Όταν πριν λίγες ημέρες γραφόταν τούτο το κείμενο για τις ταινίες που θα κυκλοφορήσει το Netflix μέσα στο 2021, το The Dig βρισκόταν πρώτο πρώτο.
Η παρουσία του δεν ήταν βασισμένη παρά σε μια διαίσθηση, η οποία πατούσε σαφώς πάνω στα χαρακτηριστικά της, δηλαδή την ιστορία, το καστ, το είδος. Αυτή η διαίσθηση όμως δεν μπόρεσε να πετύχει ακριβώς αυτό που δημιουργεί στον θεατή τελικά το The Dig.
Είναι σίγουρα κάτι πιο υψηλό και αυτό οφείλεται σε μια πληθώρα μικρών και μεγάλων πραγμάτων που κάνει το σενάριο της Μόιρα Μπουφίνι, η σκηνοθεσία του Σάιμον Στόουν και φυσικά οι ερμηνείες συνολικά του καστ, με τον Ρέιφ Φάινς και την Κάρι Μάλιγκαν να ξεχωρίζουν εκ των πραγμάτων.
Το The Dig είναι μια βιογραφική ταινία εποχής που έχει στόχο να αποδώσει φόρο τιμής στον αρχαιολόγο Μπάζιλ Μπράουν, ο οποίος λίγο πριν ξεκινήσει ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος, ο «πόλεμος του αέρος κι όχι του εδάφους» όπως τον αναφέρουν στην ταινία, έκανε μια ιστορική ανασκαφή στο Σάτον Χου, στα πέριξ της έπαυλης της Ίντιθ Πρίτι.
Στην ιστορία της ταινίας που βασίζεται στο βιβλίο του Τζον Πρέστον, η κ. Πρίτι προλαμβάνει τον Μπράουν για να κάνει μόνος του την ανασκαφή σε μια τεράστια έκταση χωραφιών στο σπίτι της, όπου διάφορα υπερυψωμένα σημεία δίνουν ένα δείγμα για το τι μπορεί να κρύβεται κάτω από το χώμα.
Ο Μπράουν κάνει την ανασκαφή μόνος του, με μόνη βοήθεια δύο νεαρά παλικάρια που ζουν κι εργάζονται για την Πρίτι. Αφού αρχίζει να υφαίνεται ένας πιο ανθρώπινος και βαθύς δεσμός μεταξύ των δύο, ειδικά μετά το χώμα που σκέπασε τον Μπράουν και παραλίγο να πεθάνει, αλλά και τον δεσμό που αναπτύχθηκε με τον γιο της Πρίτι, τον Ρόμπερτ, βλέπουμε πως αλλάζουν οι συνιστώσες των συναισθημάτων ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που φέρουν ένα παρελθόν άγνωστο για τον άλλον.
Ο Μπράουν φτάνει στην αποκάλυψη ενός θαμμένου πλοίου που είχε χρησιμοποιηθεί ως ταφικός τύμβος και αυτομάτως επεμβαίνουν στη διαδικασία οι μεγάλες αρχαιολογικές δυνάμεις από το Μουσείο του Ίπσουιτς και το Βρετανικό Μουσείο. Μια ομάδα 10 ατόμων σχεδόν ολοκληρώνει την ανασκαφή στην οποία βρίσκονται κτερίσματα, χρυσά κοσμήματα που υποδεικνύουν ότι η πρόβλεψη για τάφο των Βίκινγκς είναι άστοχη και πρόκειται για αγγλοσαξονικό τάφο που ανάγεται στις αρχές του Μεσαίωνα.
«Ο σκοτεινός Μεσαίωνας δεν είναι μια σκοτεινός» αναφωνεί μεταξύ μπύρας και σκοτεινής παμπ ο επικεφαλής Τσαρλς Φίλιπς.
Αυτός είναι ο πυρήνας της ιστορίας, όμως γύρω της συμβαίνουν μια σειρά από πράγματα. Η Ίντιθ Πρίτι έχει αγχώδεις διαταραχές σε βαθμό επικίνδυνο που της έχουν προκαλέσει δύο καρδιακά επεισόδια, με τον γιατρό να την προειδοποιεί πως το τρίτο θα είναι το μοιραίο.
