Αν ο κόσμος μπορούσε να προοδεύσει μόνο από τις ιδέες, τότε πιθανότατα σήμερα δεν θα υπήρχε κανένας κορωνοϊός και θα ήμασταν όλοι μας πλούσιοι, θα είχαμε κερδίσει τον θάνατο και πολλά ακόμα.
Όμως, ευτυχώς, οι ιδέες δεν είναι αρκετές. Πρέπει να υπάρχει κι ένας άνθρωπος να τις εφαρμόσει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο. Αποτελεσματικό όχι μόνο στο κοντινό μέλλον, αλλά σε βάθος χρόνου.
Αυτή η πάγια αρχή ισχύει απόλυτα στη μυθοπλασία. Οι άνθρωποι παράγουν καθημερινά άπειρες ιδέες που θα μπορούσαν να γίνουν blockbusters ή να προκαλέσουν τέτοια συζήτηση όση προκάλεσε το φινάλε του Game of Thrones. Λίγοι είναι αυτοί που τις βάζουν κάτω για να τις εξελίξουν και ακόμα λιγότεροι αυτοί που τις εξελίσσουν με τρόπο που κάτι έχει να σου πει.
Όσοι από εσάς έχετε δει το Into the Night στο Netflix, μπορούμε να συμφωνήσουμε μαζί πως μιλάμε για μια από τις πιο genuine ιδέες στη μυθοπλασία των τελευταίων πληθωρικών ετών. Μια ιδέα βέβαια που δεν ανήκει καν στον σεναριογράφο, αλλά βασίζεται στο βιβλίο του Πολωνού Γιάτσεκ Ντουκάι.
Αυτό μας οδηγεί στη δεύτερη συμφωνία. Μιλάμε όμως ταυτόχρονα και για μια από τις χειρότερες σεναριακές δουλειές που έχουμε δει, με τον Τζέισον Τζορτζ, τον περί ου ο λόγος σεναριογράφο, να γλυτώνει προς το παρόν την αποδόμηση όλης του της σεναριακής ικανότητας, μπας και μπορέσει να επανορθώσει γι΄αυτό που είδαμε.
Into the Night είναι ο τίτλος και εξηγείται από το ότι ένα αεροπλάνο καλείται να ταξιδέψει μόνο σε μέρη που έχουν νύχτα, γιατί αν πέσει σε ήλιο, τότε θα πεθάνουν όλοι. Αυτό γιατί ξαφνικά μια ημέρα ο ήλιος αρχίζει να τους σκοτώνει όλους. Άρα θα πρέπει να ταξιδεύουν διαρκώς μπροστά από τον ήλιο σαν εμάς που όταν μας σήκωνε ο πατέρας το πρωί να πάμε εκδρομή ή διακοπές, μας έλεγε “θα σηκωθούμε πρωί για να έχουμε τον ήλιο στην πλάτη μας”.
Κι όπως με το οικογενειακό ταξίδι που μας έβρισκε να κοιμόμαστε πάνω σε μπαγκάζια με το κεφάλι στο τζάμι του Toyota 20ετίας και τον ήλιο να μας καίει τη μούρη, έτσι και το Into the Night μας βρήκε να κοιμόμαστε χωρίς να το καταλάβουμε.
Μια ραψωδία κακών ερμηνειών ακολουθείται από μια εποποιία σεναριακών κενών, τα οποία υπάγονται σε έναν παιάνα μη συνοχής. Κι όλα αυτά είναι κατά ένα μεγάλο ποσοστό απόρροια και της μικρής διάρκειας της σειράς. Δεν ξέρουμε αν στο Netflix είδαν πιο μεγάλη εκδοχή της με περισσότερα επεισόδια ή μεγαλύτερα σε διάρκεια και τα έκοψαν για να γλυτώσουν κάπως μπάτζετ.
Πάντως ιδιαίτερη πλοκή δεν καταλαβαίνεις με τίποτα σε 6 επεισόδια των 40 λεπτών, στα οποία ο δημιουργός θεώρησε πως έχει κάποια σκοπιμότητα να τα ξεκινάει με μια σκηνή από τη ζωή κάποιου από το πλήρωμα πριν την Ημέρα Αποκάλυψης. Κι αν περιμένεις πως αυτή η αρχική σκηνή έχει κάποια σημασιολογική έννοια για την εξέλιξη του επεισοδίου, τότε κούνια που σε κούναγε. Μοιάζει σαν μια απεγνωσμένη προσπάθεια λογοτεχνικής πλαισίωσης των χαρακτήρων, για να δημιουργήσεις ένα προφίλ που να αιτιολογεί τις πράξεις τους, αλλά τζίφος.
Το μοναδικό ενδιαφέρον για το Into the Night σε όσους αντέξαμε ως το τέλος, είναι για το αν τελικά πεθαίνουν όλοι ή αν προσεδαφίζονται σε κάποιο νυχτερινό έδαφος και αρχίζει ένα παιχνίδι επιβίωσης. Ούτε κι αυτό. Μόνη κάπως δυνατή σκηνή αυτή που αφήνουν πίσω τους έναν από το πλήρωμα, ο οποίος βέβαια ήταν εκείνος που τους γλύτωσε ουσιαστικά. Λίγες ταινίες επιβίωσης να έχεις δει, μπορείς να παίξεις 3 φορές καλύτερα απ΄αυτούς που κλήθηκαν ως ηθοποιοί να ενσαρκώσουν τους ρόλους σε αυτή τη σειρά.
Το Into the Night έρχεται ως ακόμα ένας κρίκος σε μια μακριά αλυσίδα ευρωπαϊκών παραγωγών του Netflix, που είναι με τεράστια επιείκεια…πατάτες. Τι να θυμηθεί κανείς; Την απογοήτευση με το Berlin Dogs; Μήπως το τουρκικό Protector; Το Valhalla Murdes ή το Rain; Η σκληρή αλήθεια είναι πως η επένδυση της πλατφόρμας στην ευρωπαϊκή αγορά έχει δικαιολογηθεί μόνο από το Dark και από το Casa de Papel. Και στο δεύτερο μιλάμε μόνο για το εμπορικό κομμάτι. Όχι για την συνολική ποιότητα της σειράς.
Με το Into the Night θα κάνουμε καιρό να εκτιμήσουμε μια καλή σειρά πάντως…