«Είχα 250 παλμούς, θα έσκαγε η καρδιά μου»: Netflix, σ' ευχαριστούμε που το έκανες κι αυτό... (Vid)

«Σε παρακαλώ, μη με αναγκάσεις να παίξω μαζί του...»

Η κληρονομιά βαριά. Ασήκωτη. Θ’ απαιτείτο για να την σηκώσει κανείς η δύναμη ενός ντοπαρισμένου Άτλαντα και πάλι ίσως να μην ήταν αρκετό. Μάλλον, ακόμα και τα δικά του γόνατα θα λύγιζαν.

Και, εδώ που τα λέμε, πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Πριν από αυτούς, πριν από αυτόν, τη δεκαετία του 1980 και του 1990 το αμερικάνικο τένις δεν κυριαρχούσε απλά στα κορτ, αλλά είχε εγκαθιδρύσει τη δική του αγωνιστική δικτατορία, με τρεις παίκτες-μύθους να σηκώνουν τα περισσότερα βαρύτιμα τρόπαια.

Τζον ΜάκΕνρο, Πιτ Σάμπρας και Αντρέ Αγκάσι είχαν «διατελέσει» και οι 3 νούμερο 1 της Παγκόσμιας Κατάταξης, είχαν κερδίσει πολλά Grand Slams έκαστος, είχαν θριαμβεύσει με την Team USA στο Davis Cup (τον κορυφαίο θεσμό εθνικών ομάδων στο τένις) και, το βασικότερο για την επόμενη γενιά, είχαν δημιουργήσει την (ψευδ)αίσθηση ότι οι Αμερικάνοι είναι ανίκητοι (και) σε αυτό το άθλημα.

Μετά, όμως, ήρθε η απηνής πραγματικότητα και προσγείωσε τους πάντες άτσαλα στα μυριάδες hard courts της από εκεί πλευράς του Ατλαντικού: νέος ΜάκΕνρό ή Αγκάσι ή Σάμπρας δε φαινόταν στον ορίζοντα και έτσι στη διάσημη Ακαδημία Σάντλμπρουκ τα μεγάλα κεφάλια είχαν παρατεταμένο πονοκέφαλο.

Έπρεπε, και έπρετε τώρα, να βρουν τον επόμενο μεγάλο Αμερικάνο τενίστα, ο οποίος θα σάρωνε όποιον έβρισκε στο διάβα του και θα συνέχιζε την επίζηλη κληρονομιά των προκατόχων του.

Και ο δυσβάσταχτος κλήρος έμελλε να πέσει στους ώμους του Άντι Ρόντικ και του Μάρντι Φις. Τα δύο παιδιά προπονούνταν από μικρά μαζί στην ακαδημία, έπειτα, μεγαλώνοντας, ο δεύτερος πήγε να ζήσει με την οικογένεια του πρώτουκαι έγιναν επαγγελματίες της ATP σχεδόν ταυτοχρόνως όντας κολλητοί.

Κι εδώ έρχεται το Netflix, μια 20ετία σχεδόν αργότερα, να φέρει ακόμα ένα εκπληκτικό αθλητικό ντοκιμαντέρ στην οθόνη μας: το “Breaking Point” της υπέροχης σειράς “Untold” (που ξεκίνησε προ μερικών εβδομάδων με το διαμάντι που λέγεται “Malice at the Palace”) επικεντρώνεται στην ζωή του Μάρντι Φις, ο οποίος τα πρώτα 10 χρόνια της καριέρας του ζούσε στην σκιά του καλύτερού του φίλου.

Βλέπετε, το 2003, μόλις στα 21 του, ο Ρόντικ είχε κατακτήσει το US Open, το εντός έδρας Major που ονειρεύεται να κάνει δικό του κάθε Αμερικανός, και είχε ξεκινήσει την εκτόξευση στ’ αστέρια.

Αυτή δεν ήρθε ποτέ γιατί την ίδια περίοδο άνθισε το ουρανόμηκες ταλέντο του αξεπέραστου Ρότζερ Φέντερερ («Ήταν ο καλύτερος επιθετικός παίκτης και ταυτόχρονα ο καλύτερος αμυντικός. Πώς διάολο «απαντάς» σε αυτό;», θα πει σχετικά ο Άντι για τον Ελβετό θρύλο), όμως είναι η ιστορία του Φις με την οποία η πασίγνωστη πλατφόρμα αποφάσισε να ασχοληθεί.

Και, μεταξύ μας, πολύ καλά έκανε: ο Μάρντι, μετά από μια 10ετία περίπου που αδικούσε κατάφωρα τον εαυτό του, αποφάσισε το 2010 να προπονηθεί πιο σκληρά από ποτέ, να αλλάξει τη διατροφή του (πείτε αντίο στις μπίρες και τις πίτσες) και έφτασε, χάρη σ΄ ένα μυθικό extreme makeover εντός των γηπέδων, να γίνει top-10 παίκτης και να φτάσει έως το ATP Finals του Λονδίνου.

Τ’ αγωνιστικά του κατορθώματα, ωστόσο, είναι δευτερεύουσας σημασίας. Το ντοκιμαντέρ επικεντρώνεται, ορθώς, στην σκοτεινή πλευρά του προσωπικού φεγγαριού του τενίστα, ο οποίος έναν περίπου χρόνο μετά την καλύτερη σεζόν του είδε τους αιμοδιψείς δαίμονες του υπέρμετρου άγχους και του στρες να μπήγουν τα κοφτερά τους δόντια σε όλο του το κορμί.

Προς αποφυγή των περαιτέρω spoilers (σε περίπτωση, δηλαδή, που κάποιος δεν ξέρει την ιστορία του), δε θα πούμε κάτι παραπάνω επ’ αυτού, μιας και από το συγκεκριμένο σημείο και μετά το “Breaking Point” απογειώνεται και φλερτάρει με τον όρο «αθλητικό αριστούργημα».

Αξίζει κανείς να σταθεί σε δύο σημεία: στην γλαφυρή περιγραφή από τον ίδιο τον Φις του πρώτου meltdown στην καριέρα του και στον διαβόητο πια προημιτελικό του 2012 απέναντι στον Φέντερερ στο Major της Νέας Υόρκης.

Και, φυσικά, στο, υπό μία έννοια, happy end της (εν εξελίξει) ιστορίας του Μάρντι, ο οποίος μπορεί να έχασε πολλούς αγώνες εντός των κορτ, αλλά κέρδισε τον πιο σημαντικό εξ όλων.

Ναι, εντάξει: δεν μπορεί ο οποιοσδήποτε να γίνει Σάμπρας ή Αγκάσι. Πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να γίνει Φέντερερ.

Όμως, από την άλλη, νομίζετε πως είναι εύκολο να είσαι ο Μάρντι Φις;