Γελούσαμε- ω, πόσο γελούσαμε. Χαχανίζαμε, κοροϊδεύαμε μέχρι λεκτικής και σωματικής εξάντλησης, προτάσσαμε το δείκτη και μουρμουρίζαμε «Δες εδώ, δες εδώ!» και, στο τέλος, σκάγαμε στα γέλια.
Δίπλα μας (ή στην αγκαλιά τους) η γιαγιά και ο παππούς επιδίδονταν σ’ έναν ανηλεή, κι εξ αρχής χαμένο, αγώνα για το ποιος θα ξεστομίσει τα περισσότερα αυστηρά «Σσσσς!» προς την πλευρά μας, μπας και φιλοτιμηθούμε και μιμηθούμε τη Μαρία της σιωπής και το βουλώσουμε.
Βλέπετε- κι αν έχετε προλάβει εκείνη την υπέροχη τηλεοπτική φάση από τις αρχές των 90s έως και τα μέσα των 00s, ξέρετε– το μενού καθημερινά είχε απογευματινό προσκύνημα στις δύο δημιουργίες του Νίκου Φώσκολου: την επική Λάμψη (που μπροστά της η αντίστοιχη του Κιούμπρικ ήταν κινηματογραφική οδοντόπαστα) και το αξέχαστο Καλημέρα Ζωή, που μας «συνόδευσε» περίπου μέχρι να πούμε «Καληνύχτα Ζωή», καθώς κράτησε κάτι σαν 73.499 επεισόδια.
Οι στιγμές ανθολογίας των συγκεκριμένων σειρών είναι πραγματικά απειράριθμες και εμείς, τότε που το νοσταλγικό «κάποτε» ήταν το ακμαίο «τώρα» μιας παιδικοεφηβικής ηλικίας, τις απολαμβάναμε συνήθως στο πλευρό της γιαγιάς και του παππού, οι οποίοι προτιμούσαν να ξεχάσουν να πάρουν τα χάπια για την καρδιά παρά να ξεχάσουν να δουν το εκάστοτε επεισόδιο.
Παρά το γεγονός πως όταν μιλάμε για Φώσκολο οι περισσότεροι σκέφτονται- από villains- τον Ευλογητό της «Λάμψης», υπάρχει ένας ακόμη αξεπέραστος χαρακτήρας, που πολλοί τον έχουν διαγράψει από τη μνήμη τους και τον έχουν εξορίσει στο νεκροταφείο των άλλοτε ακμαίων τηλεοπτικών χαρακτήρων.
Ο λόγος για τον απλά υπέροχο Σταυροφόρο από το «Καλημέρα Ζωή», τον οποίον υποδυόταν ο αγαπημένος κωμικός ηθοποιός και βασιλιάς της βιντεοκασέτας, Στάθης Ψάλτης.
Αν η μνήμη του γράφοντος (που λέει «γράφοντος» αντί για το όνομά του, καθώς δε θυμάται πώς τον λένε) δεν τον απατά με ρυθμό μοιχαλίδας στα ομηρικά έπη, ο Ψάλτης ερμήνευε τον Λαέρτη Ρωμανό.
Ο Ρωμανός ήταν ένας συγγραφέας που ζούσε απομονωμένος στο δάσος μαζί με τη γυναίκα του και το παιδί τους, πατώντας μανιωδώς τα πλήκτρα. Αυτό το «μανιωδώς» τεκμαίρεται και από το γεγονός πως εν συνεχεία έγινε μανιώδης δολοφόνος, καθώς το δάσος που ζούσε κάηκε ολοσχερώς για να χτιστούν οικόπεδα και η σύζυγός του μαζί με την κόρη τους βρήκαν τραγικό θάνατο.
Κάπου εκεί, λοιπόν, γύρισε το μάτι του Ρωμανού και αποφάσισε να φέρει στην επιφάνεια το καλά κρυμμένο έτερόν του ήμισυ, που είχε τη μορφή του Σταυροφόρου- και που, μεταξύ μας, μοιάζει ξεπατικούρα από τον Black Knight των MontyPython στο “Holy Grail”.
Ο Σταυροφόρος χάρισε πληθώρα σκηνών ανθολογίας, όμως η υπέρτατα καλτ στιγμή του ήταν όταν αποφάσισε να δολοφονήσει… κάποιον (δε θυμόμαστε το γιατί, για να είμαστε ειλικρινείς), μπροστά στα εμβρόντητα μάτια της συντρόφου του.
