Η Βασίλισσα Άννα (κατά κόσμον Άννα της Μεγάλης Βρετανίας) υπήρξε μια από τις πιο τραγικές φιγούρες στην βασιλική ιστορία της Μεγάλης Βρετανίας. Βασίλισσα της χώρας στις αρχές του 18ου αιώνα, έμεινε έγκυος 12 φορές αλλά έχασε όλα τα παιδιά της: απέβαλε 8 φορές και άλλα τέσσερα παιδιά πέθαναν πριν καν φτάσουν την ηλικία των 2 ετών. Οι γιατροί δεν κατάφεραν ποτέ να βρουν την αιτία αυτής της συνεχιζόμενης κατάστασης παρά το γεγονός ότι ήταν ξεκάθαρο πως η Βασίλισσα Άννα νοσούσε από κάτι που οδηγούσε σε αυτή την τραγωδία. Αργότερα έχασε και τον άντρα της και το βασίλειο βρέθηκε εξ’ ολοκλήρου στα χέρια της, με την ίδια ωστόσο να είναι μια γυναίκα που υπέφερε από απέραντη μοναξιά, άπειρα ψυχολογικά και γεμάτη ψυχοσωματικά προβλήματα.
Πάνω σε αυτή τη θλιβερή φιγούρα βασίζει ο Γιώργος Λάνθιμος την τελευταία του ταινία, το «Τhe Favourite», που κάνει προσεχώς πρεμιέρα στα ελληνικά σινεμά με πολύ μεγάλη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση, μια ταινία που είναι υποψήφια για 10 Όσκαρ και κατά πολλούς είναι το μεγάλο φαβορί για την κατάκτηση της πιο βαρυσήμαντης κατηγορίας, εκείνη της καλύτερης ταινίας. Είναι προφανές και δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς: η πορεία του Λάνθιμου στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα, εννιά χρόνια μετά το μεγάλο μπαμ του με τον αλλόκοτο «Κυνόδοντα» που έσκασε σαν κομήτης στην ελληνική φιλμογραφία (για να αποτελέσει αντικειμενική τομή της), είναι εντυπωσιακή.
Στο «The Favoutite» για πρώτη φορά μετά από τέσσερις συνεχόμενες ταινίες (Κυνόδοντας, Άλπεις, Αστακός, Ο Θάνατος του Ιερού Ελαφιού), ο Λάνθιμος δεν συνεργάζεται με τον Ευθύμη Φιλίππου, τον άνθρωπο που βρίσκεται πίσω από τα σενάρια των ταινιών που εκτόξευσαν τη φήμη του – πολλοί από εμάς, επιμέναμε να μιλάμε για το δίδυμο Λάνθιμου-Φιλίππου και όχι αποκλειστικά στον Λάνθιμο όταν αναφερόμασταν σε αυτές τις ταινίες. Στο «The Favoutite» η απουσία του Φιλίππου είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρη. Είναι εξίσου ξεκάθαρο δε ότι ο Λάνθιμος δεν μπαίνει καν στον κόπο να προσδώσει στην ταινία του το «φιλιππικό» ύφος των περασμένων δημιουργιών και (υφολογικά) κινείται σε εντελώς διαφορετικά μονοπάτια.
