Είναι αναμφισβήτητο: όπως 11 χρόνια πριν, έτσι και αυτές τις μέρες, υπάρχει ένα όνομα που αναφέρεται ξανά και ξανά στις συζητήσεις των παρεών σε όλες τις μεγάλες πόλεις του πλανήτη. Είναι το όνομα ενός τύπου που όταν αποφασίζει να δράσει γίνεται αυτόματα και το νούμερο 1 θέμα συζήτησης από τη μια άκρη του κόσμου ως την άλλη, που προκαλεί αμηχανία, τρόμο και μια ανάγκη εξερεύνησης της ίδιας της ύπαρξής του. Τον λένε Τζόκερ.
Ο θρυλικός villain της υπερηρωικής μυθολογίας, ακριβώς μια δεκαετία και ένα χρόνο μετά την εμβληματική του κινηματογραφική παρουσία στο «Dark Knight» όχι απλά επέστρεψε στις μεγάλες οθόνες μέσω της καταπληκτικής ερμηνείας του Χοακίν Φίνιξ (όχι, δεν ξεχάσαμε τον Τζάρεντ Λέτο -αν και προσπαθούμε- απλά αρνούμαστε να τον αναφέρουμε) αλλά το έκανε και μέσω μιας ταινίας που αναμφισβήτητα αποτελεί τομή για το υπερηρωικό είδος στο οποίο εντάσσεται.
Είναι πολλές οι κρίσεις που λένε πως το «Joker» είναι η αφετηρία για μια νέα εποχή του υπερηρωικού σινεμά, μια εποχή πιο βαθυστόχαστη, η οποία έρχεται να προσεγγίσει μια παράδοση υπαρκτή όσον αφορά το πρωτογενές υλικό (τα κόμιξ δηλαδή) που όμως μέχρι στιγμής το Χόλιγουντ υπήρξε φοβικό να προσεγγίσει, αντιλαμβανόμενο τα comics movie περισσότερο ως χήνα με τα χρυσά αυγά και λιγότερο ως αληθινό κινηματογραφικό υλικό.
Ακόμα και η καταπληκτική «Dark Knight Trilogy» του Κρίστοφερ Νόλαν, ένα franchise που προσέγγισε πιο πολύ από οποιοδήποτε άλλο συγγενικό του την εν λόγω παράδοση, φρόντισε περίτεχνα να ισορροπήσει ανάμεσα στις έννοιες του «κινηματογραφικού έργου» και του «χολιγουντιανού προϊόντος». Οκ, κάθε αμερικάνικη ταινία είναι «χολιγουντιανό προϊόν» αλλά το «Joker» είναι η πρώτη ταινία του είδους που επιχειρεί να μην πάρει σοβαρά αυτό τον παράλληλο χαρακτηρισμό. Το κάνει καλά; Για κάποιους ναι. Για κάποιους όχι. Το δεδομένο είναι ένα: το κάνει.
Υπό αυτή την έννοια, η σημασία της εν λόγω ταινίας είναι τόσο έντονη που υπερβαίνει τις συζητήσεις για το αν άρεσε σε κάποιους ή όχι: αυτό άλλωστε, όπως συμβαίνει και με κάθε έργο τέχνης, είναι υποκειμενικό. Η αληθινή σημασία της ταινίας έγκειται στο αντικειμενικό γεγονός ότι μετουσιώνει τις ταινίες του είδους, για πρώτη φορά στην ιστορία του, σε μια οικουμενική κατάσταση για τους κινηματογραφόφιλους του πλανήτη: για πρώτη φορά, μια τέτοια ταινία δεν είναι φτιαγμένη για ένα ειδικό (πολυπληθές φυσικά αλλά όπως και να έχει ειδικό) κοινό. Την είδαν, την βλέπουν, θα την δουν άνθρωποι που καμία σχέση δεν έχουν με την geek κουλτούρα.
Μια άλλη αναμφισβήτητη αλήθεια αναφορικά με το «Joker» είναι πως -όπως συνέβη και με την μηδενιστική εκδοχή του προκατόχου του ρόλου, Χιθ Λέντζερ- καταφέρνει να χτίσει έναν χαρακτήρα γεμάτο εσωτερικές συνδηλώσεις, που απηχούν στα κοινωνικά σημεία των καιρών μας. Να άλλη μια τεράστια συζήτηση αναφορικά με το «Joker» που υπερβαίνει το κλασικό δίπολο «μου άρεσε» – «δεν μου άρεσε», που συνήθως διακατέχει ταινίες συγγενικές ως προς αυτό.
