Έξι κοστουμαρισμένοι άντρες κάθονται σε ένα φαστφουντάδικο και μιλάνε. Είναι ξεκάθαρο από την όψη τους και ο κινηματογράφος αυτά μας τα έχει μάθει από την πρώτη δημοτικού: αυτοί οι τύποι είναι γκάνγκστερς.
Αλλά δεν μιλάνε για αυτά που κατά βάση μιλάνε οι γκάνγκστερς στο σινεμά, αντίθετα, μιλάνε για την Μαντόνα. «Το Like a virgin είναι ένα τραγούδι για ένα ευαίσθητο κορίτσι», θα πει αφελώς ένας από αυτούς. «Αυτά πες τα στους τουρίστες, το Like a virgin είναι ένα τραγούδι (σ.σ. ας αυτολογοκριθούμε…) για μεγάλα πέη», θα απαντήσει ένας άλλος.
Και κάπως έτσι, ο Κουέντιν Ταραντίνο στις αρχές των 90s συστήθηκε στο κινηματογραφικό κοινό και από τον πρώτο διάλογο της πρώτης του ταινίας, του θρυλικού αριστουργήματος «Reservoir Dogs», το έκανε ξεκάθαρο: είχε έρθει στο Χόλιγουντ για να μιλήσει μια νέα κινηματογραφική γλώσσα, για να επαναπροσδιορίσει το σινεμά το ίδιο. Ο Ταραντίνο και τα όσα έκανε στα εξαιρετικά εμπνευσμένα 90s του δημιούργησαν αληθινή κινηματογραφική σχολή.
Fast forward από το 1992 στο 2019: Η 9η ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο (μιας και θέλει να αντιλαμβανόμαστε ως μια ταινία τα «Kill Bill») μόλις έκανε πρεμιέρα στα ελληνικά σινεμά. Ο Ταραντίνο του «Reservoir Dogs» και ο Ταραντίνo του «Κάποτε στο Χόλιγουντ» είναι -αντικειμενικά- δυο πέρα για πέρα διαφορετικές όψεις του ίδιου δημιουργού:
το πάλαι ποτέ «κακό παιδί του Χόλιγουντ» έχει κρατήσει μεν ένα κομμάτι της αιρετικής του ματιάς αλλά πλέον αποτελεί έναν σκηνοθέτη που κινείται σε εντελώς άλλα μήκη κύματος. Λογικό: οι άνθρωποι εξελίσσονται και ο Ταραντίνο είναι και αυτός άνθρωπος όσο και υπήρξε μια εποχή αμφιβάλλαμε κομματάκι για αυτό (με την καλή έννοια πάντα).
Το πραγματικό ερώτημα αναφορικά με αυτόν ωστόσο είναι αν αυτή η μετεξέλιξή του είχε σαν αποτέλεσμα την νόθευση της θαυμαστής έμπνευσής του ή αν πνίγηκε σε μια μανιέρα που εν τέλει τον έκανε επαναλαμβανόμενο και αποδυνάμωσε το αιχμηρό περιεχόμενο των ταινιών του. Από το «Kill Bill» και μετά οι δειλές κριτικές προς το πρόσωπό του άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους στα πηγαδάκια των απανταχού σινεφίλ αλλά σπανίως αυτές ξέφευγαν από την ένταση ψιθύρου. Άλλωστε, πραγματικά κακή ταινία δεν παρέδωσε ποτέ και όταν έχεις δημιουργήσει φανατικούς οπαδούς γύρω από την υπόστασή σου, δύσκολα αρθρώνεται εναντίον σου η κατηγορία πως πλέον κάνεις μέτριες ταινίες.
Το «Κάποτε στο Χόλιγουντ» αναπόφευκτα παίρνει μπόλικες διθυραμβικές κριτικές, αυτονόητα κάνει πολλούς θεατές-οπαδούς να γουστάρουν απεριόριστα. Αλλά, για πρώτη φορά στα 27 χρόνια κινηματογραφικής του παρουσίας, ο Ταραντίνο βλέπει μια ταινία του, από ένα άλλο και μάλιστα αρκετά μεγάλο κομμάτι του κινηματογραφικού κοινού, να χαρακτηρίζεται «βαρετή».