Το «The Favoutite» είναι η ιστορία ενός μεγάλου ανταγωνισμού. Μια Λαίδη απολαμβάνει την εύνοια της Βασίλισσας Άννας. Οι δυο τους είναι φίλες, μιλάνε διαρκώς, (λένε πως) αγαπιούνται και ατύπως συναποφασίζουν για όλο το βασίλειο. Μέχρι που στο παλάτι φτάνει μια νέα υπηρέτρια. Γόνος ευγενικής τάξης αλλά ξεπεσμένη πλέον, αυτό το νέο και φρέσκο πρόσωπο γοητεύει ολόκληρο το παλάτι και μαζί την ίδια τη Βασίλισσα. Πολύ σύντομα γίνεται ξεκάθαρο πως διεκδικεί για τον εαυτό της την θέση της «αγαπημένης» της. Αλλά η άτυπη αυτή θέση -όπως προειπώθηκε- είναι καπαρωμένη. Και η «ιδιοκτήτριά» της δεν είναι διατεθειμένη να την παραδώσει τόσο εύκολα…
Κάπως έτσι στήνεται ένα μεγάλο γαϊτανάκι από μηχανορραφίες, συνωμοσίες, συμφεροντολογικές συμμαχίες και υποκριτικές συμπεριφορές ανάμεσα σε δυο πανέξυπνες, πανέμορφες και τρομακτικά γοητευτικές γυναίκες που οι προσωπικότητές τους είναι πολύ σκληρές για να ηττηθούν. Και στη μέση αυτής της σύγκρουσης που διεξάγεται μέσα στο παλάτι, βρίσκεται η τραγική φιγούρα της Βασίλισσας Άννας που, πληγωμένη και γεμάτη δαίμονες από το παρελθόν της, αποζητά ουσιαστική επικοινωνία και ουσιαστική αγάπη, θέλει να δεθεί γνήσια με κάποιο άτομο σε αντιδιαστολή με τον ψεύτικο σεβασμό που της δείχνει όλο το παλάτι, έναν σεβασμό που βασίζεται στον φόβο και όχι στην αληθινή εκτίμηση.
Είναι περιττό να γίνει στα σοβαρά συζήτηση για το αν το «The Favourite» είναι μια καλή ταινία: προφανώς και είναι. Δεν τίθεται άλλωστε καμία αμφιβολία πως ο Λάνθιμος είναι ένας ικανότατος σκηνοθέτης. Καμία έκπληξη δεν θα προκαλέσει καν το ενδεχόμενο να σαρώσει στα Όσκαρ αυτή του η δημιουργία. Πρόκειται άλλωστε για ένα αποτέλεσμα που τεχνικά είναι άρτιο (τα κάδρα που στήνει εδώ ο Έλληνας σκηνοθέτης είναι αληθινοί πίνακες ζωγραφικής – το φάντασμα του Κιούμπρικ δεν λέει να φύγει από την ψυχή του Λάνθιμου), η κωμική και βαθιά ειρωνική ματιά απέναντι στην υποκρισία της αστικής ευγένειας καθορίζει την ταινία, οι τρεις πρωταγωνίστριες (Ρέιτσελ Βάις, Έμα Στόουν, Ολίβια Κόλμαν) δίνουν ερμηνευτικά ρέστα και παρά το γεγονός ότι η ταινία έχει μερικά θεματάκια ως προς την κλιμάκωσή της, πρόκειται, σε γενικές γραμμές, για κάτι πολύ δυνατό. Υπάρχει ωστόσο ένα μεγάλο «αλλά»…
Ο Λάνθιμος είναι ένας σκηνοθέτης που κατάφερε να εδραιωθεί ως ένας σημαντικός δημιουργός των καιρών μας διότι κάθε ταινία του ήταν μια παθιασμένη έκθεση φιλοσοφικών και κοινωνικών προβληματισμών. Ως προς αυτό το στοιχείο-σήμα κατατεθέν του λανθιμικού σινεμά το «The Favoutite» πάσχει χαρακτηριστικά. Θα έλεγε κανείς ότι είναι μια ταινία εξαιρετική με όρους Hollywood αλλά μέτρια εώς αδιάφορη με όρους Λάνθιμου: τις δικές του ταινίες δεν τις γουστάρουμε επειδή μπορεί να κατακτήσουν τον κόσμο των Όσκαρ αλλά επειδή τελειώνουν και νιώθεις την ανάγκη να τις συζητήσεις.
