Τα όσα συνέβησαν με τον Τζόνι Ντεπ τα τελευταία χρόνια στη διαμάχη του με την Άμπερ Χερντ, έδωσαν επί της ουσίας ένα πρόωρο τέλος στην υποκριτική του καριέρα. Ή μήπως όχι; Η δικαίωση του στη δίκη για συκοφαντική δυσφήμιση, αλλάζει τον ρου.
Πριν 9 μήνες περίπου, μέσα σε λίγες ημέρες, ο 58χρονος Ντεπ είχε δει δύο κινηματογραφικά φεστιβάλ, αυτό του Σαν Σεμπαστιάν στην Ισπανία και του Κάρλοβι Βάρι στην Τσεχία, να του απονέμουν βραβεία συνολικής προσφοράς στο σινεμά και να ξεσηκώνουν θύελλα αντιδράσεων σε γυναικείες οργανώσεις γύρω από την 7η τέχνη.
Το ευρωπαϊκό σινεμά, αν και σε αυτό ελάχιστα έχει επιχειρηθεί ξεσκαρτάρισμα της πατριαρχίας – τελευταίο παράδειγμα η παραίτηση της επιτροπής των βραβείων Σεζάρ το 2020 εξαιτίας της βράβευσης του Ρόμαν Πολάνσκι – έχει μια διαφορετική αντίληψη από αυτή του Χόλιγουντ.
Επιμένει να διαχωρίζει το καλλιτεχνικό με το προσωπικό κομμάτι και επιμένει να μην παίρνει θέση σε υποθέσεις που δείχνουν ενοχοποιητικές, αλλά δεν υπάρχει οριστική δικαστική απόφαση. Είδαμε άλλωστε πριν λίγες εβδομάδες τον Κέβιν Σπέισι να αναλαμβάνει ρόλο σε ιταλική παραγωγή κι ενώ σύσσωμη η αμερικανική βιομηχανία τον έχει αποκλείσει.
Στην Αμερική από την άλλη, έχουν μια πιο απόλυτη θέση. Μέχρι να καθαρίσει το όνομα σου, δεν έχεις χώρο μεταξύ μας. Για τον Τζόνι Ντεπ ισχύει αυτό και το είδαμε με αφορμή την ταινία Minamata, για την οποία η MGM αποφάσισε ότι δε θα κυκλοφορήσει στις αίθουσες και πάει για τελειωτικό «θάψιμο».
Μετά τη δικαίωση του Ντεπ, ίσως αλλάξει αυτό. Όχι μόνο ως προς το Minamata, αλλά συνολικά για την καριέρα του Ντεπ, αφού πλέον η παρουσία του και μόνο σε μια ταινία μπορεί να της προσφέρει αυτόματα εμπορική επιτυχία. Και, γιατί όχι, ίσως να τον δούμε να παίρνει επιτέλους κι ένα Όσκαρ.
Το Minamata θα μπορούσε να είναι μια τέτοια περίπτωση. Είναι βέβαιο πως στο μέλλον θα υπάρξουν αρκετές τέτοιες ευκαιρίες για έναν Τζόνι Ντεπ που βρίσκεται καβάλα στο άλογο.
Το σύνδρομο Minamata και η συγκάλυψη που επιχειρήθηκε από την Chisso και την κυβέρνηση
Πίσω στα τέλη της δεκαετίας του ’30, στον κόλπο του Μιναμάτα, στο ομώνυμο χωριό που βρέχεται από τη θάλασσα Σιρανούι, η εταιρεία Chisso διοχέτευε στο νερό τα χημικά από το εργοστάσιο πετρελαίου της, με τον μεθυλικό υδράργυρο να πέφτει σε ποσότητες ως και 27 τόνους ανά έτος στα ποτάμια και τη θάλασσα.
Το νερό ήταν ακατάλληλο για ζωή. Όταν αυτό συμβαίνει σε μια περιοχή που η βάση της τροφής είναι η θαλάσσια ζωή, τότε αντιλαμβάνεται κανείς τι μπορεί να συμβεί. Για την ακρίβεια, δε χρειάζεται να αντιληφθεί. Μετά από ενάμιση χρόνο πανδημίας, ξέρουμε όλοι τι σημαίνει αυτή η πορεία χημικών προς την ανθρώπινη τροφή.