Μερικές γρήγορες σημειώσεις για τους λόγους που η συγκεκριμένη σκηνή θα φωλιάζει εις τον αιώνα τον άπαντα στις καρδιές μας:
- Το εκπληκτικό ηχητικό που συνοδεύει την κλοτσιά που ρίχνει ο Σταυροφόρος στο παράθυρο του σπιτιού που δειπνεί το ζευγάρι, το οποίο θα το άκουγε και ο Μπετόβεν στα τελευταία του
- Η φωνή του Σταυροφόρου που είναι σαν βραχνιασμένος τηλεβόας σε πανηγύρι
- Το κράνος του, που είναι ξεκάθαρα σουρωτήρι για τα μακαρόνια
- Η παντελής έλλειψη της οποιασδήποτε αντίδρασης του θύματος, όταν ο εν δυνάμει δολοφόνος τον αρπάζει για να τον πάει στην άλλη πλευρά του δωματίου, για να τον σκοτώσει με την ησυχία του
- Το γεγονός πως ενώ κρατάει (πασιφανώς μετά δυσκολίας) μια σπάθα 2 μέτρα δεν την χρησιμοποιεί για να τον δολοφονήσει, αλλά βγάζει από κάπου μέσα από την τσέπη του ένα… πιστόλι και τον μπουμπουνάει με αυτό για να γίνει παστρικιά η δουλειά
- Η άκυρη καμπάνα που ακούγεται μετά τον πυροβολισμό- αν και μιλάμε για σταυροφόρο, οπότε σταυρός-εκκλησία-μπαμ
- Το απελπισμένο ύφος, οι κλαυθμοί και οδυρμοί της κοπέλας όταν διαπιστώνει πως ο φίλος της είναι νεκρός και η ίδια μάλλον θα χάσει από την Μέριλ Στριπ το Όσκαρ Α΄ γυναικείου
- Το ότι ο Σταυροφόρος αφού τον σκοτώσει με το πιστόλι πηγαίνει από πάνω του και τον «χαράσσει» με το σπαθί, κάνοντας του ένα χι στο στέρνο με την κέτσαπ το αίμα να ποτίζει το πουκάμισό του
- Και, τέλος, η απογείωση του όλου σκηνικού: ο Σταυροφόρος προφανώς σκέφτεται ότι αφού την έφερε που την έφερε την σπάθα και αφού την χρησιμοποίησε ελάχιστα, γιατί να μην εκμεταλλευτεί στο έπακρο τις δυνατότητές της και να μην τα κάνει όλα πόπα στο σπίτι, καταστρέφοντας βάζα, τηλέφωνα, κάτι έπιπλα, έως ότου να κοπάσει το μένος του;
Κι επειδή μια εικόνα- πολλώ δε μάλλον κινούμενη- ισούται με χίλιες λέξεις γλωσσοκοπάνας που έχει να βγει από το σπίτι από την πρώτη καραντίνα, απολαύστε την παρακάτω σε όλο της το μεγαλείο:
Το στόρι του Σταυροφόρου συνεχίστηκε επί μακρόν (όχι Εμάνουελ…) όπως το κάθε τι στο «Καλημέρα Ζωή», μέχρι που αποκαλύφθηκε πως ήταν εν τέλει ο Ρωμανός αυτό που ξεκλήρισε τη μισή Αττική μαζί με τα περίχωρα.
Μάλιστα, υπάρχει ακόμα ένα διαμαντάκι: όταν συλλαμβάνεται πηγαίνει στο κελί του για να τον ανακρίνει ο Στάθης- μίλα σκουλήκι!- Θεοχάρης, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως δεν είναι αυτός, μιας και το κράνος δεν του κάνει (κάτι σαν τα γάντια στη δίκη του Ο. Τζέι Σίμπσον, δηλαδή).
Στο μεσοδιάστημα, όσο διαρκεί η ανάκριση, ένας αστυνομικός στο βάθος πιάνει το σπαθί από την κόψη, στις άκρες, σε όλη τη λεπίδα, και αντί να πεθάνει από ασταμάτητη αιμορραγία, συνεχίζει απτόητος.
Ω ναι, γελούσαμε– αλήθεια, θυμάστε πώς γελούσαμε με κάτι τέτοιες σκηνές; Ακόμα και τώρα ο Στάθης Ψάλτης/ Σταυροφόρος εξακολουθεί να μας «γονατίζει», όμως…
Όμως να, ξέρετε, τίποτα δεν είναι πια το ίδιο όταν έχουν από καιρό σωπάσει εκείνα τα «Σσσς».