Το δίδυμο Λάνθιμου-Φιλίππου είχε μια τρομακτική ικανότητα ως προς αυτό: οι θεματικές που άγγιζαν ήταν βαθιές, δύσκολες, η προσπάθειά τους να τις εξερευνήσουν διακατεχόταν από πρωτόγνωρη τόλμη και από απενοχοποιημένη ασέβεια απέναντι στα κοινωνικά ιερά και όσια. Και αυτό ακόμα και αν πολλές φορές η εκτέλεση έπασχε: στις ελληνόφωνες δημιουργίες τους, τον «Κυνόδοντα» και τις «Άλπεις», έμοιαζαν να μην μπορούν να πάνε μέχρι τέλους τα όσα ήθελαν να πουν. Η μετάβασή τους στο εξωτερικό ωστόσο, τους απελευθέρωσε για τα καλά, μάλλον βρέθηκαν στο ιδανικό περιβάλλον: τόσο ο «Αστακός» όσο και ο «θάνατος του ιερού ελαφιού» ήταν αριστουργηματικές εκτελέσεις αληθινά ριζοσπαστικών αντιλήψεων. Δεν μπορούσες παρά να παραδεχθείς ότι αυτό το σινεμά που έκαναν, θρασύτατο και γεμάτο επιθετικότητα, ήταν μια τόσο εμπνευσμένη προσθήκη στο σινεμά της εποχής μας που προοριζόταν να γράψει ιστορία.
Όλα αυτά πάνε περίπατο στο «The Favourite». Το κοινωνικό σχόλιο είναι φυσικά και πάλι εδώ και έχει να κάνει με την ματαιότητα της συνεχόμενης προσπάθειας για κοινωνική ανέλιξη, όμως δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε σε επίπεδο περιεχομένου με τον «Αστακό» και τον «θάνατο του ιερού ελαφιού (μπροστά στη θεματική του υπαρξιστικού συναισθήματος για ελευθερία και το αδιάλλακτο υψωμένο μεσαίο δάκτυλο στον θεσμό της οικογενειακής εστίας, αυτό για το οποίο μιλάει το «The Favourite» είναι αντικειμενικά αρκετά κοινότυπο και ειπωμένο) αλλά ούτε και σε επίπεδο εκτέλεσης: εδώ οι απόψεις του Λάνθιμου εκτίθενται σχετικά διεκπεραιωτικά διότι ο 48χρονος σκηνοθέτης θέλει να επικεντρωθεί αποκλειστικά στα όσα φαίνονται σε πρώτο επίπεδο και όχι να βουτήξει στις δεύτερες και τις τρίτες αναγνώσεις που θα μπορούσαν να καθορίζουν την ταινία του.
Με απλά λόγια, στο «Τhe Favourite» βλέπουμε έναν Λάνθιμο που είναι εξαιρετικός αλλά (και αυτό μας χαλάει αρκετά με βάση το παρελθόν του) «κανονικός» σκηνοθέτης. Φυσικά, είναι δικαίωμα κάθε καλλιτέχνη να κάνει στροφές στην καριέρα του και να μεταλλάσσεται. Ο Λάνθιμος άλλωστε μπορεί να είναι ένας πρωτοκλασσάτος χολιγουντιανός δημιουργός και το να το διεκδικήσει το άνοιγμα σε ευρεία κοινά εδραιώνοντας το προφίλ του οσκαρικού αλλά προβληματισμένου auteur είναι αποδεκτό – αν το γουστάρει. Στο κίνημα που λέγεται σινεμά ωστόσο υπάρχουν εσωτερικές επαναστάσεις και ο Λάνθιμος φαίνεται να την αφήνει μισή την επανάσταση που ξεκίνησε πριν 8 χρόνια.
Αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς ότι ταυτόχρονα με το μεγάλο άλμα του Λάνθιμου στην αμερικάνικη κινηματογραφική βιομηχανία, ο Φιλίππου υπέγραφε τον «Οίκτο», μια φιλοσοφική σπουδή πάνω στην μοναξιά, συνεχίζοντας -χωρίς τον Λάνθιμο αυτή τη φορά- το άνοιγμα γενναίων, κινηματογραφικών συζητήσεων, το ερώτημα έρχεται αυθόρμητα στα χείλη μας: μήπως χωρίς τον Φιλίππου, το μάτι του Λάνθιμου δεν γυαλίζει ιδιαίτερα;