Οι κριτικές ως προς την αξία της ταινίας γέρνουν μονόπατα: οι περισσότερες μιλάνε για αριστούργημα, για την ταινία της χρονιάς. Άλλες είναι πιο διστακτικές: δεν συμφωνούν με τον ενθουσιασμό, θεωρούν μέτρια ή και κακή την ταινία, λένε πως γίνεται πολύς ντόρος για το τίποτα. Ορισμένες εξ’ αυτών των κριτικών που αποστασιοποιούνται από τον ενθουσιασμό ωστόσο, κάνουν κομμάτι της κριτικής τους τα άνωθεν συμπεράσματα αναφορικά με την βαρύτητα της ταινίας.
Δεν είναι κακό να διαφωνούμε για το σινεμά, ίσα-ίσα: πρέπει να διαφωνούμε. Κάθε διαφωνία ωστόσο, για να έχει ουσία και κυρίως, να την παίρνουν σοβαρά και τα δυο κομμάτια της, οφείλει να τηρεί έναν βασικό κανόνα: να μην βασίζεται στην αντίδραση αλλά στα δομημένα επιχειρήματα. Μια τρίτη κατηγορία κριτικών προς το «Joker» αγνοεί επιδεικτικά αυτόν τον κανόνα: κάνει σημαία της την αντιδραστικότητα και δεν νιώθει καν την ανάγκη να χρησιμοποιήσει επιχειρήματα.
Υπάρχει ένα είδος διαδικτυακού «θαψίματος» προς το «Joker» (αρκεί να κάνει κανείς ένα γύρο στις αγγλόφωνες και ελληνόφωνες κριτικές για να το διαπιστώσει) που διακατέχεται με εξόφθαλμο τρόπο από μια διάθεση διαχωρισμού από αυτό που αρέσει στη μάζα. Αλλά όσο δικαιολογημένη και αν πολλές είναι αυτή η τάση άλλο τόσο μεγαλύτερη σημασία ως προς την εγκυρότητά της, έχει το να προσπαθείς να δομείς ουσιαστικά επιχειρήματα: το να πηγαίνεις κόντρα στην μάζα είναι σεβαστό αλλά δύσκολο, απαιτεί να μην μιλάς σαν αντιδραστικός έφηβος.
Το «Joker» είναι αντικειμενικά μια σημαντική ταινία. Και αυτό είτε την γούσταρε κάποιος είτε όχι: η φασαρία που σηκώνει είναι που την κάνει σημαντική. Όσοι θέλουν να αντιτεθούν στην αξία της -και αν το νιώθουν είναι προφανώς, δικαίωμά τους να το κάνουν- πρέπει ταυτόχρονα, να λαμβάνουν υπόψη και τη σημασία της. Δύσκολη αποστολή, ναι. Αλλά έτσι είναι τα πράγματα που καταλαμβάνουν τόσο πολύ χώρο στο δημόσιο διάλογο: απαιτητικά.
Η απαξίωση του «Joker» με χαρακτηρισμούς όπως «μούφα», «απογοητευτικό» και άλλα τέτοια, όταν αυτοί οι χαρακτηρισμοί δεν εμπλουτίζονται με μια συνεισφορά (προφανώς σε επίπεδο αντιλόγου με την κυρίαρχη τάση που καραγούσταρε με το φιλμ) με τη συνολική συζήτηση όσον αφορά την ταινία, η οποία -ας το ξαναπούμε- έχει την ιδιαιτερότητα να ξεπερνάει την στείρα αξία της και να επεκτείνεται σε περεταίρω συζητήσεις, αποτελεί στην πραγματικότητα απόσυρση από τη συζήτηση και κατ’ επέκταση την όποια ουσιαστική διαφωνία.
Πόσο κρίμα να είσαι κριτικός κινηματογράφου, να έχεις αφιερώσει δηλαδή τη ζωή σου στο να μιλάς για ταινίες, και όταν μια ταινία προκαλεί ευρύτερες συζητήσεις, εσύ από αντιδραστικότητα να αποσύρεσαι από αυτές. Στην χειρότερη δείχνει (ας είμαστε ευγενικοί) αδυναμία, στην καλύτερη λειτουργεί ως αστείο.
Βέβαια κάποιοι δεν το πιάνουν…