H 11άδα της αλάνας: Πώς βγάζαμε τις θέσεις

Όταν ήμασταν πιτσιρικάδες δεν χρειαζόμασταν προπονητή. Γιατί ήταν συγκεκριμένα -και απαράβατα- τα κριτήρια με τα οποία επιλεγόταν το ποιος θα παίξει πού!

Πριν πολλά χρόνια τέτοια εποχή θα ήταν η καλύτερή μας.

Ο καιρός έφτιαχνε, το καλοκαίρι άρχιζε να πλησιάζει, οι μέρες του σχολείου ξεκινούσαν να λιγοστεύουν.

Και το κυριότερο: Με την έναρξη και της θερινής ώρας, οι μέρες ήταν πλέον μεγαλύτερες!

Και τι σήμαινε όταν ήμασταν 10-15 χρονών ότι οι μέρες ήταν μεγαλύτερες;

Περισσότερη μπάλα!

Το παιχνίδι λοιπόν κρατούσε περισσότερο. Οι μανάδες έβγαιναν αργότερα (έξαλλες) στα μπαλκόνια να μας φωνάξουν να μαζευτούμε.

Και παρόλο που εκείνα δεν έληγαν ΠΟΤΕ ισόπαλα (ας όψεται «η τελευταία φάση» και το «όποιος το βάλει») τα μεγάλα ντέρμπι της αλάνας έπαιρναν παράταση.

Μισό λεπτό όμως. Τι γινόταν μέχρι να τσουλήσει η μπάλα στο χώμα/το γαρμπίλι/το τσιμέντο ή τελοσπάντων οποιαδήποτε επιφάνεια διέθετε το αυτοσχέδιο (τότε) γήπεδο;

Πως λυνόταν το πρόβλημα της απουσίας προπονητή;

Και πως επιλεγόταν το ποιος θα παίξει πού;

Ας κάνουμε λοιπόν «βηματάκια» να δούμε ποιος θα διαλέξει πρώτος, ας συμφωνήσουμε πρώτα αν θα παίξουμε «με τους παλιούς ή τους καινούργιους» και ας θυμηθούμε (με βάση το απόλυτα εύστοχο σχεδιάγραμμα που έχει κυκλοφορήσει) τον τρόπο που βγάζαμε τις θέσεις.

Τερματοφύλακας: Ο χοντρός (ή ο πιο πιτσιρικάς)

Δεν χρειαζόταν να το παιδέψουμε. Πριν καν ξεκινήσει η κουβέντα, ο φαγανός της παρέας είχε πάρει ήδη θέση κάτω από τα δοκάρια (ή μάλλον ανάμεσα στις σχολικές τσάντες). «Πού να τρέχεις», σκεφτόταν και από μέσα μας όλοι συμφωνούσαμε μαζί του. Αν δεν υπήρχε μπουλούκος, η αγγαρεία έπεφτε συνήθως στον μικρότερο. Με ψεύτικες παραινέσεις του τύπου «σ’ έχω δει, είσαι καλός» και τη δέσμευση «κάθε τρία γκολ θα αλλάζουμε» που ΠΟΤΕ δεν επρόκειτο να τηρηθεί!

Δεξί μπακ: Ο πιο τεμπέλης

Δεν πολύ-τρελαινόταν κιόλας να παίξει. Βαριόταν να κινείται, αλλά επειδή θα βαριόταν περισσότερο αν καθόταν μόνος του, ερχόταν «για την παρέα». Ράθυμος, νωχελικός και χωρίς καμία διάθεση να «σκιστεί», δεν επρόκειτο να κάνει σπριντ ούτε για συμπαίκτη που του είχε γυρίσει η γλώσσα. Τα πόδια του δεν έμπαιναν ποτέ στη φωτιά, πήγαινε πάντα σαν… τιτίκα στις φάσεις και ήταν ο μοναδικός που γυρνώντας στο σπίτι η μάνα του δεν φώναζε για τα ματωμένα του γόνατα.