Όλα τα ψάρια και τα όστρακα έφεραν τεράστιο φορτίο μόλυνσης που εντοπίστηκε πρώτα στις γάτες. Κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’50 έγινε έντονο το φαινόμενο γάτες να παθαίνουν παράκρουσε και να πέφτουν στο νερό και στην ουσία να αυτοκτονούν. Τότε, το σύνδρομο που δεν είχε ανιχνευτεί ακόμα σε ανθρώπους, ονομάστηκε Σύνδρομο της Αυτοκτονικής Γάτας.
Στην πορεία των ετών όμως υπήρξαν άνθρωποι που άρχισαν να εμφανίζουν παράλυση στα άκρα, στα χείλη, να χάνουν την περιφερειακή τους όραση, να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα στην ακοή τους και σε αρκετές περιπτώσεις να αντιδρούν με τρόπο ίδιο με τις γάτες. Κάτι πείραζε το νευρικό τους σύστημα, είχαν ξεσπάσματα εκτός ελέγχου και κατέληγαν να αυτοκτονούν. Το φαινόμενο έγινε πιο έντονο όταν τα χημικά στοιχεία από τα ψάρια περνούσαν στις έγκυες γυναίκες και γεννιόντουσαν παραμορφωμένα μωρά.
Έπρεπε να φτάσουμε στο 1959 για να ενωθούν οι ψαράδες της περιοχής του Μιναμάτα απέναντι στην Chisso και να απαιτήσουν να σταματήσει να αφοδεύει τα τοξικά της απόβλητα στα νερά. Η Chisso, εκμεταλλευόμενη το γεγονός πως είχε αρκετούς από την περιοχή στη δούλεψη της και υπό την απειλή της ανεργίας, επέλεξε να κάνει εξωδικαστικούς συμβιβασμούς, προτείνοντας οικονομικές αμοιβές, όχι για να αποζημιώσει, αλλά για να κλείσει στόματα. Οι περισσότεροι, σκεπτόμενοι πως δε θα βρουν άλλη ευκαιρία αποζημίωσης, υπέγραφαν τις συμφωνίες που αφαιρούσαν την ευθύνη από την Chisso που δε θα είχε καμία μελλοντική υποχρέωση προς αυτούς.
Αυτό ήταν το δεύτερο έγκλημα. Για τα επόμενα 9 χρόνια η Chisso συνέχισε το έργο της και έφτασαν να μολυνθούν συνολικά πάνω από 2.5 χιλιάδες άνθρωποι, με περίπου 1.784 να πεθαίνουν. Το χειρότερο ήταν πως αυτή η καταγραφή βασιζόταν σε πολύ αυστηρά κριτήρια. Στην πραγματικότητα οι αριθμοί ήταν μεγαλύτεροι.
Ακόμα κι όταν η Chisso έπαψε να ρίχνει απόβλητα, το πρόβλημα εξακολουθούσε να διαιωνίζεται. Το 1982 η εταιρεία είχε να αντιμετωπίσει ακόμα ένα κύμα αγωγών, με 40 ανθρώπους να μηνύουν την ιαπωνική κυβέρνηση ζητώντας να εμποδίσει την Chisso από τη μόλυνση του περιβάλλοντος και κατηγορώντας τη για εγκληματική αδράνεια/αδιαφορία.
Πέρασαν 19 χρόνια για να εκδικαστεί η υπόθεση, με το Ανώτατο Δικαστήριο να βγάζει απόφαση πως η κυβέρνηση του 1959 και των επόμενων ετών έπρεπε να είχε δράσει άμεσα, ενώ επέβαλλε αποζημίωση από την Chisso προς τα θύματα, ύψους 2.18 εκατομμυρίων δολαρίων. Τρία χρόνια αργότερα, η κυβέρνηση κλήθηκε να πληρώσει πάνω από 700.000 δολάρια προς τα θύματα της νόσου Minamata και το 2010 η Chisso θα έπρεπε να δώσει σε κάθε ένα από τα θύματα 20.000 δολάρια και να αναλάβει τα μηνιαία ιατρικά τους έξοδα. Συνολικά, 50.000 άνθρωποι πήραν αποζημιώσεις, δείγμα του πόσο συνέχιζε να προχωράει ανά τις δεκαετίες η νόσος στους ανθρώπους.
