Υπάρχει μια μεγάλη αντίφαση όσον αφορά το πως προσλαμβάνουμε μια συγκεκριμένη περίοδο της ανθρωπότητας: ο Μεσαίωνας κουβαλάει πάνω του όλο το αρνητικό βάρος του σκοταδισμού και όλη την λάμψη της γενναιότητας και των ένδοξων μαχών, όλη τη σαπίλα της θρησκοληψίας και των δεισιδαιμονιών και όλο το φως της ιπποτικής περηφάνιας και τιμής. Είναι μια αντίφαση που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο σινεμά.
Την ίδια στιγμή που ο Μεσαίωνας χρησιμοποιείται ως το αντιπαράδειγμα κοινωνικής κουλτούρας, ο κινηματογράφος μας έχει βομβαρδίσει είτε με ιστορικοφανείς ταινίες για τον Μεσαίωνα είτε με επικές ιπποτικές ιστορίες που αντλούν την έμπνευσή τους από εκείνη την εποχή. Σε αντίθεση ωστόσο με αυτή τη συνήθεια, η καινούρια ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ, η «Τελευταία Μονομαχία» έρχεται με επιθετικούς και αδιάλλακτους όρους για να αποδομήσει αυτό το κινηματογραφικό μοτίβο.
Παρά το γεγονός ότι ο Ρίντλεϊ Σκοτ είχε κάποτε συμβάλει στην ωραιοποίηση μιας αντίστοιχα μαύρης περιόδου μέσω του «Μονομάχου», εδώ ο 83χρονος πλέον σκηνοθέτης διανύει την άλλη πλευρά της οπτικής γωνίας για τα χρόνια των αιματοκυλισμάτων: υπό μια έννοια, η «Τελευταία Μονομαχία» είναι ο «αντι-Μονομάχος» του Ρίντλεϊ Σκοτ. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μια από τις καλύτερες ταινίες της καριέρας του και με διαφορά τη μέχρι στιγμής καλύτερη ταινία του 2021, η «Τελευταία Μονομαχία» δεν κατάφερε να πιάσει το hype του «Dune» ή του «No Time to Die» και εκλαμβάνεται ως ένας αδιάφορος κομπάρσος των φετινών κινηματογραφικών κυκλοφοριών.
Μικρό το κακό φυσικά για τον Ρίντλεϊ Σκοτ που έτσι κι αλλιώς, είναι μαθημένος να γυρίζει ταινίες που πάνε άπατες όταν παίζονται στο σινεμά και αναγνωρίζονται αναδρομικά ως αριστουργήματα: αυτή είναι δεδομένα και η μελλοντική μοίρα της «Τελευταίας Μονομαχίας». Με τους Ματ Ντέιμον, Άνταμ Ντράιβερ, Τζόντι Κομέρ και Μπεν Άφλεκ να συνθέτουν μια ερμηνευτική τετράδα που είναι σκέτη απόλαυση, η «Τελευταία Μονομαχία» αφηγείται την σχέση δύο ιπποτών της μεσαιωνικής Γαλλίας, οι οποίοι ξεκινάνε ως αδερφικοί φίλοι και σύντροφοι και σταδιακά, μέσω διάφορων πολιτικών γεγονότων που έχουν να κάνουν με την εύνοια της βασιλικής διοίκησης των φέουδών τους, καταλήγουν ορκισμένοι εχθροί που ανοιχτά θέλουν να σκοτώσουν ο ένας τον άλλο. Και ανάμεσά τους, σαν να μην έφτανε το έτσι κι αλλιώς άσβεστο μίσος τους, υπάρχει και μια γυναίκα…
Ο Ρίντλεϊ Σκοτ υιοθετεί την ιστορική πλέον μεθοδολογία αφήγησης που εισήγαγε το 1950 το «Ράσομον» του Ακίρα Κουροσάβα: η ίδια ιστορία εξιστορείται από διαφορετικές οπτικές γωνίες και έτσι αναδεικνύεται η σχετικότητα της έννοιας της αλήθειας καθώς αυτή διαφοροποιείται σε κομβικά σημεία ανάλογα με τον αφηγητή. Ταυτόχρονα, ο Ρίντλεϊ Σκοτ αποδομεί δίχως ίχνος διαλλακτικότητας κάθε έννοια «τιμής», «ανδρείας» και «ιπποτικού κώδικα»: οι πρωταγωνιστές είναι κυνικοί και εξουσιομανείς, εγωκεντρικοί και αδίστακτοι. Οι σκηνές μάχης διακατέχονται από όλο τον αληθινό κυνισμό που διακατέχει μια διαδικασία ζωής ή θανάτου: δεν βλέπουμε ποτέ ένδοξους μαχητές να αναμετρώνται υπό τους ήχους επικών μουσικών αλλά ανθρώπινα «κρέατα» πεταμένα στην αποτρόπαια συνθήκη του αιματοκυλίσματος και της αδίστακτης αφαίρεσης ανθρώπινης ζωής.
Το μεγάλο επίτευγμα ωστόσο του Ρίντλεϊ Σκοτ με την «Τελευταία Μονομαχία» είναι πως μέσω των αναγωγών του, ο 83χρονος σκηνοθέτης κάνει έναν σαφέστατο και πέρα για πέρα πολυδιάστατο σχολιασμό γύρω από μια τάση των καιρών μας: ο Ρίντλεϊ Σκοτ είναι ξεκάθαρα επηρεασμένος από την εποχή του κινήματος MeToo και των συνεχόμενων καταγγελιών γυναικών για βιασμούς και σεξουαλικές παρενοχλήσεις. Αφηγούμενος μια μεσαιωνική ιστορία, ο Σκοτ μιλάει για την διαχρονική αλήθεια της ανισότητας των φύλων, αποδομεί την ανδρική ταυτότητα και αναδεικνύει τον αποκλεισμό της γυναικείας οπτικής από τα πράγματα. Και το κάνει με τόση μεγάλη ευστοχία που είναι αδύνατο να μην υποκλιθείς.
Έγινε προσπάθεια από αρκετούς δημιουργούς να σχολιάσουν το κίνημα MeToo, το οποίο τράνταξε τον κόσμο του Χόλιγουντ αλλά κανείς δεν το έκανε με τόση μαεστρία όπως ο Σκοτ. Και τι ειρωνεία: το πετυχαίνει θριαμβευτικά, οριακά προβοκατόρικα με γνώμονα την καθαρά «αντρική» και ευθέως πατριαρχική διάσταση της ιπποτικής μονομαχίας παραδίδοντας μαθήματα σε ένα σωρό επίδοξους σκηνοθέτες που θέλουν να το παίξουν πολιτικοί σχολιαστές αλλά η οπτική τους καταρρέει εξαιτίας της απολιτικ ματιάς τους, για το πως η κινηματογραφική γλώσσα γίνεται μέσο κοινωνικού σχολιασμού. Και ο κοινωνικός σχολιασμός της «Τελευταίας Μονομαχίας» είναι υποδειγματικός, σπάει κόκκαλα.
«Δεν υπάρχει δίκαιο και άδικο, υπάρχει μόνο η ιστορία των ανδρών», θα πει πέρα για πέρα εύστοχα ένας από τους ελάχιστους γυναικείους χαρακτήρες μιας ταινίας που ξεχειλίζει από αρρενωπότητα και αντρίλα για να καταλήξει προσβλητική και για τις δυο αυτές έννοιες. Άχαστο. Αριστούργημα.