Το Κακό ποτέ δεν πεθαίνει: Το «Halloween Kills» δίχασε μια ολόκληρη οπαδική βάση...

...αλλά όπως και να έχει είναι τόσο πιστό στο πρωτογενές όραμα του Κάρπεντερ όσο καμία άλλη ταινία του franchise.

Όταν το 1978 έπεφταν οι τίτλοι τέλους στο θρυλικό «Halloween» του Τζον Κάρπεντερ, τα κοινά της εποχής έμεναν να κοιτάζουν την οθόνη μπερδεμένα. Η ταινία έμοιαζε να κλείνει με ένα μεγάλο ανοιχτό ερώτημα: τι απέγινε ο ψυχρός δολοφόνος με τη μάσκα; Η πρωταγωνίστρια (spoiler) τον έριξε από το μπαλκόνι αλλά όταν κοίταξε κάτω εκείνος έλειπε. Το φινάλε της ταινίας ήταν απλά ένα μοντάζ πλάνων από σημεία της μικρής πόλης όπου εξελισσόταν η μεγάλη σφαγή, συνοδευόμενo από το κλασικό πλέον theme και την ανάσα του δολοφόνου να ακούγεται απειλητικά. Και μετά, τίτλοι τέλους.

Για τους παραγωγούς που έχουν την συνήθεια να ξεζουμίζουν εμπορικά όποια ταινία κάνει επιτυχία, το αμφίσημο φινάλε ήταν η τέλεια αφορμή για δημιουργία σίκουελ (εν τέλει, ακολούθησαν πάάάάάάάρα πολλά…). Όμως για τον Κάρπεντερ, που είδε απρόθυμα τις επόμενες δεκαετίες την χαμηλού μπάτζετ horror του να γίνεται ένα τεράστιο franchise, το τέλος αποσκοπούσε αλλού. Ήθελε να δείξει με μια αλληγορική ματιά πως το Κακό (με Κ κεφαλαίο…) δεν ηττάται ποτέ. Υπάρχει παντού, βρίσκεται πάντα ανάμεσά μας και αυτό ήταν ο Μάικλ Μάγιερς, ο δολοφόνος με τη μάσκα: η μετουσίωση του απόλυτου Κακού, εκείνου που δεν έχει κίνητρα, απλά υπάρχει…

Η σύγχρονη τριλογία «Halloween», με τον Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν στο σκηνοθετικό τιμόνι και τον γερόλυκο πλέον Κάρπεντερ σε ρόλο παραγωγού και γενικού επόπτη, «σβήνει» όλα τα αχρείαστα σίκουελ (με εξαίρεση ίσως την δεύτερη ταινία – ίσως λέμε..) και πιάνει το νήμα της ιστορίας από το φινάλε της πρώτης ταινίας. Σε αυτά τα πλαίσια, το «Halloween» του 2018 ήταν μάλλον η καλύτερη ταινία της σειράς που γυρίστηκε μετά την αρχική. Δικαιολογημένα μας άνοιξε την όρεξη για τα επόμενα δύο κεφάλαια.

Το «Halloween Kills» που έκανε πρεμιέρα ετούτο το φθινόπωρο (θα ακολουθήσει σε δυο-τρία χρόνια το τελικό «Halloween Ends») υπήρξε μια διχαστική ταινία. Δεδομένα ωστόσο αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα αναφορικά με τον μύθο του Μάικλ Μάγιερς, του δολοφόνου που επέστρεψε μετά από 40 χρόνια σε αυτή τη μικρή κωμόπολη των ΗΠΑ για να ολοκληρώσει αυτό που άρχισε το 1978. Και αυτό διότι για πρώτη φορά «σκύβει» πάνω από την αρχική φιλοσοφία του Κάρπεντερ: οι άνθρωποι ζουν ή πεθαίνουν αλλά οι ιδέες και οι αντιλήψεις είναι αθάνατες και δυστυχώς για εμάς, το Κακό είναι μια ιδέα, μια αντίληψη και άρα, δεν πεθαίνει.

Ταυτόχρονα, πρόκειται με διαφορά για το πιο πολιτικοποιημένο «Halloween». Οι πιστοί οπαδοί της σειράς ενδέχεται να ξενερώσουν από το γεγονός ότι η Λόρι (η Τζέιμι Λι Κέρτις δηλαδή), αν και το αιώνιο αντίπαλο δέος του Μάγιερς, εδώ «κάθεται στον πάγκο». Αλλά έτσι προχωράει η ιστορία, με γενναίες αποφάσεις. Σε αυτή τη γενναία απόφαση βρίσκεται και η ρίζα της πολιτικοποίησης ετούτης της ταινίας: ο αντίπαλος του Μάγιερς πλέον -μιας συμβολικής φιγούρας έτσι κι αλλιώς- δεν είναι ένα άτομο αλλά η κοινωνία. Μια κοινωνία που συσπειρώνεται για να εξεγερθεί απέναντι στο Κακό, να το αποβάλλει από τους κόλπους της.

Αλλά προσοχή: μια τέτοια συνθήκη γεννάει εύκολα όχλους. Και η κουλτούρα του όχλου είναι μάλλον συγγενική με τη δημιουργία του Κακού, όχι αντιθετική: το Κακό δεν πεθαίνει μέσα στην κουλτούρα του όχλου. Θρέφεται από αυτή. Ναι, το «Halloween Kills» είναι το πιο πειραματικό, το πιο τολμηρό, το πιο αλληγορικό «Halloween» που γυρίστηκε ποτέ. Αν έδειχνε λίγο παραπάνω εμπιστοσύνη στην νοημοσύνη του κοινού του και δεν μπολιαζόταν με ορισμένες αχρείαστες εξηγήσεις, θα ήταν ακόμα καλύτερο αλλά ας μην είμαστε πλεονέκτες. Συν τοις άλλοις, «στήνει» υπέροχα την τελική μάχη ανάμεσα στην Λόρι και τον Μάγιερς. Περιμένουμε ήδη πως και πως τη μητέρα των μαχών που θα εξελιχθεί στο επόμενο, τελευταίο κεφάλαιο.