Αριστερό μπακ: Ο πιο άμπαλος

Υπό κανονικές συνθήκες δεν θα’ πρεπε να περνάει ούτε έξω από την αλάνα. Χωρίς ίχνος ταλέντου και με καμία μυρωδιά από μπάλα, δεν μπορούσε να κοντρολάρει ούτε τη μεγάλη φουσκωτή της NIVEA. Έλα όμως που ήταν φιλαράκι και δεν μας έκανε καρδιά να τον αφήσουμε έξω. Ή ακόμα κι αν μας… έκανε καρδιά, έλα που δεν συμπληρώναμε. Οπότε τον βάζαμε σε μια θέση με όσο το δυνατόν μικρότερο κόστος. Και κάναμε τον σταυρό μας να μην παίζει ο «καλός» των άλλων από δεξιά.

Στόπερ: Το «τσεκούρι»

Μπορεί να ήταν ο νταής της παρέας. Μπορεί να ήταν εκείνος που μανούριαζε ευκολότερα. Μπορεί να ήταν εκείνος ο γορίλας ξάδερφός σου που είχε μείνει 3-4 τάξεις και φρόντιζε -αν κάποιοι άλλοι είχαν προλάβει την αλάνα- να εκκενωθεί για χατίρι σας. Μπορεί και όλα αυτά μαζί! Σημασία δεν είχε ο (οξύθυμος) χαρακτήρας του. Σημασία είχε ότι ο αντίπαλος το σκεφτόταν δυο φορές να πλησιάσει. Και… ΚΑΜΙΑ να τον περάσει, υπό τον φόβο να πάρει τα πόδια στη σάκα του.

Στόπερ: Ο «εγώ παίζω μόνο άμυνα»

Ο ανάποδος της υπόθεσης. Ενώ όλα τα παιδάκια ονειρεύονταν να βάζουν γκολ, εκείνος ονειρευόταν αποκρούσεις πάνω στη γραμμή. Ενώ όλοι τσακώνονταν ποιος θα παίξει μπροστά, εκείνος έκανε ήδη διατάσεις στα μετόπισθεν. Μετρημένος και σοβαρός, απέφευγε τις περιττές ενέργειες. Σε κατάσταση κινδύνου σβουρδούλαγε χωρίς ενδοιασμό την μπάλα. Και πάντα έτοιμος να θυσιαστεί, θα έτρωγε χώμα ή θα ‘σερνε τα μπούτια του στο γαρμπίλι, αν χρειαζόταν, για ένα σωτήριο τάκλιν.

Αμυντικό χαφ: Αυτός με τη μεγαλύτερη αντοχή

Το παιδί-λάστιχο. Ο υπερκινητικός που δεν έβαζε κώλο κάτω. Λεπτός και ξερακιανός, ο καλύτερος (μακράν) στο κυνηγητό και ΜΟΝΙΜΩΣ ιδρωμένος στα διαλείμματα! Δεν τον ενδιέφερε τόσο να δημιουργήσει ή να σκοράρει όσο το να βρίσκεται συνέχεια στις φάσεις. Δίνοντας την εντύπωση στον αντίπαλο ότι είχε έρθει να παίξει με τα… τρίδυμα αδέρφια του, βρισκόταν παντού. Κι ήταν λυτρωτικός για την ομάδα στις συχνές περιπτώσεις που κανείς δεν γυρνούσε πίσω.