Ο Γιουτζίν Σμιθ, η ταινία Minamata και η διαμαρτυρία του σκηνοθέτη Άντριου Λέβιτας
Μεγάλο μερίδιο στην ηθική δικαίωση των ανθρώπων φέρει ο φωτογράφος Γιουτζίν Σμιθ. Ο Αμερικάνος φωτογράφος είχε στην ουσία παροπλιστεί στις αρχές του ’70 όταν αποφάσισε να πάει με τη γυναίκα του, την Αϊλίν Μόκο-Σμιθ (στο δικό της βιβλίο βασίζεται η ταινία) στην περιοχή αυτή της Ιαπωνίας, και με τη βοήθεια μιας Γιαπωνέζας μεταφράστριας, της Μινάμι, να αναδείξει με τη φωτογραφική του μηχανή τι προκαλεί η νόσος σε μια ολόκληρη κοινότητα ανθρώπων. Η παρουσία ενός Αμερικάνου δηλαδή αποτελέσε το εφαλτήριο της δικαιοσύνης για τους κατοίκους του κόλπου Μιναμάτα.
Αυτό βέβαια τον έβαλε σε μπελάδες, μιας και ενόχλησε αρκετούς. Το 1974 ο Γιουτζίν Σμιθ έπεσε θύμα ξυλοδαρμού από μέλη των εργαζομένων στην Chisso, με τα χτυπήματα να είναι βαριά στο κρανίο του, τόσο ώστε να χάσει την όρασή του και να ταλαιπωρείται για τα επόμενα 4 χρόνια το νευρικό σύστημα του, ώσπου πέθανε το 1978!
Στην ταινία του Άντριου Λέβιτας, ο Τζόνι Ντεπ υποδύεται τον Γιουτζίν Σμιθ, ακόμα έναν χαρακτήρα που είχε έντονη σχέση με το αλκοόλ και οι μέχρι τώρα κριτικές για την ταινία, δείχνουν ότι ο Ντεπ, που είχε απολυθεί από το ρόλο του Γκρίντεβαλντ στο Fantastic Beasts, θα μπορούσε να βρεθεί ως και υποψήφιος για Όσκαρ, με μια ερμηνεία καλύτερη απ΄αυτή στο Black Mass.
Κάτι τέτοιο θα χτυπούσε την εικόνα της βιομηχανίας και γι΄αυτό οι ηγέτες της MGM, του στούντιο που αγόρασε την ταινία, αποφάσισαν να μην την προωθήσουν καθόλου και στην ουσία να την αφήσουν να «θαφτεί». Κάτι που οδήγησε τον Λέβιτας να στείλει έγγραφη διαμαρτυρία, ζητώντας τους να σκεφτούν ότι φέρονται με ασέβεια στα θύματα της Minamata, η ανάδειξη της οποίας είναι και ο αντικειμενικός στόχος της ταινίας.
Αντίστοιχο πρόβλημα έχει πάντως η ταινία και στον τόπο του μαρτυρίου, καθώς η ειδική προβολή που είχε προγραμματιστεί για το ερχόμενο Σάββατο, ακυρώθηκε κατόπιν παρέμβασης της τοπικής αρχής, με το πρόσχημα ότι δεν γνώριζαν το περιεχόμενο της ταινίας και κάποια πράγματα ίσως προκαλούσαν οδύνη στους κατοίκους.
Πλέον όμως, και το Minamata και όλοι οι δρόμοι που έκλεισαν για τον Τζόνι Ντεπ, θα ανοίξουν ξανά. Γιατί αν δεν ανοίξουν, οι κινηματογραφικές παραγωγές θα βρεθούν μπροστά σε ένα τσουνάμι αντιδράσεων. Η Disney για παράδειγμα, που τον έδιωξε εν ριπή οφθαλμού από τους Πειρατές, θα πρέπει να πάρει μια απόφαση. Κι ας έχει πει ο Ντεπ ότι δεν επιστρέφει ούτε με 300 εκατομμύρια αμοιβή.