Από το πουθενά, η ζωή της Κάτια καταρρέει όταν ο κουρδικής καταγωγής σύζυγός της, Νούρι και ο μικρός τους γιος, Ρόκο, σκοτώνονται σε μια βομβιστική επίθεση. Με τη βοήθεια φίλων και συγγενών, η Κάτια καταφέρνει να αντέξει το σοκ και προσπαθεί να σταθεί και πάλι στα πόδια της. Όμως, η αναζήτηση των ενόχων και η διαλεύκανση των κινήτρων πίσω από τη δίχως νόημα τραγωδία περιπλέκει το πένθος της Κάτια και κρατά ανοιχτές τις πληγές της. Ο Ντανίλο, δικηγόρος και καλύτερος φίλος του Νούρι, εκπροσωπεί την Κάτια στη μετέπειτα δίκη ενάντια σε δύο υπόπτους: ένα νεαρό ζευγάρι που κινούνταν σε νεοναζί κύκλους. Η απόφαση του δικαστηρίου φέρνει την Κάτια στα άκρα, αλλά δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική: Απαιτεί δικαιοσύνη.
Αυτή είναι η επίσημη σύνοψη του «Μαζί ή τίποτα», της γερμανικής ταινίας του Τούρκου σκηνοθέτη Φατίχ Ακίν, η οποία έκανε άπειρο κόσμο να βγαίνει συγκλονισμένος από το σινεμά το 2018 που είχε παιχτεί στους κινηματογράφους και η οποία αυτές τις μέρες (και μέχρι τις 9 Ιουλίου) βρίσκεται στο Ertflix και θα είναι μεγάλο κρίμα να μην την δει όποιος δεν το έχει κάνει ήδη.
Σκοτεινά λυρικό, με έκδηλη τη διάθεσή του να φλερτάρει τόσο με το είδος του νουάρ όσο και με εκείνο του δράματος χαρακτήρων, το κινηματογραφικό σχόλιο του Φατίχ Ακίν για την άνοδο του ναζισμού στην Ευρώπη υπήρξε μια τέλεια ισορροπημένη δημιουργία, μια πολιτική αλλά ταυτόχρονα και βαθιά ψυχολογική προσέγγιση. Αυτή ακριβώς η ισορροπία είναι που έκανε τη συγκεκριμένη ταινία τόσο μεγαλειώδη: ο Τούρκος σκηνοθέτης κοιτάει με τρομερό ενδιαφέρον και αγωνία το πως ο ναζισμός ανασταίνεται στην Γηραιά Ήπειρο αλλά παρά τον έκδηλα πολιτικό τόνο του προβληματισμού του, το έργο του δεν πέφτει ποτέ στην παγίδα να γίνει πολιτική ρητορική.
Ο Ακίν χρησιμοποιεί το πολιτικό φαινόμενο του ναζισμού ως ένα όχημα για να αφηγηθεί μια αμιγώς προσωπική ιστορία, ένα δράμα. Δεν έχει λοιπόν ιδιαίτερο νόημα να μετουσιώσει την ταινία του σε ένα μεγάλο «κατηγορώ» ενάντια στον ναζισμό – άλλωστε, η εναντίωση της ταινίας είναι δεδομένη. Προσωποποιεί και εξατομικεύει τα τραύματα που αφήνει πίσω της η ναζιστική βία και ακολουθεί πιστά το ατομικό ταξίδι της βασικής του χαρακτήρα. Είναι εκείνη που ψάχνει να βρει μια ατομική λύτρωση και απέναντί της ένα τεράστιο ναζιστικό τέρας.
Ο πολιτικοποιημένος θεατής θα διακρίνει την ματαιότητα της προσπάθειάς της: ένα τέρας δεν νικιέται μέσω του ατομικού δρόμου. Όμως ο Ακίν θα μείνει απλά σε αυτό το πολιτικό κλείσιμο του ματιού. Για την χαρακτήρα του το κίνητρο είναι η λύτρωση και η αποτύπωση αυτής της προσπάθειας έχει την αυταξία της: με τον Τούρκο δημιουργό να κάνει αφηγηματικούς παπάδες, η κλιμάκωση και η εκτόνωση του δράματος γίνεται όλο και πιο συγκλονιστική όσο η ώρα περνάει.
Από τις ταινίες που όσο λιγότερα ξέρεις για την πλοκή τους τόσο πιο πολύ σε καθηλώνουν κατά την θέασή τους, από εκείνες τις δημιουργίες που ανοίγουν μεγάλες και έντονες συζητήσεις, που με την λήξη τους νιώθεις την ανάγκη να τις ξαναδείς εκ νέου για να τις απολαύσεις με άλλο μάτι και χωρίς την ένταση της πρώτης φοράς, δεν χωράει καμία αμφιβολία πως το «Μαζί ή τίποτα» του Φατίχ Ακίν είναι ένας φιλμικός δυναμίτης, μια από τις καλύτερες ταινίες της προηγούμενης δεκαετίας. Ο Έλληνας θεατής μάλιστα, θα αντιληφθεί και ένα μικρό «δωράκι» βλέποντας την εμφάνιση του σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη, στον ρόλο του Έλληνα μέλους της Χρυσής Αυγής, να καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τα τεκταινόμενα ετούτης της αψεγάδιαστης δημιουργίας.