«Στάσου, μύγδαλα»: Το ψέμα της θρυλικής σκηνής του Βόγλη που 9/10 πιστεύουν ακόμα

Μόνο που η αλήθεια είναι λίγο διαφορετική

Ακόμη και άνθρωποι που δεν έχουν δει ποτέ την ταινία «Κορίτσια στον ήλιο» γνωρίζουν πολύ καλά το περίφημο «Στάσου, μύγδαλα», την θρυλική ατάκα που έμεινε σαν σλόγκαν στην ιστορία και θα ακολουθεί για πάντα τον Γιάννη Βόγλη, δικαιώνοντας απόλυτα τον άνθρωπο που είχε… προφητέψει το μέλλον!

Φυσικά, αυτός ο προφήτης δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον σκηνοθέτη του φιλμ, τον σπουδαίο Βασίλη Γεωργιάδη, ο οποίος έβαλε την υπογραφή του σε ένα έργο που έπαιξε καθοριστικό ρόλο όχι μόνο στην καριέρα του Έλληνα ηθοποιού αλλά παράλληλα λειτούργησε ως πρεσβευτής του τουρισμού στην Ελλάδα, που τότε άρχισε να γνωρίζει άνθιση, πριν εξελιχθεί στην βαριά βιομηχανία του σήμερα, με τα πολλά –πάντως- προβλήματά της.

Το φιλμ αποτελεί παραγωγή του 1967 και βασίστηκε πάνω σε μια ιδέα του Κλέαρχου Κονιτσιώτη, ο οποίος άντλησε έμπνευση από τις εξελίξεις και θέλησε να γυριστεί μια ταινία με φόντο το ακόμη αγνό ελληνικό καλοκαίρι. Για τις ανάγκες του σεναρίου χρειάστηκε να βρεθεί μια αλλοδαπή ηθοποιός που θα ενσάρκωνε την Άνναμπελ, για τον ρόλο της οποίας επιλέχθηκε η Αν Λόνμπεργκ που μερικά χρόνια νωρίτερα είχε παίξει σε μια άλλη ελληνική παραγωγή και συγκεκριμένα στο «Νησί της Αφροδίτης».

Λόγω του περιορισμένου μπάτζετ αρκετοί από τους συμμετέχοντες έπρεπε να συνεισφέρουν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, με τον Γιάννη Βόγλη να είναι εκείνος στον οποίο πρέπει να πιστωθούν μια σειρά από ιδέες που βοήθησαν στο να γίνει η ιδέα πραγματικότητα.

Για αρχή, ο γνωστός πρωταγωνιστής ήταν εκείνος που πρότεινε τα γυρίσματα να γίνουν στην Άνδρο –και πιο συγκεκριμένα στο Μπατσί– αφού γνώριζε πολύ καλά το μέρος και τους κατοίκους του. Άλλωστε είχε και σχέση με αυτό καθώς η μητέρα του είχε γεννηθεί στο νησί, ενώ αργότερα πέρναγε σχεδόν κάθε καλοκαίρι σε αυτό το χωριό όπου παραθέριζε στο σπίτι της φίλης του, Βίκυς Σαμαρίνα, όπως αποκάλυψε παλιότερα σε συνέντευξη του. Επιπλέον, ανέλαβε να… καθαρίσει προκειμένου να βρεθούν φθηνά καταλύματα για όλους τους συντελεστές, ενώ ενδεικτικό της οικονομικής στενότητας είναι το γεγονός ότι τόσο ο σκηνοθέτης, Βασίλης Γεωργιάδης, όσο και ο παραγωγός, Κλέαρχος Κονιτσιώτης, «αναγκάζονται» να παίξουν και οι ίδιοι!

Το τελικό αποτέλεσμα αλλά και το γκελ που έκανε τελικά η ταινία στον κόσμο αποτελούν την καλύτερη απόδειξη ότι οι θυσίες όλων των εμπλεκομένων άξιζαν τον κόπο, αφού το φιλμ έκανε σπουδαίες εισπράξεις και την ίδια ώρα καλλιτεχνικά κρίθηκε άρτιο παρά τις μεγάλες αντικειμενικές δυσκολίες που χρειάστηκε να αντιμετωπιστούν. Με κορυφαίο –ίσως- το γεγονός ότι σε ένα νησί που είχε όλα κι όλα δύο φώτα (όπως έχει πει ο ίδιος ο Βόγλης) ο Νίκος Γαρδέλης, υπεύθυνος φωτογραφίας, κατόρθωσε να κάνει θαύματα και να μεταφέρει όλη την αίσθηση που απαιτούσε ένα φιλμ με θέμα το ερωτικό δέσιμο ενός Έλληνα βοσκού σε ένα απομακρυσμένο χωριό και μιας τουρίστριας, αλλά και τις διαφορές στην κουλτούρα που έπρεπε να ξεπεράσουν αυτοί οι δύο για να ζήσουν το πάθος τους.

Βέβαια από τις πολλές σκηνές που μπορεί κανείς να ξεχωρίσει στην παραγωγή, αναμφίβολα αυτή που μένει (μακράν της δεύτερης) στη μνήμη όλων είναι εκείνη με τον Βόγλη και την Λόμπεργκ, από την οποία φυσικά βγήκε και η διαχρονική ατάκα «Στάσου, μύγδαλα» την οποία φώναζε ο βοσκός στην τουρίστρια, χωρίς να έχει αρχικά το επιθυμητό αποτέλεσμα!

https://www.youtube.com/watch?v=LzPrd7DfLMY

Το παράξενο της υπόθεσης είναι αυτό που αποκαλύφθηκε πολύ αργότερα σχετικά με την τοποθεσία της λήψης. Μια πλάνη που 9/10 εξακολουθούν να πιστεύουν. Αν ρωτήσεις 100 άτομα που γυρίστηκε η συγκεκριμένη σκηνή οι 90 θα σου πουν στην Άνδρο και οι άλλοι 10… σε κάποιο νησί. Μόνο που η αλήθεια είναι διαφορετική. Σε αντίθεση με σχεδόν όλο το υπόλοιπο φιλμ λοιπόν που γυρίστηκε στην Άνδρο, η λήψη με τον Βόγλη και τα μύγδαλα έλαβε χώρα σε περιοχή του λεκανοπεδίου Αττικής, δηλαδή στην Αθήνα!

Εκεί ο απαιτητικός Βασίλης Γεωργιάδης ζητούσε να γυριστεί ξανά και ξανά η συγκεκριμένη σκηνή, όντας ανικανοποίητος από το τελικό αποτέλεσμα, με τον Βόγλη να εκφράζει τα παράπονά του αφού εκτός όλων των άλλων, ήταν υποχρεωμένος να τρέχει κάτω από τον ήλιο με την κάπα του βοσκού στους ώμους. «Την φορούσα και ήταν πολύ βαριά. Το γυρίζαμε πάνω-κάτω συνέχεια. Κάποια στιγμή μπάφιασα και είπα στον Γεωργιάδη ‘’έλα ρε Βασίλη, αφού το ‘χουμε το πλάνο. Βαρέθηκα πια, στάσου μύγδαλα και στάσου μύγδαλα! Κι εκείνος γυρνά και μου λέει ‘’Βόγλη, αυτή η φράση θα σε κυνηγάει σε όλη σου την ζωή», όπως και τελικά συνέβη!