλεύεις, όμως δεν μπορείς να σταματήσεις.
Άλλο ένα, τελευταίο.
Μετά, ακόμα ένα.
Κι ακόμα ένα.
Πήγε 7.
Δε γαμιέται.
«Αγιούκεν».