Δεξί εξτρέμ: Ο πιο γρήγορος

Δεν είχε σημασία αν ήξερε πολλή μπάλα. Αν τελείωνε καλά τις φάσεις. Είχε ένα τεράστιο προσόν. Και έπρεπε οπωσδήποτε να το εκμεταλλευτούμε! Με φάτσα σκανδαλιάρη και ταχύτητα Βέγγου, μπορούσε να προλάβει ακόμα και μπαλιά του άμπαλου (βλέπε αριστερό μπακ). Μπορούσε να καλύψει τα κενά του τεμπέλη (βλέπε δεξί μπακ). Και βάζοντας το κεφάλι κάτω, το μόνο που είχε να φοβηθεί -διότι του συνέβαινε συχνά- ήτανε να… τελειώσει κάποια στιγμή το γήπεδο.

Αριστερό εξτρέμ: Ο μοναδικός αριστεροπόδαρος

Εδώ τα κουκιά ήταν μετρημένα. Εκείνοι που είχαν το αριστερό και για άλλες χρήσεις πέραν του να ανεβαίνουν στο σχολικό ήταν ελάχιστοι. Οπότε ο (σπάνιος) αριστεροπόδαρος κέρδιζε χωρίς ιδιαίτερο ανταγωνισμό τη θέση. Όχι ότι δεν την άξιζε βέβαια. Γιατί στην πλειοψηφία τους τα παιδάκια που την κλωτσούσαν μ’ αυτό το ευλογημένο πόδι ήξεραν πού να στείλουν την μπάλα. Με στιλ και χωρίς φόβο ότι θα πάει στο τζάμι κάποιου γείτονα, που θα απειλεί να τη σκίσει.

Δεκάρι: Ο καλύτερος παίκτης

Ο ηγέτης της ομάδας. Αυτός που όλοι του έβγαζαν το καπέλο (και κατά βάθος τον ζήλευαν και λίγο). Εννοείται ότι έπαιζε σε ομάδα -και εννοείται ότι φρόντιζε να το υπενθυμίζει σε κάθε ευκαιρία. Πριν ξεκινήσει το παιχνίδι, έπαιρνε την μπάλα, έκανε μερικά «ποδαράκια» και με περισπούδαστο ύφος έβγαζε το πόρισμα «καλή είναι». Κι αφότου γινόταν η σέντρα, έκανε πλάκα στα άλλα παιδάκια, επιχειρώντας (αν επρόκειτο περί τσόγλανου) να τα ντριμπλάρει και με ταπεινωτικό τρόπο.

Περιφερειακός επιθετικός: Ιδιοκτήτης μπάλας

Δεν του κουνιόταν κανένας. Τον είχαν όλοι με το καλό. Στις εποχές όπου η μπάλα δεν ήταν καθόλου δεδομένη (και εναλλακτική λύση ήταν το πατημένο κουτάκι) ο ιδιοκτήτης ήταν σχεδόν ιερό πρόσωπο. Ο απόλυτος νταβατζής. Όπου ήθελε παίζαμε, όποτε ήθελε ξεκινούσαμε, όποια θέση ήθελε έπαιρνε. Καταπιέζοντας λοιπόν την οργή που νιώθαμε για την εξάρτηση από ‘κείνον, κάναμε τα στραβά μάτια. Και τον αφήναμε να βολοδέρνει «κάπου στην επίθεση», με την ελπίδα κάποιου συγκυριακού γκολ που θα τον κρατούσε ικανοποιημένο.

Σέντερ-φορ: Περίπτερο (με φανέλα γνωστού παίκτη)

Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις αν ήταν περισσότερο «λεζάντας» ή «απατεώνας». Όσο τον έβλεπες να «παίζει», τόσο πειθόσουν ότι τελικά ήταν και τα δυο. Σαν βιδωμένος με ούπα στην αντίπαλη περιοχή και με το χέρι μόνιμα υψωμένο για να ζητάει την μπάλα, παραμόνευε για κάποια προβολή τεράστιας δυσκολίας πάνω στη γραμμή: Για να πανηγυρίσει έξαλλα το γκολ, δείχνοντας το όνομα στη φανέλα του και υπονοώντας (χωρίς ίχνος τσίπας) ότι είχε οποιαδήποτε ομοιότητα με εκείνον.