Το καλοκαίρι του 1984, η Νάπολι πραγματοποίησε την πιο ιστορική μεταγραφή της ιστορίας της. Ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα ήταν μόλις 24 χρονών όταν πατούσε το πόδι του στην πιο φτωχή πόλη της Ιταλίας για να αγωνιστεί στην τοπική ομάδα έπειτα από ένα άκρως αποτυχημένο πέρασμα από την Μπαρτσελόνα.
Οι δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι που τον περίμεναν κατά την άφιξή του, τον προσέδωσαν από την πρώτη του μέρα στην Ιταλία τον χαρακτηρισμό που θα τον ακολουθούσε για όλη του την ζωή: Θεός. Όταν επτά χρόνια αργότερα, ο Μαραντόνα έφυγα δια παντός από την Νάπολι, έχοντας κατακτήσει με την φανέλα της δυο πρωταθλήματα, ένα κύπελλο και ένα UEFA, τα πράγματα έμοιαζαν πλήρως αντεστραμμένα.
Στα 31 του πια ο Μαραντόνα δεν ήταν το αθώο και ρομαντικό παιδί που είχε κάνει την εμφάνισή του στην Ιταλία. Το πάθος του για την κοκαΐνη ανταγωνιζόταν το πάθος του για την μπάλα, η τοπική κοινωνία είχε πάψει να τον λατρεύει, περισσότερο έμοιαζε κουρασμένη από τα καπρίτσια του και τις ιδιαιτερότητές του. Ο ίδιος είχε πάψει να εκστασιάζεται με το να σκοράρει για τον λαό της, ήθελε να αλλάξει παραστάσεις. Ο Μαραντόνα ήρθε εν μέσω πολυκοσμίας και έφυγε μόνος του…
Αυτή την ταραχώδη περίοδό του, την πιο δημιουργική στην καριέρα του, αποτυπώνει το «Diego Maradona», το ντοκιμαντέρ του Ασίφ Καπάντια που έκανε τρομακτική εντύπωση στο περασμένο κινηματογραφικό φεστιβάλ Καννών και σύντομα καταφθάνει και στις ελληνικές αίθουσες. Πρόκειται για μια δουλειά τόσο εντυπωσιακή που ορισμένες φορές ξεχνάς πως βλέπεις ντοκιμαντέρ και νομίζεις πως παρακολουθείς μυθοπλαστική ταινία: τόσο πρωτότυπο είναι το υλικό.
Για παράδειγμα, υπάρχει ένα στιγμιότυπο στο οποίο ο Μαραντόνα μπαίνει στο γήπεδο για προπόνηση, πλησιάζει έναν φωτογράφο που βρίσκεται εκεί και του λέει: «Αν σε ξαναδώ να παραφυλάς έξω από το σπίτι μου για να με βγάλεις φωτογραφία, θα σου σπάσω το κεφάλι». Ο φωτογράφος του απαντάει: «Ντιέγκο, όπως κάνεις εσύ την δουλειά σου, έτσι την κάνω και εγώ». Και ο Μαραντόνα του δίνει ένα χαλαρό αλλά επιθετικό χαστούκι λέγοντας την τελευταία του κουβέντα πριν απομακρυνθεί από αυτόν: «Μην πεις ότι δεν σε προειδοποίησα».
Είναι πραγματικά να αναρωτιέται κανείς πως κατάφερε να συγκεντρώσει τόσο δύσβατο υλικό ο Καπάντια: είναι λες και τα στιγμιότυπα που μας δείχνει από την συγκεκριμένη περίοδο του Μαραντόνα να είναι το περιεχόμενο κάποιου reality show, λες και πρόκειται για εικόνες αποκλειστικά συγκεντρωμένες για το ψυχογράφημα που θέλει να στήσει.
Μεγάλο κομμάτι της αφήγησης της ταινίας καταλαμβάνουν τα λόγια του Φερνάντο Σινιορίνι, του προσωπικού γυμναστή του Μαραντόνα στην Νάπολι, ο οποίος είχε αναλάβει τον μετασχηματισμό της φυσικής κατάστασης του Αργεντινού ώστε αυτός να προσαρμοστεί στις ειδικές συνθήκες του ιταλικού πρωταθλήματος μετά το πέρασμά του από την Μπαρτσελόνα.
Κάποια στιγμή στο ντοκιμαντέρ, ο Σινιορίνι λέει: «Υπήρχαν δύο άνθρωποι στο σώμα αυτού του ποδοσφαιριστή. Ο ένας ήταν ο Ντιέγκο. Ο άλλος ήταν ο Μαραντόνα. Ο Ντιέγκο ήταν ένα ρομαντικό παιδί, που απλά χαιρόταν να παίζει μπάλα. Ο Μαραντόνα ήταν ένας επαγγελματίας σούπερ σταρ, που έπρεπε διαρκώς να δείχνει ατσαλάκωτος και ανίκητος. Κάποια στιγμή του είχα πει ότι με τον Ντιέγκο θα πήγαινα μέχρι την άλλη άκρη του κόσμου. Με τον Μαραντόνα δεν θα έκανα ούτε βήμα. Και εκείνος μου είχε απαντήσει: “Ναι, αλλά χωρίς τον Μαραντόνα, ο Ντιέγκο θα έμενε σε κάποια παράγκα”».
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, γίνεσαι μάρτυρας αυτής της διπλής φύσης του Μαραντόνα, αυτού του συνδυασμού ανάμεσα στο φως της ποδοσφαιρικής ιδιοφυΐας που τον διακατείχε και την σκοτεινιά σε μια σειρά από άλλα επίπεδα που τον καθόριζε: από τη μια τα φοβερά και τρομερά πράγματα που έκανε μέσα στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου, από την άλλη η σχέση του με την τοπική μαφία, η εξάρτησή του από τα ναρκωτικά, το σκάνδαλο με τον εξώγαμο γιο του, που πέρασαν πολλά χρόνια για να αναγνωρίσει, όλη η αντίφαση ανάμεσα στον «Ντιέγκο» και τον «Μαραντόνα» είναι η σπονδυλική στήλη της ταινίας.
Βλέπεις την ταινία και αναρωτιέσαι διαρκώς αν μέσα στον σημερινό Μαραντόνα, αυτόν που έχει γίνει ο ορισμός του γραφικού, που πληρώνεται από την FIFA για να χοροπηδά στα μουντιαλικά παιχνίδια της Αργεντινής, υπάρχει ακόμα κάποιο ίχνος από τον ρομαντικό Ντιέγκο ή αν ο κυνικός σούπερ σταρ Μαραντόνα έχει «σκοτώσει» για τα καλά τον παράλληλο, ιδιοφυή ποδοσφαιρικά εαυτό του.
Μάλλον άλλωστε, αυτή η μόνιμη αμφιβολία για το ποιος από τους δυο εαυτούς του επικρατεί κατά περίπτωση πάνω στον άλλο, είναι και ο λόγος που έχει κάνει όλο τον ποδοσφαιρικό πλανήτη να ασχολείται με την πάρτη του εδώ και 40 χρόνια…