Είδαμε πολύ καλό σινεμά μέσα στο 2019, πρέπει να το παραδεχθούμε αυτό. Ειδικά, από το καλοκαίρι και μετά, την περίοδο δηλαδή που είναι κοινό μυστικό πως βγαίνουν μαζεμένες οι ταινίες με τις μεγαλύτερες βλέψεις για αναγνωρισιμότητα και βραβεία, είχαμε πλεόνασμα καλού σινεμά.
Από το «Joker» που έχει σηκώσει τόσο έντονες και βαθιές συζητήσεις που αναπόφευκτα αποτελεί τη πιο σημαντική ταινία της χρονιάς (και αυτό ανεξάρτητα από τις κρίσεις του καθενός για την υποκειμενική αξία της) μέχρι το «Parasite» που τρέλανε κόσμο και κοσμάκη αφού πρώτα κατέκτησε τις Κάννες κατακτώντας τον Χρυσό Φοίνικα και από εκεί στο magnus opus του Μάρτιν Σκορτσέζε, τον «Ιρλανδό», άπαντες θεωρούσαμε πως η τριάδα των φαβορί των Όσκαρ έχει συμπληρωθεί με αυτές τις ταινίες.
Αλλά ακόμα και αν ήταν να σπάσει αυτή η τριάδα, η χρονιά έβγαλε τόσες καλές ταινίες που ακόμα και ορισμένα ισχυρά αουτσάιντερ μπορούμε να σκεφτούμε. Όπως το γλυκόπικρα συγκινητικό «Marriage Story» ή το καταπληκτικό «Midsommar». Γενικά, οσκαρικές ταινίες φέτος υπάρχουν. Τόσες που είναι κρίμα που μόλις μία μπορεί να βραβευτεί με την κατηγορία της καλύτερης ταινίας.
Όταν λοιπόν βγήκαν οι αποδόσεις αναφορικά με τα φαβορί για το Όσκαρ καλύτερης ταινίας, ακόμα και οι μεγαλύτεροι θαυμαστές του Κουέντιν Ταραντίνο, ακόμα και αυτοί που τρελάθηκαν με την τελευταία του ταινία, το «Κάποτε στο Χόλιγουντ», που σε γενικές γραμμές δίχασε μέχρι εκεί που δεν πήγαινε, ξαφνιάστηκαν. Διότι το γεγονός πως το «Κάποτε στο Χόλιγουντ» είναι αυτή τη στιγμή και βάση αποδόσεων από την πλευρά των στοιχηματικών εταιριών, το φαβορί για το χρυσό αγαλματάκι καλύτερης ταινίας, είναι μια μεγάλων διαστάσεων υπερβολή ακόμα και για εκείνους που τo αποθέωσαν όταν βγήκε στους κινηματογράφους.
Η τελευταία ταινία του Ταραντίνο είναι αναμφίβολα μια ιδιαίτερη δημιουργία. Τόσο ιδιαίτερη που πολλοί δεν δίστασαν να πουν ευθέως πως πρόκειται για μια πολύ βαρετή ταινία. Ακόμα και όσοι την γούσταραν παραδέχθηκαν πως επρόκειτο για μια τόσο εμμονική και προσωπική ταινία από τον Ταραντίνο που δύσκολα μπορεί να γίνει επικοινωνηθεί σε ένα ευρύτερο κοινό: μόνο σε όσους μπορούσαν να ταυτιστούν με τα σκαλώματα του ίδιου του Ταραντίνο.
Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που οι (διαδικτυακές ή δια ζώσης) συζητήσεις γύρω από τη συγκεκριμένη ταινία είχαν εξαιρετικά περιορισμένη διάρκεια. Σε αντίθεση με όλες τις υπόλοιπες ταινίες της λίστας που το περιεχόμενό τους συζητιέται ακόμα και μήνες μετά την αρχική προβολή τους, ακόμα και όταν το hype τους εξαντλήθηκε, το «Κάποτε στο Χόλιγουντ» εξάντλησε πάρα πολύ γρήγορα όλη την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Και αυτό επειδή, ακριβώς, δεν υπάρχουν και πολλά να ειπωθούν γύρω από την ταινία.
Σε μια εποχή, που αυτό που ορίζει τις σημαντικές ταινίες και τις διαχωρίζει από τις ασήμαντες είναι το εύρος των συζητήσεων που προκαλούν, η αδυναμία του «Κάποτε στο Χόλιγουντ» να κρατήσει ζωντανό ένα διάλογο γύρω από το περιεχόμενό του, που να υπερβαίνει χρονικά την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του, είναι μεγάλη αποτυχία. Ναι, στην τέχνη το γούστο είναι κάτι υποκειμενικό αλλά ορισμένα αντικειμενικά στοιχεία συνεχίζουν να υπάρχουν: το γεγονός ότι αν δεν υπήρχε η είδηση για τις αποδόσεις της τελευταία ταινίας του Ταραντίνο, θα είχαμε ξεχάσει την ύπαρξή της είναι τόσο μια καραμπινάτη όσο και μια αντικειμενική απόδειξη υπερτιμημένης ταινίας.
Εντάξει, ο Ταραντίνο είναι αγαπημένο παιδί του mainstream Χόλιγουντ και ας πρόκειται για κάποιον που, από συνήθεια πλέον και μόνο, συνεχίζει να κουβαλάει τον χαρακτηρισμό του «κακού παιδιού» και αιρετικού σκηνοθέτη. Ας είμαστε ειλικρινείς: είναι πλέον ένας από τους πιο χαϊδεμένους δημιουργούς της εν λόγω βιομηχανίας, που κάθε του ταινία αποθεώνεται επειδή απλά είναι δική του. Αλλά το να πάρει Όσκαρ για το τελευταίου του δημιούργημα θα είναι υπερβολή μεγατόνων.