Το σοκ για έναν τέτοιο χαρακτηρισμό θα ήταν πολύ μεγάλο αλλά στην πραγματικότητα, δεν είναι: το χαλί έχει στρωθεί για μια τέτοια αποκαθήλωση εξαιτίας των τελευταίων του ταινιών. Τώρα, που παραδίδει την πιο αδύναμη ταινία του, οι φωνές αυτές απλά απενοχοποιούνται.
Το κοφτό και σπιντάτο μοντάζ είναι πλέον παρελθόν: η αφήγηση του Ταραντίνο είναι πλαδαρή, αδικαιολόγητα «απλωμένη» σε τρίωρα έργα που τραβιούνται με το ζόρι για να μεγαλώσει η διάρκειά τους. Οι νευρώδεις διάλογοι έχουν δώσει τη θέση τους σε ατελείωτες φλυαρίες. Ας μην κρυβόμαστε: όλα αυτά ισχύουν στις τελευταίες ταινίες του Ταραντίνο. Αλλά στην τελευταία του ήρθε και η καθοριστική βολή, κάτι που κανείς δεν μπορούσε να το προσάψει: το σενάριο είναι απλά κακό, κάκιστο.
Ο στόχος του μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από ενδιαφέρον: το να μιλήσει για την ιστορία των 60s στο Χόλιγουντ κάνοντας σαρκαστικούς σχολιασμούς και ταυτόχρονα, γράφοντάς την εκ νέου σαν παραμύθι είναι όραμα που δεν θα μπορούσε να έχει ένα κοινό μυαλό. Και το να γνωρίζει κανείς την ιστορία της δολοφονίας της Σάρον Τέιτ από την διαβολική «Οικογένεια Μάνσον» είναι προϋπόθεση για να γίνει αντιληπτός στην ολότητά του ο σχολιασμός του Ταραντίνο. Το γεγονός ωστόσο ότι ορισμένοι «αδιάβαστοι» θεατές δεν θα καταλάβουν τις προθέσεις του, δεν αναιρεί πως η ταινία έχει πυρηνικά προβλήματα.
Το σενάριο είναι τόσο κακογραμμένο που η κεντρική ιδέα, ενώ ξεκάθαρα υπάρχει, αγνοείται χαρακτηριστικά. Αδύναμος ο Ταραντίνο να την στηρίξει με μια έναν καλοδομημένο σεναριακό σκελετό, αποδίδεται σε επιμέρους ιστορίες που άνετα θα μπορούσαν να είναι ταινίες μικρού μήκους αλλά ενταγμένες σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, μοιάζουν ως τα ασύνδετα κομμάτια ενός μεγάλου παζλ.
Η ακαταμάχητη επιθυμία του να αποδώσει φόρο τιμής στις 60s επιρροές δεν εντάσσεται οργανικά στην ταινία αλλά αντίθετα, καταλήγει να καπελώνει την όλη πλοκή και τελικά, το πρωτότυπο φινάλε μένει έωλο και αδιάφορο γιατί η υπόλοιπη ταινία δεν έχει καταφέρει να το στηρίξει.
Το «Κάποτε στο Χόλιγουντ» είναι μια βαρετή ταινία, ένα φιλμ που θα μπορούσε να θεωρηθεί μια κακή και ανέμπνευστη προσπάθεια μίμησης του Ταραντίνο. Και κατά μια άλλη οπτική, πρόκειται για την αναμενόμενη κατάληξη μιας καριέρας που μοιάζει να έχει πάρει την κάτω βόλτα εδώ και καιρό και ας είχε απλωθεί πέπλο προστασίας πάνω από τον 56χρονο σκηνοθέτη εξαιτίας του άκρατου φανμποϊσμού που είχε δομηθεί γύρω του.
Ναι, δεν υπάρχει καμία περίπτωση: τα «Reservoir Dogs», «Pulp Fiction» και «Jackie Brown» θα αποτελούν για πάντα ταινίες-τοτέμ του παγκόσμιου σινεμά και της ποπ κουλτούρας εν γένει. Ναι, θα επιστρέφουμε συχνά πυκνά στα «Kill Bill» γιατί είναι απολαυστικότατα. Αλλά με τις μέτριες και (στην περίπτωση του «Κάποτε στο Χόλιγουντ») κακές ταινίες του Ταραντίνο να είναι τόσες όσα και τα διαμάντια του, ίσως να πρέπει πια να το πούμε χωρίς φόβος και χωρίς πάθος: μήπως ο Ταραντίνο είναι κομματάκι υπερτιμημένος; Ήρεμα ρωτάμε…