Η νεαρή Πέγκι Πίγκοτ, αρχαιολόγος, βιώνει την σωματική απόρριψη από τον σύζυγο της Στούαρτ, ο οποίος κατά τη διάρκεια της ανασκαφής καταλαβαίνει πως πια δε μπορεί να κοροϊδεύει τον εαυτό του για το ότι είναι με γυναίκα και ερωτεύεται έναν νεαρό συνάδελφο.
Ο μικρός Ρόμπερτ, καθώς ο πατέρας του είναι νεκρός, θεωρεί χρέος του να προστατεύσει τη μητέρα του, αλλά διαλύεται ψυχολογικά όταν βλέπει τι αντιμετωπίζει εκείνη, ενώ παράλληλα μέσα του είναι ένας αθεράπευτος εξερευνητής του σύμπαντος.
Ο Μπάζιλ Μπράουν δέχεται σιωπηλά το «σπρώξιμο» των άλλων αρχαιολόγων από τη θέση του υπεύθυνου της ανασκαφής και αυτού στον οποίο αξίζουν τα εύσημα για τα ευρήματα και βάζει κάτω απ΄όλα την αγάπη του για την ανακάλυψη και τον σεβασμό προς την Πρίτι.
Και τέλος, ο πόλεμος. Δεν είναι μόνο ότι η ανασκαφή επισπεύδεται για να προλάβουν έναν πόλεμο που θα την παύσει. Είναι κι αυτή η απίστευτα πιστή απόδοση του συναισθήματος μιας παγκόσμιας γενιάς που έχει μόλις επιβιώσει από έναν Παγκόσμιο και ετοιμάζεται ξανά για να βρεθεί στα αναχώματα της Ευρώπης.
Όλα αυτά είναι παράπλευρα storylines που σε διάφορες στιγμές το καθένα έχουν μια μεγαλύτερη δυναμική από την ίδια την κεντρική ιστορία. Κι αυτό δεν αποδίδεται με τρόπο μειωτικό προς τον πυρήνα, αλλά με τρόπο συμβιωτικό, με τρόπο που κάνει την ταινία να μεταφέρει τον θεατή διαρκώς σε διαφορετικές πλατφόρμες συγκινήσεων.
Φυσικά δεν είναι κάτι το τυχαίο αυτό. Υπάρχουν αφηγηματικά χαρακτηριστικά που το επιτυγχάνουν. Το πιο βασικό, νομίζω, είναι η επιλογή του σκηνοθέτη να έχει σε πάρα πολλές σκηνές «εγκαστρίμυθη ομιλία». Οι διάλογοι δηλαδή μεταξύ των πρωταγωνιστών της κάθε σκηνής δεν γίνονται με εικόνα, αλλά μόνο με ήχο, ενόσω η κάμερα τους δείχνει με κλειστά στόματα να κοιτάνε γύρω τους και να καλύπτονται από το φως του ήλιου ή το φως της νύχτας.
Και, ακόμα περισσότερο, η κάμερα δεν δείχνει ποτέ και τους δύο ταυτόχρονα. Ο κάθε ένας έχει όλη την εικόνα για τον εαυτό του. Έτσι, αυτό που αποκτά κεντρική θέση στην αφήγηση είναι η έννοια της σιωπής. Παρόλο που ο ήχος πατάει πάνω από την εικόνα, η σιωπή είναι αυτή που κυριαρχεί με μια εκκωφαντική και βαθύτατη μορφή.
Κι όταν δεν υπάρχει το voice over, εμφανίζεται μια αριστουργηματική μελωδία για να αναδείξει, να εξιστορήσει από μόνη της τον ψυχισμό των χαρακτήρων.
Όλα αυτά τα στοιχεία καταλήγουν να «πανάρουν» τους ηθοποιούς, οι οποίοι μαθημένοι χρόνια στην υφολογία του βρετανικού σινεμά, του βρετανικού δραματισμού, μπορούν να αποδώσουν σε όλο τους το μεγαλείο τα συμπλέγματα συναισθημάτων που γεννά η κάθε στιγμή.
Ρέιφ Φάινς, Κάρι Μάλιγκαν, Λίλι Τζέιμς και όλο το υπόλοιπο καστ θα μπορούσαν να πουν με τον ίδιο στόμφο την ιστορία, χωρίς να χρειαστεί να πουν ούτε λέξη. Αυτό είναι το σινεμά. Αυτή είναι η μαγεία της 7ης τέχνης!